1 Αυγούστου 2014

Η μισαλλοδοξία των άλλων – και εκείνη «των δικών μας»

Δημοσιεύτηκε στο blog του «Περιοδικού των Βιβλίων / The Books' Journal» (1 Αυγούστου 2014)

Με το άρθρο του Θάνου Τζήμερου «Πολυπολιτισμικότητα και άλλα παραμύθια» (Protagon, 30 Ιουλίου 2014) συνεχίζεται μια συζήτηση που είχε πρόσφατα τροφοδοτήσει το άρθρο της Σώτη Τριανταφύλλου «Η πλάνη της πολυπολιτισμικότητας» (Athens Voice, 18 Ιουνίου 2014), αλλά που είχε ανοίξει – στην Ελλάδα τουλάχιστον – παλαιότερο άρθρο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη «Για μία πολυπολιτισμική σύγχρονη κοινωνία» (Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2006). Αναφέρω τις ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις στα social media της Βάσως Κιντή, του Ευθύμη Δημόπουλου, του Λεωνίδα Καστανά και άλλων.

Οι ομοιότητες των τριών άρθρων είναι προφανείς. Και τα τρία θέτουν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Πράγματι στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών κινούνται ομάδες που εχθρεύονται όχι απλώς τον τρόπο ζωής της κοινωνίας που τις φιλοξενεί αλλά και τις αξίες, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες της. Εάν επιδιώξουν να επιβάλλουν με τη βία τις πεποιθήσεις τους σε άλλα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκουν, η στάση των ομάδων αυτών γίνεται επικίνδυνη – πρώτα πρώτα για τα θύματά τους στο εσωτερικό της κοινότητας, αλλά επίσης για τα  δικαιώματα και τις ελευθερίες της κοινωνίας που τις φιλοξενεί. Η σύνδεση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας με κάποια εθνοτική ή θρησκευτική ταυτότητα (π.χ. μουσουλμάνοι  Άραβες) ενισχύει την επιθετικότητά της, και για αυτό είναι διπλά επικίνδυνη. Συνεπώς, η ανοχή σε βάρβαρες πρακτικές (π.χ. κλειτοριδεκτομή) στο όνομα της «πολυπολιτισμικότητας» είναι απαράδεκτη – και μπορεί να αποδειχθεί μοιραία για τα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ίδιων των δυτικών κοινωνιών. Σε τελευταία ανάλυση, η υποστήριξη του «δικαιώματος» κάποιων να παραβιάζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υπολοίπων δεν έχει τίποτε το προοδευτικό.

Όλα αυτά είναι σωστά, και είναι χρήσιμο να γράφονται.

Οι διαφορές των τριών άρθρων μεταξύ τους είναι επίσης προφανείς. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης δεν απορρίπτει εκ προοιμίου την πολυπολιτισμικότητα: «μπορεί να είναι στόχος προς επίτευξη και γιατί ανταποκρίνεται γενικώς στις πραγματικές εξελίξεις και γιατί είναι συμβατή με τις πιο ελπιδοφόρες αντιλήψεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ανθρώπου και του πολίτη και γιατί μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανανέωσης και εμπλουτισμού των κοινωνιών και των πολιτισμών μας». Επί πλέον, θεωρεί «αυτονόητη» την «υποχρέωση μιας σύγχρονης κοινωνίας να παράσχει στους ‘ξένους’ της (πολλοί δεν είναι πια, πήραν και σωστά την υπηκοότητά της) τη δυνατότητα να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να μαθαίνουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους, να τραγουδούν τα τραγούδια τους ή να γιορτάζουν τις γιορτές τους και να τις απολαμβάνουμε κι... εμείς».

