21 Δεκεμβρίου 2023

Δεξιότητες και κατάρτιση: 2. Οι δεξιότητες των Ελλήνων

Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Πώς τα καταφέρνουμε στο πεδίο των δεξιοτήτων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών;

Όχι πολύ καλά, είναι η σύντομη απάντηση. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι μας λείπουν τα τυπικά προσόντα, οι τίτλοι σπουδών.

Πράγματι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει σχεδόν διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από 23,1% το 2002 σε 45,2% το 2022) και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (42,0% το 2022).

Θα περίμενε κανείς η αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων να έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη αναβάθμιση των δεξιοτήτων των Ελλήνων. Συνέβη όντως αυτό; Τα ουσιαστικά προσόντα, δηλαδή η ικανότητα των ατόμων να κάνουν κάτι καλά, μετριέται πιο δύσκολα από ό,τι τα τυπικά. Όμως, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα – χωρίς εξαίρεση – είναι ανησυχητικά.

Η πιο πολύτιμη (και παραγνωρισμένη) πηγή πληροφοριών για τα ουσιαστικά προσόντα των Ελλήνων είναι η έρευνα του «Προγράμματος για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Δεξιοτήτων Ενηλίκων» (PIAAC), που διεξάγει κάθε 10 περίπου χρόνια ο ΟΟΣΑ σε αρχικά 27 χώρες. (Ο αριθμός των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα έχει πλέον ξεπεράσει τις 40.) Οι ερωτώμενοι, ένα μεγάλο δείγμα 5.000 ατόμων ηλικίας 16-65 ετών σε κάθε χώρα, εξετάζονται με κοινά θέματα σε τρία πεδία: κατανόηση κειμένου, αριθμητική, και επίλυση προβλημάτων «σε τεχνολογικά πλούσιο περιβάλλον». (Το τελευταίο δεν μετρά τις ψηφιακές δεξιότητες των ατόμων, αλλά την ικανότητα τους να επιλέγουν ανάμεσα στις διαθέσιμες πληροφορίες, να τις αξιολογούν, και να τις χρησιμοποιούν για να απαντούν σε σύνθετα ερωτήματα κρίσης με τη βοήθεια της τεχνολογίας.)


Οι δεξιότητες των πτυχιούχων

Ας αρχίσουμε με τις δεξιότητες των πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ. Στο πεδίο αυτό η Ελλάδα καταγράφει απελπιστικά χαμηλές επιδόσεις: σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, 19% των κατόχων τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (πτυχίο ή μεταπτυχιακό) ηλικίας έως 34 ετών ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι. Με την ορολογία της έρευνας: «στερούνταν βασικές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων», δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς, ή να εντοπίσουν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο.

Διάγραμμα 1: Πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών χωρίς βασικές δεξιότητες (%)


Η επίδοση αυτή κατέτασσε τη χώρα μας στην τελευταία θέση (μαζί με την Τουρκία) μεταξύ των 27 χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν στην έρευνα. Μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το ποσοστό της Ελλάδας ήταν διπλάσιο από εκείνο της Λιθουανίας (9%), της χώρας με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση. Στο άλλο άκρο της διεθνούς κατάταξης, στο Βέλγιο, στην Τσεχία, και στη Φινλανδία, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας έως 34 ετών ήταν κάτω από 3%.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων στην ίδια ηλικιακή ομάδα (έως 34 ετών) ήταν χαμηλότερο μεταξύ όσων δεν προχώρησαν πέρα από το τριτάξιο Γυμνάσιο στην Τσεχία (17%) από ό,τι μεταξύ των αποφοίτων ΑΕΙ στην Ελλάδα (19%).

Και στις μέσες δεξιότητες των πτυχιούχων, η χώρα μας υστερεί σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Όπως δείχνουν τα σχετικά δεδομένα, η μέση επίδοση στην κατανόηση κειμένου των αποφοίτων ΑΕΙ ήταν χαμηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι εκείνη των κατόχων το πολύ απολυτηρίου λυκείου (ή κάποιου τίτλου μεταλυκειακής εκπαίδευσης) στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Σλοβακία, και στην Αγγλία. (Τα τελευταία αυτά αποτελέσματα αφορούν άτομα ηλικίας 25-65 ετών.)


Οι δεξιότητες στον υπόλοιπο πληθυσμό

Φυσικά, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ίδιας έρευνας, το ποσοστό των κατόχων μόνο απολυτηρίου λυκείου (ή το πολύ μεταλυκειακής εκπαίδευσης) ηλικίας έως 34 ετών που ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι στην Ελλάδα έφθανε το 28% – δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ μετά την Πολωνία (29%). Στα κράτη μέλη με την καλύτερη επίδοση (Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία) το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 7%.

