Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015).
Έχει κάτι σουρεαλιστικό το θέαμα του σημερινού υπουργού εργασίας όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είναι αναγκαία μια μεταρρύθμιση των συντάξεων. Ο κ. Κατρούγκαλος δεν αγνοεί το θέμα. Ως πανεπιστημιακός έχει στο παρελθόν δημοσιεύσει αξιόλογα άρθρα για την κοινωνική πολιτική, ενώ ως «μαχόμενος δικηγόρος» έχει αναλάβει σχετικές υποθέσεις (μεταξύ άλλων και την περιβόητη υπόθεση του ΤΑΠΙΛΤΑΤ, του ταμείου της πρώην Ιονικής Τράπεζας, όπου το 35% των μελών έχει ήδη εισπράξει σε σύνταξη το 25πλάσιο όσων είχε πληρώσει σε εισφορές). Η επιτυχία του οφείλεται μεταξύ άλλων στη συνεπή υπεράσπιση της βασικής θέσης του ευρύτατου συνασπισμού που επί 20 σχεδόν χρόνια εμπόδισε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια νοικοκυρέματος του συστήματος συντάξεων. Ότι δηλαδή το μόνο πρόβλημα με τις συντάξεις είναι ότι το κράτος δεν δίνει αρκετά χρήματα στα ταμεία. Και ας έφτασε η σωρευτική κρατική επιχορήγηση στα ταμεία από το 2000 μέχρι πέρυσι σε 200 δις. ευρώ (δηλ. στα 2/3 περίπου του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας). Και μάλιστα χωρίς σε αυτό το ποσό να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για συντάξεις Δημοσίου. Άλλωστε, όπως δείχνει και το παράδειγμα του ΤΑΛΠΙΤΑΤ, η μεταρρύθμιση θα ήταν αναγκαία ακόμη και αν λεφτά υπήρχαν. Γιατί το ασφαλιστικό μας δεν είναι μόνο το πιο χρεωκοπημένο στην Ευρώπη: είναι επίσης και το πιο άδικο.
Αυτή την απλή (και πικρή) αλήθεια, η συντριπτική πλειοψηφία των διαμορφωτών της κοινής γνώμης την αρνήθηκε πεισματικά και λυσσαλέα, επί δεκαετίες. Τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί σύλλογοι, το διαχρονικό ΠΑΣΟΚ πλην μιας μικρής ομάδας γύρω από τον Κώστα Σημίτη, η επίσης διαχρονική ΝΔ των Έβερτ-Καραμανλή-Σαμαρά. Αλλά και η αξιοθρήνητη δημοσιογραφία των πρωινάδικων και των δελτίων των οκτώ. Και φυσικά το ΚΚΕ. Και φυσικά ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με την κινητοποίηση του κατά της έκθεσης Σπράου και των προτάσεων Γιαννίτση έβαλε παρακαταθήκη αγωνιστικότητας, που έφτασε στο ζενίθ (ή μάλλον στο ναδίρ) με την τοξική δημαγωγία της τελευταίας πενταετίας. Για να μην αναφερθούμε στους εθνικόφρονες κυβερνητικούς εταίρους, από τις τάξεις των οποίων προήλθε ο προηγούμενος υφυπουργός αρμόδιος για το ασφαλιστικό.
Αυτός ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός, εμπόδιο σε κάθε απόπειρα εξυγίανσης του συστήματος συντάξεων, ποτέ δεν στερήθηκε προσβάσεων στα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης. Ιδίως σήμερα, που απολαμβάνει μια σχεδόν απόλυτη κυριαρχία. Ο δε σημερινός υπουργός εργασίας, λόγω και πολιτικής διαδρομής (από το ΚΚΕ στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και από εκεί, μαζί με τόσους άλλους, στον ΣΥΡΙΖΑ), συμβολίζει αυτόν τον αντιμεταρρυθμιστικό συνασπισμό όσο ελάχιστοι.
Μήπως τότε είναι παραδόξως ο κατάλληλος άνθρωπος; Οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις του για το θέμα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η ενοποίηση των ταμείων που προτείνει η Επιτροπή Σοφών θα αφορά όλους «με μόνη εξαίρεση κάποια επαγγελματικά και τον ΟΓΑ» (δηλ. τους πλέον ευνοημένους του συστήματος). Η βασική/εθνική σύνταξη δεν θα δίνεται σε όλους με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αλλά «σε όποιον έχει συμπληρώσει 15 χρόνια εργάσιμου βίου» (δηλ. θα πρόκειται για απλή μετονομασία του σημερινού συστήματος). Οι επικουρικές συντάξεις – το χαοτικότερο τμήμα ενός ήδη απίστευτα χαοτικού συστήματος, όπου με εισφορά 3%+3% κάποιοι παίρνουν σύνταξη ίση με το 45% των αποδοχών τους – δεν θα εξορθολογιστούν αλλά απλώς θα καταργηθούν, ή μάλλον «θα ενσωματωθούν στην κύρια σύνταξη», με κάποιον αδιευκρίνιστο προς το παρόν τρόπο.
