Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015)
Το αποτέλεσμα των εκλογών – ιδίως εάν κανείς ανήκει στους ηττημένους, όπως ο υποφαινόμενος – δεν προσφέρεται για βιαστικές αναλύσεις.
Μου φαίνεται προφανές ότι ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός φιλευρωπαϊκός χώρος, που βρίσκεται ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει χάσει την επαφή του με τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της μεγάλης μάζας των πολιτών: ειδικά όσων διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πολιτική, και ψηφίζουν διαισθητικά και ίσως συναισθηματικά.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς αποκαθίσταται μια τέτοια επαφή. Εκτός από τις γνωστές «υποκειμενικές» αδυναμίες (με οφθαλμοφανέστερη την αμοιβαία δυσπιστία που χωρίζει τα διάφορα κομμάτια του), ο χώρος αντιμετωπίζει επίσης «αντικειμενικές», αν όχι δομικές, δυσκολίες. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, καθώς και του ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα είναι όλο και περισσότερο – και οπωσδήποτε περισσότερο παρά ποτέ – μια χώρα ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος. Έχουμε 2.656.000 συνταξιούχους και 640 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν και οι 423 χιλιάδες αγρότες (πλην μισθωτών γεωργών, δηλ. «αγρεργατών»), οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στο κράτος σαν να είναι ο εργοδότης τους – και ίσως να είναι πράγματι, εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδοτήσεις, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα ασφαλιστικά προνόμια κτλ.
[Εάν είχαμε ένα κοινωνικό κράτος δυτικού τύπου, ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών, ιδίως σε μακρόχρονη βάση. Αλλά δεν έχουμε.]
Έχουμε λοιπόν ένα στιβαρό κοινωνικό μπλοκ 3,7 εκατομμυρίων συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών, τους οποίους η αβέβαιη (παρότι μόνη ρεαλιστική) προοπτική της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας τους φοβίζει, ή τουλάχιστον δεν τους συγκινεί – αν και τους αφορά, τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Ως αντίβαρο σε αυτό το μπλοκ έχουμε μόλις 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μισθωτοί και οι υπόλοιποι αυτοαπασχολούμενοι. Επί πλέον, η δυνατότητα προσαρμογής πολλών από αυτούς είναι επίσης περιορισμένη, αφού η μοίρα τους είναι συνδεδεμένη με οικονομικές δραστηριότητες που χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έχουν μεγάλο μέλλον.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η παραπάνω διάκριση συνιστά τον μοναδικό (ούτε ίσως τον κυριότερο) προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς. Υποψιάζομαι απλώς ότι συμβάλλει στην παγίωση ενός τοπίου περίκλειστου, φοβικού, χωρίς ελπίδα άλλη από την διάσωση των κεκτημένων, μικρών ή μεγάλων.
Βέβαια, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του εικοστού αιώνα έγιναν μεγάλες ακριβώς επειδή ήξεραν να συνταιριάζουν ένα δυναμικό εγχείρημα εθνικής εμβέλειας, με την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις (αναγκαίες) αλλαγές. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχούς αναβίωσης μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγικής – μικρές πλέον στη Βόρεια Ευρώπη – μου φαίνονται αμελητέες σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε μια τέτοια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη; Νομίζω πως όχι. Το κόμμα αυτό απέδειξε ότι ξέρει να κάνει εκλογές, και να τις κερδίζει. Απέδειξε όμως επίσης ότι δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να αντισταθεί στις αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψε. Μπορεί ίσως να τις υπονομεύσει ελληνοπρεπώς. Αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τις συνδιαμορφώσει – πολύ περισσότερο να αναλάβει δικές του μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο ότι στερείται της απαραίτητης κουλτούρας. Δεν διαθέτει καν τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, προϋπόθεση κάθε επιτυχούς αλλαγής προσανατολισμού. Μου φαίνεται πιθανότερο να μετεξελιχθεί σε ένα παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα, που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εν τω μεταξύ απολαμβάνει τα όχι ευκαταφρόνητα οφέλη, νόμιμα ή όχι, που απορρέουν από τη νομή της εξουσίας.
Όσο για τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό φιλευρωπαϊκό χώρο, η ενίσχυσή του δεν φαίνεται να είναι ζήτημα τακτικών χειρισμών ή θεαματικών κινήσεων. Η παρτίδα θα είναι μακράς διάρκειας, για υπομονετικούς παίκτες, που θα εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους όσους σήμερα είναι εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τελικά την εμπιστοσύνη τους.
Το αποτέλεσμα των εκλογών – ιδίως εάν κανείς ανήκει στους ηττημένους, όπως ο υποφαινόμενος – δεν προσφέρεται για βιαστικές αναλύσεις.