Προειδοποιεί όμως ότι η επίκληση της πολυπολιτισμικότητα δεν αρκεί. («Διακηρύσσουμε τον σεβασμό στη διαφορετικότητα του ‘άλλου’. Σωστά. [...] Να παραπέμπεται [όμως] για βαριά σωματική βλάβη ο γονιός που υπέβαλε την κόρη του σε κλειτοριδεκτομή ή και εδώ απαιτείται σεβασμός σε κάποια ιδιαιτερότητα;»)  Και για αυτό καταλήγει με μια τοποθέτηση χαρακτηριστικής ακριβοδικίας: «οφείλουμε με κάθε τρόπο να πείσουμε τους πάντες να σέβονται τους όρους συνύπαρξης, για το ίδιο τους το καλό, χωρίς αλαζονεία αλλά και χωρίς εκπτώσεις που θέτουν σε τεράστιο κίνδυνο και εμάς και εκείνους.»

Η Σώτη Τριανταφύλλου φαίνεται να απορρίπτει όχι μόνο το σεβασμό «πολιτισμικών» πρακτικών που παραβιάζουν δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά την πολυπολιτισμικότητα συνολικά, «μια τερατωδία [που] ενθαρρύνει τις εθνοτικές ομάδες να προσκολλώνται σε συνήθειες, πρακτικές και γλώσσες της παλιάς πατρίδας».

Δεν είμαι ειδικός, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι καλή ιδέα – ή συμβατή με τον δυτικό πολιτισμό τον οποίο υπερασπίζεσαι – να υποχρεώνεις τους πάντες να συμμορφώνονται με ένα γενικό πρότυπο συμπεριφοράς, εγκαταλείποντας κάθε ιδιαιτερότητα ακόμη και όταν αυτή είναι εντελώς άκακη. Επίσης, ακόμη και αν π.χ. η κυρίαρχη κουλτούρα των Ελλήνων Gastarbeiter της Γερμανίας του ’60 (Καζαντζίδης και μουσακάς) δεν είναι του γούστου σου (όπως σίγουρα δεν είναι του δικού μου γούστου, παρότι σε αυτή την κοινότητα γεννήθηκα), θα ήταν μάλλον παράλογο να υποστηρίζεις την εγκατάλειψη της κουλτούρας αυτής και την αφομοίωσή της σε αυτήν της κοινωνίας που την φιλοξενεί (James Last και Sauerkraut?) Θα μου έκανε κατάπληξη αν αυτό εννοούσε η Σώτη Τριανταφύλλου. 

Το πρόβλημα με το άρθρο του Θάνου Τζήμερου δεν είναι τόσο ότι είναι ρατσιστικό: είναι ότι είναι απλουστευτικό. Ανακατεύει αλήθειες (ο ισλαμικός ολοκληρωτισμός είναι όντως επικίνδυνος) μαζί με υπερβολές (η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων δεν είναι οπαδοί της τζιχάντ) και ιστορικές και άλλες ανακρίβειες (επί αιώνες οι τέχνες και οι επιστήμες άνθιζαν στο ανεκτικό ισλάμ, όχι στην σκοταδιστική Δύση). Οι δε προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγει ανήκουν στην παράδοση όχι του φιλελευθερισμού αλλά του ολοκληρωτισμού:  «Θες να ζήσεις μαζί μας; Όχι μόνο θα σεβαστείς τις αξίες μας, αλλά θα τις υιοθετήσεις!» Να μια ιδέα που οι ταλιμπάν του Αφγανιστάν ή οι μαχητές του Χαλιφάτου νομίζω ότι θα έβρισκαν απολύτως άψογη. 

Ενώ η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που ανήκει στις φιλελεύθερες κοινωνίες της Δύσης, υιοθετεί τις αξίες τους και ανησυχεί για το μέλλον τους (δηλ. από μια σκοπιά κοσμοπολιτική), ο Θάνος Τζήμερος γράφει από μια σκοπιά αμιγώς ελληνική. Για αυτό, παραβλέπει ότι τα τεστ ανεκτικότητας στα οποία θα ήθελε να υποβάλλει τους δυστυχείς που χτυπούν την πόρτα μας θα άφηναν μετεξεταστέους τους περισσότερους από τους γηγενείς συμπολίτες μας που αντίθετα σκέφτονται και δρουν στον αστερισμό της μισαλλοδοξίας (βλ. σχετικά το άρθρο ενός πραγματικού φιλελεύθερου, του Αριστείδη Χατζή «Οι ζωές των ανθρώπων» Books’ Journal, Νοέμβριος 2011). Μου φαίνεται κάπως ανακόλουθο να εξεγείρεσαι για τις αξίες των μεταναστών αλλά όχι για το ότι η χώρα σου διακρίνεται στην Ευρώπη επειδή εμποδίζει τους μουσουλμάνους να προσεύχονται σε τζαμί, τους ομοφυλόφιλους να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης, και διάφορα άλλα το ίδιο τριτοκοσμικά – και όλα αυτά σε μια αποπνικτική, μηντιακή και διακομματική συναίνεση με ελάχιστες εξαιρέσεις (οι οποίες οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνουν τον σημερινό αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και ηγέτη του μεγαλύτερου κόμματος της κεντροαριστεράς).

