Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016).
Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι πολύ πιθανό να θεωρήσουν το έτος που μόλις πέρασε σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Σίγουρα όχι με τον δραματικό τρόπο του 1789, του 1917 ή του 1989. Αλλά ίσως με τον κάπως πιο βραδυφλεγή του 1933, του 1956 και του 2001. Ως το έτος κατά το οποίο τέθηκαν σε κίνηση ιστορικές διεργασίες με μακροχρόνιες και απρόβλεπτες συνέπειες.
Η πιο θεαματική από τις ανατροπές του 2016 είναι ασφαλώς η εξέγερση των ψηφοφόρων της Δύσης κατά της παγκοσμιοποίησης, ή τουλάχιστον των συνεπειών της. Η επικράτηση των υποστηρικτών της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ στο δημοψήφισμα του Ιουνίου, καθώς και η νίκη του Trump στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου τις ΗΠΑ, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση ακριβώς επειδή σημειώθηκαν στα αγγλοσαξονικά προπύργια του φιλελευθερισμού. Οι νικητές θα επιχειρήσουν τώρα να αναβιώσουν ένα πιο εθνοκεντρικό, πιο παρεμβατικό, και πιο αυταρχικό μοντέλο καπιταλισμού. Θα τα καταφέρουν; Μακροπρόθεσμα όχι: τόσο η κυβέρνηση της Teresa May όσο και εκείνη του νεοεκλεγμένου αμερικανού Προέδρου θα έρθουν σύντομα αντιμέτωπες με τις αντιφάσεις τους. Στο μεταξύ, στη βραχυπρόθεσμη περίοδο (στην οποία διεξάγεται η πολιτική, αν και όχι η ιστορία), δεν αποκλείεται να σημειώσουν κάποιες επιτυχίες.
Σε κάθε περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που τη γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες πνέει τα λοίσθια. Η έναρξη της φάσης αυτής μπορεί να τοποθετηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 (με τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις και την κατάργηση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που σημάδεψαν το τέλος του μεταπολεμικού κεϋνσιανού συμβιβασμού), και η επιτάχυνσή της στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (με το Μάαστριχτ και την Ενιαία Αγορά στην Ευρώπη, την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, και την είσοδο της Κίνας στην Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου). Η ιστορική αυτή περίοδος είχε τεχνολογικό δυναμισμό και πρωτοφανή αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Είχε επίσης χαμένους και κερδισμένους: οι βιομηχανικοί εργάτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ανήκουν στους πρώτους, οι συνάδελφοί τους στην Κίνα και στην Ινδία στους τελευταίους.
Τι ακριβώς θα διαδεχθεί την άναρχη παγκοσμιοποίηση είναι ακόμη δυσδιάκριτο. Η αναδίπλωση στα εθνικά σύνορα (προσφιλής επιλογή όχι μόνο της May και του Trump αλλά και του Arnaud Montebourg, υποψήφιου για το χρίσμα των σοσιαλιστών στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου στη Γαλλία) δεν θα λύσει ασφαλώς το υπαρξιακό πρόβλημα των προηγμένων εθνικών οικονομιών της Δύσης. Το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται στην επανατοποθέτηση των δυτικών οικονομιών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας με τρόπο που να εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικά εισοδήματα στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού, όχι μόνο στο καλύτερα καταρτισμένο τμήμα του. Η επιτυχής επίλυσή του δεν είναι εύκολη υπόθεση, και έχει περιπλακεί από την θεαματική πρόοδο των οικονομιών του πρώην Τρίτου Κόσμου. Δεν είναι συμπτωματικό ότι η κοινή γνώμη στην Ινδία ή στο Βιετνάμ έχει πολύ ευνοϊκότερη άποψη για την παγκοσμιοποίηση από ό,τι στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ.
