Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017).
Φαίνεται τελευταία να πληθαίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι η κεντροαριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Σε δύο κατηγορίες ανήκουν οι περισσότεροι. Οι μεν θεωρούν ότι η «μετριοπαθής» και «ευρωπαϊκή» στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα καλύψει το χώρο αυτό. Οι δε ανησυχούν ότι η ανάκαμψη της κεντροαριστεράς θα καθυστερούσε ή θα δυσκόλευε το μείζονα στόχο της απαλλαγής από τη σημερινή κυβέρνηση.
Νομίζω ότι και οι μεν και οι δε κάνουν λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο τριτοκοσμικού τύπου κεντροαριστερά μπορεί να γίνει, και για να συμβεί αυτό πρέπει η χώρα να συνεχίσει να απομακρύνεται από τις δυτικοευρωπαϊκές νόρμες, μοιάζοντας όλο και περισσότερο με τις «ανελεύθερες δημοκρατίες» τύπου Ουγγαρίας ή Τουρκίας. Όσο για τη ΝΔ, το ερώτημα δεν είναι εάν μπορεί να μας απαλλάξει από τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά από τις παθογένειες που την έφεραν στην εξουσία.
Και όμως, δεν αποκλείεται οι εξελίξεις να τους δικαιώσουν. Εάν από τις κάλπες για την εκλογή ηγέτη του νέου φορέα προκύψει η απλή αναπαραγωγή ή αναπαλαίωση ενός «μικρού ΠΑΣΟΚ» που μνησικακεί για τη συρρίκνωσή του χωρίς να έχει διδαχθεί πολλά από αυτήν, η οριστική έκλειψή του θα είναι θέμα χρόνου.
Όλα αυτά λίγο θα ενδιέφεραν όσους πολίτες δεν εμπλέκονται οι ίδιοι στην πολιτική, εάν δεν ήταν τόσο στενά συνυφασμένα με τα πιο κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της χώρας. Πώς θα είναι τα σχολεία και οι σχολές όπου σπουδάζουν τα παιδιά μας. Εάν θα βρουν δουλειά όταν τελειώσουν, σε τι είδους επιχειρήσεις, με τι αμοιβές. Πόσο αξιοπρεπή θα είναι τα νοσοκομεία, πόσο αξιόπιστες οι συγκοινωνίες, πόσο εξυπηρετικές οι δημόσιες υπηρεσίες. Πόσο ήρεμη και ασφαλής θα είναι η καθημερινότητά μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών η πολιτική τάξη της χώρας θα πρέπει να δώσει απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Με έργα, όχι με λόγια – αν και η αρχή των έργων είναι πάντοτε τα λόγια, αρκεί να είναι πειστικά.
Εάν σε κάτι συμφωνούν οι οικονομολόγοι είναι ότι ούτε οι φυσικοί πόροι, ούτε η ένδοξη ιστορία, ούτε οι διεθνείς συμμαχίες αρκούν για να εγγυηθούν την ευημερία μιας χώρας. Μεσοπρόθεσμα, το βιοτικό επίπεδο εξαρτάται αποκλειστικά από την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Κατ’ αρχάς, ότι η επάνοδος στη μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης δεν είναι λύση. Τόσο επειδή ο παροξυσμός του (ιδίως την περίοδο 2004-2009) μας οδήγησε στην κρίση. Όσο και επειδή η επανεμφάνισή του τα τελευταία χρόνια εξηγεί γιατί η ανάκαμψη της παραγωγής είναι τόσο αναιμική, η πτώση της ανεργίας τόσο αργή, οι νέες θέσεις εργασίες τόσο κακοπληρωμένες. Η ελληνική οικονομία φαίνεται να επιστρέφει σε ένα παραγωγικό πρότυπο χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλής ειδίκευσης, και κατά συνέπεια χαμηλών αμοιβών. (Όχι χωρίς επιτυχίες: η ποιότητα π.χ. των εστιατορίων έχει βελτιωθεί πολύ σε όλη τη χώρα. Και όχι χωρίς εξαιρέσεις – αν και ο διωγμός καινοτόμων επιχειρήσεων όπως π.χ. η Beat επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει το κράτος να συντάσσεται με τους εκπροσώπους των πιο παρωχημένων επιχειρηματικών συμφερόντων - σε αυτή την περίπτωση, των ταξιτζήδων – αρκεί να φέρνουν ψήφους.)
Ούτε αρκεί η μείωση των μισθών για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Όχι μόνο επειδή εξακολουθεί να είναι πανάκριβο το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών, του δανεισμού, της ενέργειας. Αλλά επειδή το πόσο ελκυστικό για τον καταναλωτή είναι ένα προϊόν εξαρτάται από τη σχέση τιμής-ποιότητας. Συνεπώς, για να εξάγουν περισσότερο οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν αρκεί να πουλάνε φτηνά (εξ άλλου πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που πουλά φτηνότερα): θα πρέπει να πουλάνε προϊόντα υψηλής ποιότητας, σε σχέση πάντοτε με το κόστος. Και εάν αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν καταφέρουν να εξάγουν αρκετά, το μέλλον όλων μας είναι προδιαγεγραμμένο: θα ζούμε σε μια χώρα αποκομμένη από τις «αλυσίδες αξίας», στο περιθώριο της διεθνούς οικονομίας, ολοένα φτωχότερη.
Κάπου εδώ η μάλλον ανιαρή για πολλούς συζήτηση περί παραγωγικότητας συνδέεται με το θέμα μας, που είναι η χρησιμότητα (ή μη) της κεντροαριστεράς. Η ζωτικής σημασίας αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές και ιδίως στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλ. στις δεξιότητες των μελλοντικών εργαζομένων (και επιχειρηματιών). Απαιτεί αλλαγή παραδείγματος στην παιδεία – από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι τα ερευνητικά κέντρα, περνώντας από την τεχνική εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Απαιτεί κοινωνικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και προσβάσιμες από όλους, επειδή αυτό υπαγορεύει όχι μόνο μια πολιτισμένη κοινωνία αλλά και μια δυναμική οικονομία. Απαιτεί κρατικούς θεσμούς που να διευκολύνουν την υγιή επιχειρηματικότητα αντί να την δυσκολεύουν. Απαιτεί συνδικάτα που να προστατεύουν τους εργαζόμενους χωρίς να υποσκάπτουν τις προοπτικές των επιχειρήσεων που τους απασχολούν.
Τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί «αυθόρμητα». Δεν θα τα φέρουν μόνες τους οι δυνάμεις της αγοράς. Ούτε η μείωση του φορολογικού βάρους (όσο αναγκαία και εάν είναι μια διόρθωση). Η ανάκαμψη της οικονομίας περνά από τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της κεντροαριστεράς. Πάντοτε ήταν. Καμμιά άλλη πολιτική παράταξη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σε αυτό. Μπορεί βέβαια να αποτύχει η ίδια. Σύντομα θα ξέρουμε.