Μια τελευταία παρατήρηση. Ρωτά ο Θάνος Τζήμερος: «Θα ήταν υπερβολικό αν οι χώρες προέλευσης των Ευρωπαίων τζιχαντιστών απαγόρευαν την επιστροφή τους στην ‘πατρίδα’»;

Κατά τη γνώμη μου όχι, δεν θα ήταν υπερβολικό. Όμως, πριν από 20 σχεδόν χρόνια, μια άλλη ομάδα Ευρωπαίων τζιχαντιστών επέστρεψαν θριαμβευτικά από έναν άλλον ξένο πόλεμο, όπου το σπουδαιότερο ανδραγάθημά τους ήταν η συμβολή τους στη σφαγή 7.400 αμάχων, κυρίως ηλικιωμένων ανδρών και ανήλικων αγοριών (βλ. σχετικά «Τι γίνεται με τους έλληνες παραστρατιωτικούς της Σρεμπρένιτσα;» The Books’ Journal, 16 Ιουλίου 2014).

Έκτοτε οι εγκληματίες αυτοί (ανάμεσά τους και μέλη της περιθωριακής τότε οργάνωσης «Χρυσή Αυγή») απολαμβάνουν καθεστώς πολιτικής και δικαστικής προστασίας, σε μια άλλη αποπνικτική συναίνεση, μηντιακή και διακομματική. Τότε, η συναίνεση αυτή συμπεριλάμβανε το ΠΑΣΟΚ (στο συνέδριο του οποίου στη Ρόδο, το καλοκαίρι του 1994, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς έγινε δεκτός με επευφημίες, ενώ ο δήμαρχος του χάρισε το κλειδί της πόλης) έως τον νυν πρωθυπουργό (εκ των εμπνευστών της ανεκδιήγητης στρατηγικής του «ορθόδοξου τόξου»), καθώς και πολλούς «αριστερούς».

Δέκα χρόνια μετά τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, μερικές δεκάδες πολίτες υπέγραψαν μια διακήρυξη που ζητούσε από την Πολιτεία «να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τις οικογένειες των 8.000 σφαγιασθέντων και να απαιτήσει να λογοδοτήσουν όσοι έλληνες ‘εθελοντές’ συνέπραξαν στο μεγάλο έγκλημα και οι γνωστοί-άγνωστοι που τους ενέπλεξαν» (βλ. σχετικά «Ένα ανεξόφλητο χρέος στη Σρεμπρένιτσα;» The Books’ Journal, 11 Ιουλίου 2014).

Τη διακήρυξη του Ιουλίου 2005 υπέγραφαν καθηγητές, δημοσιογράφοι, πολίτες και μόνο έξι δρώντες εκείνη την εποχή πολιτικοί: ο Aνδρέας Aνδριανόπουλος, η Άννα Καραμάνου, ο Πέτρος Κουναλάκης, ο Στέφανος Μάνος, ο Νίκος Μπίστης – και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης.

Η ανησυχία για τη μισαλλοδοξία των άλλων είναι οπωσδήποτε θεμιτή. Όμως, αυτό που έχει δηλητηριάσει την Ελληνική Δημοκρατία είναι η μισαλλοδοξία «των δικών μας». Και για αυτή την τελευταία, δεν μιλούν παρά ελάχιστοι.