Μου φαίνεται προφανές ότι ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός φιλευρωπαϊκός χώρος, που βρίσκεται ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει χάσει την επαφή του με τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της μεγάλης μάζας των πολιτών: ειδικά όσων διατηρούν μια χαλαρή σχέση με την πολιτική, και ψηφίζουν διαισθητικά και ίσως συναισθηματικά.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς αποκαθίσταται μια τέτοια επαφή. Εκτός από τις γνωστές «υποκειμενικές» αδυναμίες (με οφθαλμοφανέστερη την αμοιβαία δυσπιστία που χωρίζει τα διάφορα κομμάτια του), ο χώρος αντιμετωπίζει επίσης «αντικειμενικές», αν όχι δομικές, δυσκολίες. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης εξαιτίας της μαζικής ανεργίας, καθώς και του ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Ελλάδα είναι όλο και περισσότερο – και οπωσδήποτε περισσότερο παρά ποτέ – μια χώρα ανθρώπων που εξαρτώνται από το κράτος. Έχουμε 2.656.000 συνταξιούχους και 640 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν και οι 423 χιλιάδες αγρότες (πλην μισθωτών γεωργών, δηλ. «αγρεργατών»), οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στο κράτος σαν να είναι ο εργοδότης τους – και ίσως να είναι πράγματι, εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδοτήσεις, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα ασφαλιστικά προνόμια κτλ.
[Εάν είχαμε ένα κοινωνικό κράτος δυτικού τύπου, ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών, ιδίως σε μακρόχρονη βάση. Αλλά δεν έχουμε.]
Έχουμε λοιπόν ένα στιβαρό κοινωνικό μπλοκ 3,7 εκατομμυρίων συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών, τους οποίους η αβέβαιη (παρότι μόνη ρεαλιστική) προοπτική της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας τους φοβίζει, ή τουλάχιστον δεν τους συγκινεί – αν και τους αφορά, τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Ως αντίβαρο σε αυτό το μπλοκ έχουμε μόλις 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μισθωτοί και οι υπόλοιποι αυτοαπασχολούμενοι. Επί πλέον, η δυνατότητα προσαρμογής πολλών από αυτούς είναι επίσης περιορισμένη, αφού η μοίρα τους είναι συνδεδεμένη με οικονομικές δραστηριότητες που χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έχουν μεγάλο μέλλον.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η παραπάνω διάκριση συνιστά τον μοναδικό (ούτε ίσως τον κυριότερο) προσδιοριστικό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς. Υποψιάζομαι απλώς ότι συμβάλλει στην παγίωση ενός τοπίου περίκλειστου, φοβικού, χωρίς ελπίδα άλλη από την διάσωση των κεκτημένων, μικρών ή μεγάλων.
Βέβαια, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του εικοστού αιώνα έγιναν μεγάλες ακριβώς επειδή ήξεραν να συνταιριάζουν ένα δυναμικό εγχείρημα εθνικής εμβέλειας, με την προστασία των κοινωνικών στρωμάτων που δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις (αναγκαίες) αλλαγές. Αλλά οι πιθανότητες επιτυχούς αναβίωσης μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγικής – μικρές πλέον στη Βόρεια Ευρώπη – μου φαίνονται αμελητέες σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί σε μια τέτοια μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη; Νομίζω πως όχι. Το κόμμα αυτό απέδειξε ότι ξέρει να κάνει εκλογές, και να τις κερδίζει. Απέδειξε όμως επίσης ότι δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να αντισταθεί στις αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψε. Μπορεί ίσως να τις υπονομεύσει ελληνοπρεπώς. Αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τις συνδιαμορφώσει – πολύ περισσότερο να αναλάβει δικές του μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Δεν είναι μόνο ότι στερείται της απαραίτητης κουλτούρας. Δεν διαθέτει καν τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και αυτοκριτική, προϋπόθεση κάθε επιτυχούς αλλαγής προσανατολισμού. Μου φαίνεται πιθανότερο να μετεξελιχθεί σε ένα παραδοσιακό κυβερνητικό κόμμα, που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εν τω μεταξύ απολαμβάνει τα όχι ευκαταφρόνητα οφέλη, νόμιμα ή όχι, που απορρέουν από τη νομή της εξουσίας.
Όσο για τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό φιλευρωπαϊκό χώρο, η ενίσχυσή του δεν φαίνεται να είναι ζήτημα τακτικών χειρισμών ή θεαματικών κινήσεων. Η παρτίδα θα είναι μακράς διάρκειας, για υπομονετικούς παίκτες, που θα εμπνεύσουν με το παράδειγμά τους όσους σήμερα είναι εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τελικά την εμπιστοσύνη τους.