Γενικά, η θεαματική επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (και η γενίκευση και επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης) τα τελευταία 30-40 χρόνια δεν έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη πρόοδο στην αφομοίωση των βασικών δεξιοτήτων.

Όπως δείχνουν τα δεδομένα της έρευνας, στο πεδίο της κατανόησης κειμένου η μέση επίδοση των Ελλήνων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 ήταν μόλις 6 μονάδες υψηλότερη από εκείνη όσων γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’50. Ως μέτρο σύγκρισης, η διαφορά μεταξύ των δύο γενεών στο σύνολο των 27 χωρών που πήραν μέρος στην έρευνα έφθανε κατά μέσο όρο τις 29 μονάδες.

Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στη χώρα μας, διαπίστωνε ότι συνολικά περίπου 2 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας 15 έως 65 είχαν χαμηλές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, ενώ ακόμη περισσότεροι είχαν χαμηλές δεξιότητες αριθμητικής. «Πρόκειται για άτομα που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να σταθούν ως πολίτες και ως εργαζόμενοι.»

Πράγματι, για να σταθεί κανείς καλά ως πολίτης και ως εργαζόμενος στη σύγχρονη εποχή είναι ανάγκη να διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες». Αυτό σημαίνει να είναι σε θέση να κατανοεί πυκνά ή μακροσκελή κείμενα, να αντιλαμβάνεται ρητορικά σχήματα, να εντοπίζει, να ερμηνεύει και να αξιολογεί πληροφορίες, και να βγάζει λογικά συμπεράσματα. Επίσης, να μπορεί να ερμηνεύει και να υπολογίζει βασικά στατιστικά δεδομένα σε κείμενα, πίνακες, ή διαγράμματα. Τέλος, να έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνει μια αίτηση online, να συνδυάζει πληροφορίες από δύο ή παραπάνω ιστοσελίδες, να λύνει προβλήματα σε ένα φύλλο εργασίας χρησιμοποιώντας τη συνάρτηση που ταξινομεί τα περιεχόμενα μιας στήλης με αλφαβητική σειρά ή κατά αύξοντα αριθμό κτλ.

Ποιο είναι το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (άτομα ηλικίας 16-65) που διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες» κατανόησης κειμένου, αριθμητικής και επίλυσης προβλημάτων στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, δεν ξεπερνά το 9% – το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό μετά τη Χιλή και την Τουρκία ανάμεσα όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Στο αντίθετο άκρο της διεθνούς κατάταξης (στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Αυστραλία, στη Ν. Ζηλανδία, στην Ιαπωνία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία – καθώς και στη Φινλανδία, που είχε την καλύτερη επίδοση στον κόσμο), σφαιρικές δεξιότητες διαθέτει πάνω από το ένα τρίτο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Διάγραμμα 2: Άτομα ηλικίας 16-65 ετών με σφαιρικές δεξιότητες (%)

(Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία της έρευνας PIAAC που αναφέρονται παραπάνω αφορούν το έτος 2015. Νεότερα στοιχεία δεν έχουμε, αφού η Ελλάδα δεν έχει μέχρι στιγμής συμμετάσχει στον δεύτερο κύκλο της έρευνας. Αυτή τη στιγμή καταβάλλονται προσπάθειες να πάρει μέρος η χώρα μας στον επόμενο γύρο συλλογής στοιχείων, ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2024-2029. Ας ελπίσουμε ότι θα ευδοκιμήσουν.)

Σε εξίσου ανησυχητικά αποτελέσματα καταλήγουν οι μετρήσεις του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI). Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται από το CEDEFOP, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), με σκοπό την αξιολόγηση των επιδόσεων των «συστημάτων δεξιοτήτων» σε 31 ευρωπαϊκές χώρες (δηλαδή στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελβετία, στη Νορβηγία, καθώς και στην Ισλανδία). Οι τιμές του δείκτη ESI για το 2022 κατέτασσαν την Ελλάδα στην 29η θέση (τρίτη από το τέλος, μετά την Ιταλία και την Ισπανία).


Οι δεξιότητες των μαθητών

Στις 5 Δεκεμβρίου 2023 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα για το 2022 της γνωστής έρευνας PISA («Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών») που διεξάγει ο ΟΟΣΑ. Η έρευνα μετρά το κατά́ πόσον οι γνώσεις και οι δεξιότητες των 15χρονων μαθητών και μαθητριών τους επιτρέπουν να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Η έρευνα του 2022 εξέτασε πάνω από 100.000 μαθητές 15 ετών σε 81 χώρες, με κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα: ανάγνωση, μαθηματικά, και επιστήμες. Στην Ελλάδα πήραν μέρος 6.403 μαθητές από 230 σχολεία (Γυμνάσια, Γενικά́ Λύκεια και Επαγγελματικά́ Λύκεια, δημόσια και ιδιωτικά́).

Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι υπερβολικά λίγοι μαθητές στην Ελλάδα σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις: 2% στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά, και 1% στις επιστήμες (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 9%, 7%, και 7% αντιστοίχως). Αντίθετα, στη χώρα μας ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό 15χρονων παιδιών στερούνται τις πιο βασικές από τις δεξιότητες που (θα έπρεπε να) εγγυάται η φοίτηση στο γυμνάσιο. Όπως αναφέρει μια αναλυτική περιγραφή των ευρημάτων:

«Το 47% των παιδιών στην Ελλάδα […] είναι ανίκανα να κάνουν απλά πράγματα, όπως να μετατρέψουν ποσά από το ένα νόμισμα στο άλλο, ή να συγκρίνουν αποστάσεις δύο διαφορετικών διαδρομών. […] Στην κατανόηση κειμένου, το 38% των παιδιών στην Ελλάδα […] δεν μπορούν να εντοπίσουν το κεντρικό νόημα ή να αντλήσουν πληροφορίες από κείμενα μεσαίου μεγέθους, ούτε να εξηγήσουν ή να αξιολογήσουν πτυχές κειμένων όταν τους ζητηθεί. […] Το 37% των παιδιών δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να σχολιάσουν κοινά επιστημονικά φαινόμενα.»

Σε σύγκριση με τους συνομήλικους τους σε άλλες χώρες οι 15χρονοι μαθητές στην Ελλάδα υστερούν σημαντικά: κατετάγησαν 41οι στην κατανόηση κειμένου, 44οι στις φυσικές επιστήμες, και 44οι στα μαθηματικά (που ήταν το κύριο αντικείμενο της έρευνας του 2022).

Στην κατανόηση κειμένου, η χώρα μας βρέθηκε σε παρόμοια θέση με τη Σερβία και την Ισλανδία. Στις επιστήμες, με τη Σερβία, την Ισλανδία, το Μπρουνέι, τη Χιλή, και την Ουρουγουάη. Στα μαθηματικά, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Ρουμανία, το Καζακστάν, και τη Μογγολία.

Η Σιγκαπούρη ήταν η χώρα με την καλύτερη επίδοση και στα τρία αντικείμενα. Πολύ καλά τα πήγαν και οι «ασιατικές τίγρεις», με την Ταϊβάν, την Ιαπωνία, την Κορέα, και δύο περιοχές της Κίνας (Μακάο και Χονγκ Κονγκ, και οι δύο πρώην αποικίες) στην πρώτη δεκάδα, ή σχεδόν (το Χονγκ Κονγκ ήρθε 11ο στην κατανόηση κειμένου).

Από τις δυτικές χώρες, την καλύτερη επίδοση σημείωσαν η Εσθονία και ο Καναδάς: και οι δύο πλασαρίστηκαν στην πρώτη δεκάδα και στα τρία αντικείμενα. Το ίδιο πέτυχαν στα μαθηματικά η Ελβετία και η Ολλανδία, στις επιστήμες η Φινλανδία και η Αυστραλία, ενώ στην κατανόηση κειμένου η Ιρλανδία, οι ΗΠΑ, και η Νέα Ζηλανδία.

Κατά τα άλλα, στην Ελλάδα τα κορίτσια τα πήγαν πολύ καλύτερα από τα αγόρια στην κατανόηση κειμένου (αλλά το ίδιο άσχημα στα μαθηματικά), τα παιδιά από πλούσιες οικογένειες σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά των φτωχών, ενώ τα παιδιά μεταναστών τα πήγαν χειρότερα από τα παιδιά γηγενών (και μάλιστα ακόμη και όταν το οικογενειακό εισόδημα ήταν συγκρίσιμο, πράγμα που δεν συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες).

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη χώρα μας οι χαμηλές επιδόσεις των 15χρονων μαθητών συχνά συνδυάζονται με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Τα αποτελέσματα της προτελευταίας έρευνας PISA (του 2018) δείχνουν ότι το ποσοστό όσων δήλωναν ικανοί να κατανοούν δύσκολα κείμενα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν σε θέση να βγάλουν λογικά συμπεράσματα αντλώντας πληροφορίες από δύο ή περισσότερα κείμενα, έφτανε στην Ελλάδα το 33% (έναντι 26% στην ΕΕ).

Όπως εξηγούμε αλλού, αυτός ο δηλητηριώδης συνδυασμός αυτοπεποίθησης και αμάθειας είναι αρκετά διαδεδομένος και μετά το τέλος του σχολείου.