Η εναγώνια αναζήτηση λύσεων της τελευταίας στιγμής είναι πάντοτε κακή ιδέα – ειδικά όταν γίνεται από ανθρώπους που επί δεκαετίες αρνήθηκαν ότι υπάρχει καν πρόβλημα. Θα συμβούλευα την ηγεσία του υπουργείου εργασίας, εάν όντως θέλει να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους, να εφαρμόσει απλώς τους νόμους που οι προηγούμενοι ψήφιζαν αλλά δεν εφάρμοζαν. Όπως π.χ. τον Ν4052/2012, ο οποίος προβλέπει την ίδρυση ενιαίου ταμείου επικουρικής ασφάλισης που θα παρέχει πραγματικά ανταποδοτικές επικουρικές συντάξεις, χωρίς κρατική επιχορήγηση, με το σύστημα της οιονεί κεφαλαιοποίησης (δηλ. εξισώνοντας τις διά βίου συνταξιοδοτικές παροχές με τις διά βίου εισφορές). Ή τους Ν3863 και 3865/2010, απαλείφοντας όμως πρώτα τις εξαιρέσεις και τα προνόμια των ευνοημένων κατηγοριών (νομικοί, ιατροί, μηχανικοί, δημοσιογράφοι, αγρότες, υπάλληλοι ΔΕΗ και Τράπεζας Ελλάδος) που εξακολουθούν να ασφαλίζονται χωριστά με ευνοϊκότερους όρους. Άλλωστε, κάθε νέα μεταρρύθμιση προτού εφαρμοστεί το σύστημα που προέβλεψε η προηγούμενη απλώς πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και διαβρώνει και άλλο την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης για το πώς θα υπολογίζονται οι συντάξεις στο μέλλον (ή ακόμη αν θα υπάρχουν συντάξεις στο μέλλον).
Όπως όμως λέγαμε πριν, ακόμη και χωρίς Στρατούλη και Χαϊκάλη, ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός έχει γερά ερείσματα στην κυβέρνηση (αλλά και στην αντιπολίτευση). Οπότε το πιθανότερο σενάριο παραμένει μια ακόμη δήθεν μεταρρύθμιση που θα εξαιρεί τους συνήθεις ύποπτους και θα φορτώνει κυνικά τα βάρη στους νέους.
Έχει κάτι σουρεαλιστικό το θέαμα του σημερινού υπουργού εργασίας όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είναι αναγκαία μια μεταρρύθμιση των συντάξεων. Ο κ. Κατρούγκαλος δεν αγνοεί το θέμα. Ως πανεπιστημιακός έχει στο παρελθόν δημοσιεύσει αξιόλογα άρθρα για την κοινωνική πολιτική, ενώ ως «μαχόμενος δικηγόρος» έχει αναλάβει σχετικές υποθέσεις (μεταξύ άλλων και την περιβόητη υπόθεση του ΤΑΠΙΛΤΑΤ, του ταμείου της πρώην Ιονικής Τράπεζας, όπου το 35% των μελών έχει ήδη εισπράξει σε σύνταξη το 25πλάσιο όσων είχε πληρώσει σε εισφορές). Η επιτυχία του οφείλεται μεταξύ άλλων στη συνεπή υπεράσπιση της βασικής θέσης του ευρύτατου συνασπισμού που επί 20 σχεδόν χρόνια εμπόδισε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια νοικοκυρέματος του συστήματος συντάξεων. Ότι δηλαδή το μόνο πρόβλημα με τις συντάξεις είναι ότι το κράτος δεν δίνει αρκετά χρήματα στα ταμεία. Και ας έφτασε η σωρευτική κρατική επιχορήγηση στα ταμεία από το 2000 μέχρι πέρυσι σε 200 δις. ευρώ (δηλ. στα 2/3 περίπου του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας). Και μάλιστα χωρίς σε αυτό το ποσό να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για συντάξεις Δημοσίου. Άλλωστε, όπως δείχνει και το παράδειγμα του ΤΑΛΠΙΤΑΤ, η μεταρρύθμιση θα ήταν αναγκαία ακόμη και αν λεφτά υπήρχαν. Γιατί το ασφαλιστικό μας δεν είναι μόνο το πιο χρεωκοπημένο στην Ευρώπη: είναι επίσης και το πιο άδικο.
