Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι να σκέφτεται κανείς την εξέλιξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια.
Ο πρώτος είναι επικριτικός: Κοίτα πόσο καλύτερα από εμάς τα κατάφεραν οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι. Το 1974 ήταν το ίδιο φτωχοί όπως οι Έλληνες, σήμερα το βιοτικό τους επίπεδο είναι σαφώς ανώτερο. Το 2011 υπέστησαν μια εξίσου ταπεινωτική διεθνή οικονομική εποπτεία, όμως την αντιμετώπισαν πιο ήρεμα και πιο ώριμα από εμάς, και έτσι βγήκαν από την κρίση νωρίτερα. Γιατί να μην τους μοιάζουμε λίγο;
Ο δεύτερος τρόπος είναι επιεικής: Πάλι καλά. Δείξε μου μια χώρα που φτώχυνε τόσο πολύ τόσο απότομα χωρίς να μπει σε ακόμη χειρότερες περιπέτειες. Πέσαμε χαμηλά, χάσαμε χρόνο σε αφελείς πειραματισμούς, όμως τελικά τα καταφέραμε. Το 2015 και το 2019 η εξουσία παραδόθηκε (σχεδόν) υποδειγματικά. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πέρασε το τεστ αντοχής.
Και οι δύο εκδοχές είναι το ίδιο έγκυρες: ισχύουν εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας εκπροσωπήθηκαν επαξίως και οι δύο. Για να αναφερθώ σε δύο μόνο στιγμές του: οι διαφάνειες του Στέφανου Μάνου προσγείωσαν τους επιρρεπείς στην αυταρέσκεια, ενώ οι εξομολογητικοί τόνοι του Αλέξη Τσίπρα μας έκαναν να νοιώσουμε ότι ζούμε σε μια κανονική χώρα.
«Λήθη στην πολιτική, εγρήγορση στην οικονομία»: να ένα καλό δίδαγμα.