Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Πώς αναβαθμίζονται οι δεξιότητες των πολιτών σε μια χώρα με προβληματικό σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης;
Όχι εύκολα, είναι η σύντομη απάντηση. Δεν είναι εύκολο να απαλλαγεί κανείς από το αίσθημα ματαιότητας και απαισιοδοξίας, το οποίο διακατέχει τους περισσότερους συνομιλητές μας, και εμάς τους ίδιους. Θα μπορούσε εύκολα κανείς να απαριθμήσει τα χρόνια προβλήματα, τα οποία έχουν κακοφορμίσει σε τέτοιο βαθμό, που είναι πλέον δύσκολο όχι απλώς να εφαρμόσει κανείς λύσεις, αλλά ακόμη και να τις φανταστεί.
Όμως ποια εναλλακτική υπάρχει; Εάν μείνουμε στο σημερινό επίπεδο, όπου πολλοί μαθητές δεν είναι σε θέση να καταλάβουν το απλό κείμενο που διαβάζουν, πολλοί απόφοιτοι πανεπιστημίου είναι λειτουργικά αναλφάβητοι, και πολλοί μάνατζερ αγνοούν τα βασικά (ενώ βέβαια θεωρούν τον εαυτό τους ιδιοφυΐα), την έχουμε πραγματικά πολύ άσχημα.
Δεν είναι μόνο ότι θα πρέπει να πούμε αντίο στο στόχο της (διατηρήσιμης) οικονομικής ανάπτυξης, από την οποία εξαρτάται η ευημερία της γενιάς των παιδιών μας. Είναι επίσης ότι θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα ζούμε σε μια κοινωνία που ενημερώνεται από το Tik Tok, και σε μια δημοκρατία ευάλωτη στη σαγήνη των fake news και των αυταρχικών λύσεων.
Άρα δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια να παραιτηθούμε από τον εντοπισμό λύσεων. Σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να τις αναζητήσουμε;
Η απαξίωση της τεχνικής εκπαίδευσης έρχεται από πολύ μακριά, ως απόρροια μιας ολόκληρης σειράς άλλων σοβαρών προβλημάτων: είναι συνυφασμένη την περιφρόνηση της χειρωνακτικής εργασίας στην κοινωνία και στην οικογένεια, με την παρακμή της δημόσιας εκπαίδευσης, με την αποβιομηχανοποίηση κ.ά. Αντιστρόφως, η ενίσχυση του κύρους της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΠΑΛ, ΙΕΚ, μαθητεία) θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την (απαραίτητη) αναδιοργάνωση του τομέα, αλλά και από το κατά πόσο συνοδεύεται από την ανασύνταξη όλης της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς και από την αναζωογόνηση της μεταποίησης και των υπηρεσιών υψηλότερης ειδίκευσης.
Η συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΚΔΒΜ) είναι χωρίς αμφιβολία το πιο νοσηρό κομμάτι του συστήματος. Η σταδιακή αυστηροποίηση των κανόνων που επιχειρείται από την ΔΥΠΑ ίσως φέρει καρπούς. Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να ενταθεί η επιτελική δουλειά, με τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων, για την προετοιμασία ενός αποτελεσματικότερου συστήματος κατάρτισης: διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας, επαγγελματικά περιγράμματα, μετασχηματισμός των επαγγελμάτων, σύγχρονα προγράμματα σπουδών, εξειδικευμένοι εκπαιδευτές, επαγγελματική συμβουλευτική, εκπαιδευτικά εγχειρίδια, αυστηρή πιστοποίηση δεξιοτήτων κ.ά.
Από την άλλη, ο πακτωλός ευρωπαϊκών κονδυλίων έχει ξεπεράσει προ πολλού το σημείο πέρα από το οποίο είναι εφικτή η αξιοποίησή τους, ακόμη και εάν ήταν επιθυμητή (που για κάποιους από τους εμπλεκόμενους δεν είναι). Τα αποτελέσματα της απορρόφησής τους με πρόσχημα την (επιδοτούμενη) κατάρτιση είναι πλέον αρνητικά: η επιδοτούμενη κατάρτιση, όπως γίνεται στη χώρα μας, εξευτελίζει την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, εθίζει τους καταρτιζόμενους στο κυνήγι της επιδότησης, και στρεβλώνει την οικονομία – καθιστώντας λιγότερο ελκυστική την ενασχόληση με πραγματικές παραγωγικές δραστηριότητες, και επιβραβεύοντας την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής».
Συνεπώς, η εξυγίανση του τομέα περνάει μέσα από την σταδιακή απεξάρτηση από τον πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων για την κατάρτιση, ή τουλάχιστον από το μεγαλύτερο μέρος του. Ας γίνεται στο εξής με εθνικούς πόρους η στήριξη του εισοδήματος των (πραγματικών) ανέργων, όπως άλλωστε προβλέπουν οι κανόνες της ΕΕ. Ας παραιτηθούμε από την διεκδίκηση κονδυλίων για δράσεις που τελικά ζημιώνουν τη χώρα (παρότι ωφελούν κάποιους). Ας κινηθούμε προσεκτικά προς ένα μικρότερο μέγεθος συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, με λιγότερα και καλύτερα προγράμματα. Και ας διοχετεύσουμε τους υπόλοιπους κοινοτικούς πόρους που μας αναλογούν σε έργα υποδομών – στην τεχνική εκπαίδευση, στη διά βίου μάθηση, αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας όπου οι ανάγκες μπορεί να είναι μεγαλύτερες.
Τέλος, ας θυμηθούμε ότι εάν ο στόχος μας είναι η σταδιακή μετατόπιση της ελληνικής οικονομίας προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης, για να τον πετύχουμε δεν αρκεί να επενδύουμε στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων. Αυτή, ακόμη και όταν γίνεται σωστά, πέφτει στο κενό όσο οι επιχειρήσεις παραμένουν εγκλωβισμένες σε δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλής παραγωγικότητας, και χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρουσιάσαμε αλλού, η αύξηση της παραγωγικότητας περνά κατά προτεραιότητα μέσα από την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων έντασης κεφαλαίου, καθώς και από την βελτίωση των διαχειριστικών ικανοτήτων των εργοδοτών και των μάνατζερ των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τότε και μόνο τότε θα πιάσει τόπο η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων, που σήμερα παραμένει προβληματική – και τόσο μα τόσο αναγκαία.