Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017).
Στο μυθιστόρημα του Πρίμο Λέβι «Αν όχι τώρα, πότε;», ο ωρολογοποιός Μέντελ, ο απρόθυμος πολεμιστής, που μαζί με τους συντρόφους του Εβραίους παρτιζάνους πολεμά συνεχώς σε μια άνιση μάχη εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων στις στέππες της ανατολικής Ευρώπης, θυμάται ότι πίσω στη Ρωσία, τον καιρό της ειρήνης, συχνά του συνέβαινε να τον σταματούν άγνωστοι στο δρόμο και να τον ρωτάνε πώς θα βρουν την τάδε οδό ή πλατεία. Φαίνεται ότι το πρόσωπό του ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Ο ανταποκριτής σας δεν είναι ωρολογοποιός, ούτε - ακόμη λιγότερο - πολεμιστής (απρόθυμος ή μη), και δεν έχει ιδέα αν το πρόσωπό του εμπνέει εμπιστοσύνη. Αλλά και εμένα μου τυχαίνει συχνά να με σταματούν στον δρόμο και να μου ζητούν πληροφορίες. Ζώντας σε ξένη πόλη, χωρίς καλή αίσθηση προσανατολισμού, συχνά οι κατευθύνσεις που δίνω αποδεικνύονται εκ των υστέρων εσφαλμένες. Όχι όμως σήμερα το πρωί. Αυτό που με ρώτησε η καλοντυμένη κυρία μέσης ηλικίας, σταματώντας με ενώ ετοιμαζόμουν να μπω στο σταθμό του μετρό, με τον χαρακτηριστικά διστακτικό τρόπο του ξένου, ήταν πώς θα βρει την Λεωφόρο Χριστόφορου Κολόμβου. Δεδομένου ότι εκεί τυχαίνει να κατοικώ, αυτή τη φορά οι πληροφορίες μου ήταν πιο αξιόπιστες από ό,τι συνήθως.
Εάν αντίθετα η άγνωστη Ισπανίδα (όπως αποδείχθηκε) κυρία με ρωτούσε να της εξηγήσω το δημοψήφισμα για την αυτονομία του Βένετο και της Λομβαρδίας της περασμένης Κυριακής, και πόση σχέση είχε με το αντίστοιχο δημοψήφισμα-οπερέττα της Καταλωνίας, θα είχα λιγότερα να της πω. Ίσως το πιο ενδιαφέρον δεδομένο ήταν η πολύ μικρότερη συμμετοχή στις πόλεις (26% στο Μιλάνο) σε σχέση με την ύπαιθρο (63% στην επαρχία της Βιτσέντσα), ενώ η πιο ενδιαφέρουσα δήλωση, μέσα στον ορυμαγδό δηλώσεων, ήταν σίγουρα εκείνη του Ολιβιέρο Τοσκάνι (φωτογράφου μόδας, γνωστού από τις διαφημιστικές καμπάνιες της Benetton): «Στο Μιλάνο οι άνθρωποι είναι κοσμοπολίτες, δεν ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Ενώ οι χωρικοί με τους περιορισμένους ορίζοντες τι θέλετε να ψηφίσουν;» Κατά τα άλλα, η απαίτηση των πιο πλούσιων περιοχών της Ιταλίας για «περισσότερο έλεγχο» (δηλ. λιγότερη αλληλεγγύη με τις φτωχότερες περιφέρειες της χώρας) μου φαίνεται κυνική, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη των Καταλανών. Απλώς οι τελευταίοι έχουν (μέχρι στιγμής) καταφέρει να προσδώσουν μια πατίνα μοντερνισμού ή προοδευτικότητας στον παρωχημένο επαρχιωτισμό τους.
Στο βαγόνι του μετρό, όπως σχεδόν κάθε μέρα, μπήκαν να παίξουν μουσικοί, τσιγγάνοι μάλλον. Ξεκίνησαν κανονικά, με μια από τις δακρύβρεχτες μελωδίες του γνωστού ρεπερτορίου. Η συνέχεια ήταν απρόσμενη: «Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Purcell» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, στο περίπου, σε σόλο βιολί. Πώς τους ήρθε; Πριν λίγες μέρες, ένας κιθαρίστας με φάτσα μαχαιροβγάλτη (του έλειπαν μερικά δόντια), για τον οποίον όμως θα ήταν περήφανος ο Django Reinhardt, άρχισε ξαφνικά να παίζει γελώντας σατανικά τη μελωδία από το «Cheap thrills», με συνοδεία ακορντεόν. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με αυτό ενός άλλου επιβάτη, με μαλλί κοτσίδα και γενειάδα hipster (σωσία του φίλου μου του Δ.): αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε, προτού αφήσουμε μερικά κέρματα ο καθένας στο πουγγί του ακορντεονίστα.
Στην έξοδο από το μετρό, στο σταθμό του πανεπιστημίου, ευγενικοί και καλοντυμένοι νεαροί πούλαγαν την εφημερίδα «Lotta comunista». «Θα αγοράσετε κύριε;» «Όχι παιδιά, ευχαριστώ.» Πριν λίγες δεκαετίες, οι σύντροφοί τους τραμπούκιζαν τους καθηγητές (ειδικά τους μετριοπαθείς αριστερούς), ενώ κάποιοι από αυτούς – υπερβολικά πολλοί – είχαν πάρει το δρόμο της «ένοπλης πάλης». Αρκετά χρόνια, πολλές βαριές καταδίκες των ενόχων, και πολύ χυμένο αίμα (των θυμάτων) αργότερα, τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Αν και ο τελευταίος νεκρός καθηγητής, ο Marco Biagi, εργατολόγος διεθνούς κύρους, δολοφονήθηκε μόλις το 2002, στη φιλήσυχη Modena, καθώς επέστρεφε στο σπίτι, με το ποδήλατό του. Αλλά αυτή είναι μια άλλη (φριχτή) ιστορία.