Αυτή η απέλπιδα απόπειρα αναχαίτισης της παρακμής μέσω της προσχώρησης στον απομονωτισμό δεν θα αποδώσει. Ο Γάλλος ψηφοφόρος που αισθάνεται τον κόσμο να αλλάζει γύρω του, και δεν του αρέσει αυτό που βλέπει, δεν έχει πολλούς λόγους να προτιμήσει τον ερζάτς πατριωτισμό των σοσιαλιστών: ευκολότερα θα στραφεί στον κ. Fillon, αν όχι κατευθείαν στην κ. Le Pen.
Σημαίνει αυτό ότι χρειαζόμαστε έναν νέο Tony Blair? Όχι. Αν πρέπει κανείς να επιλέξει ένα πρόσωπο, ο πιο εμπνευσμένος εκφραστής του προοδευτικού φιλελευθερισμού αυτή τη στιγμή παγκοσμίως είναι ο καναδός πρωθυπουργός Justin Trudeau (ο οποίος διαθέτει το πρόσθετο προσόν ότι φαίνεται εντελώς απαλλαγμένος από τη ψευδαίσθηση μεγαλείου και τον γεωπολιτικό τυχοδιωκτισμό του τέως ηγέτη των Νέων Εργατικών).
Όμως άλλο είναι το ζήτημα: όχι η εθνοκεντρική περιχαράκωση, ούτε βέβαια η αναζήτηση χαρισματικών σωτήρων, αλλά η πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Πρόκειται για εγχείρημα μακράς πνοής, αντίστοιχο σε εμβέλεια με αυτό που περιέγραψε ο Karl Polanyi στο ιδιοφυές βιβλίο του το 1944. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, και μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες (πρώτα-πρώτα η βρετανική) ανασυγκροτήθηκαν στη βάση της «ουτοπίας» μιας καπιταλιστικής αγοράς αυτορρυθμιζόμενης, και ελεύθερης από κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Αυτός ο «μεγάλος μετασχηματισμός» τραυμάτισε τον κοινωνικό ιστό και προκάλεσε εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντέδρασαν μέσω μιας πολιτικής κινητοποίησης, η οποία οδήγησε στην καθιέρωση θεσμών προστασίας των ατόμων από τις δυνάμεις της αγοράς. Τα νέα πολιτικά ρεύματα που επικράτησαν δεν ήταν οι Λουδδίτες, που αντιδρούσαν στην εκτόπισή τους από τις μηχανές σπάζοντάς τες. Ήταν οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, φιλελεύθεροι και εργατικοί, που επέβαλαν την καθολική ψήφο, την αναγνώριση των εργατικών σωματείων, τη θεσμοθέτηση του οκταώρου, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, και αργότερα την καθολική εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, τη δωρεάν περίθαλψη – με δυο λόγια: τη συμφιλίωση της οικονομίας της αγοράς με την κοινωνική συνοχή και τη μαζική δημοκρατία.
Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς με τι ακριβώς θα μοιάζει η διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης – αν και, από όλες τις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει, η κλιματική μεταβολή θα είναι μάλλον η κρισιμότερη για την επιβίωση του είδους. Ούτε φυσικά είναι βέβαιο ότι το απόθεμα διεθνούς συνεννόησης που μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει θα εξασφαλιστεί πράγματι. Κάθε άλλο: η αναβίωση της έντασης στις διεθνείς σχέσεις φαίνεται πιθανότερη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Γηραιά Ευρώπη, όχι πλέον κυρίαρχη του κόσμου, θα παραμείνει το έδαφος όπου θα παιχτούν μερικές από τις κρισιμότερες παρτίδες για το μέλλον του κόσμου. Η ελληνική συμβολή στην αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας θα εξαρτηθεί από το εάν από τη σημερινή σήψη μπορεί να αναδυθεί μια πολιτική ηγεσία προσανατολισμένη στην εμψύχωση της κοινωνίας και στην ανόρθωση της οικονομίας. Περιττό να προσθέσει κανείς ότι τα μέχρι τώρα δείγματα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.