Αυτή την απλή (και πικρή) αλήθεια, η συντριπτική πλειοψηφία των διαμορφωτών της κοινής γνώμης την αρνήθηκε πεισματικά και λυσσαλέα, επί δεκαετίες. Τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί σύλλογοι, το διαχρονικό ΠΑΣΟΚ πλην μιας μικρής ομάδας γύρω από τον Κώστα Σημίτη, η επίσης διαχρονική ΝΔ των Έβερτ-Καραμανλή-Σαμαρά. Αλλά και η αξιοθρήνητη δημοσιογραφία των πρωινάδικων και των δελτίων των οκτώ. Και φυσικά το ΚΚΕ. Και φυσικά ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με την κινητοποίηση του κατά της έκθεσης Σπράου και των προτάσεων Γιαννίτση έβαλε παρακαταθήκη αγωνιστικότητας, που έφτασε στο ζενίθ (ή μάλλον στο ναδίρ) με την τοξική δημαγωγία της τελευταίας πενταετίας. Για να μην αναφερθούμε στους εθνικόφρονες κυβερνητικούς εταίρους, από τις τάξεις των οποίων προήλθε ο προηγούμενος υφυπουργός αρμόδιος για το ασφαλιστικό.
Αυτός ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός, εμπόδιο σε κάθε απόπειρα εξυγίανσης του συστήματος συντάξεων, ποτέ δεν στερήθηκε προσβάσεων στα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης. Ιδίως σήμερα, που απολαμβάνει μια σχεδόν απόλυτη κυριαρχία. Ο δε σημερινός υπουργός εργασίας, λόγω και πολιτικής διαδρομής (από το ΚΚΕ στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και από εκεί, μαζί με τόσους άλλους, στον ΣΥΡΙΖΑ), συμβολίζει αυτόν τον αντιμεταρρυθμιστικό συνασπισμό όσο ελάχιστοι.
Μήπως τότε είναι παραδόξως ο κατάλληλος άνθρωπος; Οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις του για το θέμα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η ενοποίηση των ταμείων που προτείνει η Επιτροπή Σοφών θα αφορά όλους «με μόνη εξαίρεση κάποια επαγγελματικά και τον ΟΓΑ» (δηλ. τους πλέον ευνοημένους του συστήματος). Η βασική/εθνική σύνταξη δεν θα δίνεται σε όλους με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας αλλά «σε όποιον έχει συμπληρώσει 15 χρόνια εργάσιμου βίου» (δηλ. θα πρόκειται για απλή μετονομασία του σημερινού συστήματος). Οι επικουρικές συντάξεις – το χαοτικότερο τμήμα ενός ήδη απίστευτα χαοτικού συστήματος, όπου με εισφορά 3%+3% κάποιοι παίρνουν σύνταξη ίση με το 45% των αποδοχών τους – δεν θα εξορθολογιστούν αλλά απλώς θα καταργηθούν, ή μάλλον «θα ενσωματωθούν στην κύρια σύνταξη», με κάποιον αδιευκρίνιστο προς το παρόν τρόπο.
Η εναγώνια αναζήτηση λύσεων της τελευταίας στιγμής είναι πάντοτε κακή ιδέα – ειδικά όταν γίνεται από ανθρώπους που επί δεκαετίες αρνήθηκαν ότι υπάρχει καν πρόβλημα. Θα συμβούλευα την ηγεσία του υπουργείου εργασίας, εάν όντως θέλει να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους, να εφαρμόσει απλώς τους νόμους που οι προηγούμενοι ψήφιζαν αλλά δεν εφάρμοζαν. Όπως π.χ. τον Ν4052/2012, ο οποίος προβλέπει την ίδρυση ενιαίου ταμείου επικουρικής ασφάλισης που θα παρέχει πραγματικά ανταποδοτικές επικουρικές συντάξεις, χωρίς κρατική επιχορήγηση, με το σύστημα της οιονεί κεφαλαιοποίησης (δηλ. εξισώνοντας τις διά βίου συνταξιοδοτικές παροχές με τις διά βίου εισφορές). Ή τους Ν3863 και 3865/2010, απαλείφοντας όμως πρώτα τις εξαιρέσεις και τα προνόμια των ευνοημένων κατηγοριών (νομικοί, ιατροί, μηχανικοί, δημοσιογράφοι, αγρότες, υπάλληλοι ΔΕΗ και Τράπεζας Ελλάδος) που εξακολουθούν να ασφαλίζονται χωριστά με ευνοϊκότερους όρους. Άλλωστε, κάθε νέα μεταρρύθμιση προτού εφαρμοστεί το σύστημα που προέβλεψε η προηγούμενη απλώς πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και διαβρώνει και άλλο την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης για το πώς θα υπολογίζονται οι συντάξεις στο μέλλον (ή ακόμη αν θα υπάρχουν συντάξεις στο μέλλον).
Όπως όμως λέγαμε πριν, ακόμη και χωρίς Στρατούλη και Χαϊκάλη, ο αντιμεταρρυθμιστικός συνασπισμός έχει γερά ερείσματα στην κυβέρνηση (αλλά και στην αντιπολίτευση). Οπότε το πιθανότερο σενάριο παραμένει μια ακόμη δήθεν μεταρρύθμιση που θα εξαιρεί τους συνήθεις ύποπτους και θα φορτώνει κυνικά τα βάρη στους νέους.