Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015)
Η νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία είναι η πεποίθηση ότι για τα προβλήματά μας φταίνε βασικά οι ξένοι (και βέβαια τα φερέφωνά τους). Το πρόβλημα για την αντιευρωπαϊκή παράταξη – ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε – είναι ότι κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει.
Είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα διάσωσης των τελευταίων 5 ετών υπήρξαν βαθιά προβληματικά. Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάσωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που δανείζονταν ανέμελα ήταν ταυτόχρονα διάσωση όσων εμπορικών τραπεζών τους δάνειζαν ανέμελα. Και είναι αλήθεια ότι μια ειλικρινέστερη και λιγότερο ηθικόλογη αποδοχή των ευθυνών εκ μέρους όλων θα έκανε λιγότερο τοξικό το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), λιγότερο οδυνηρά τα προγράμματα διάσωσης, περισσότερο αποδεκτά τα διδάγματα της κρίσης, και επιτυχέστερο τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.
Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε όλες τις άλλες χώρες – από τη Λεττονία έως την Πορτογαλία – που μπήκαν σε πρόγραμμα διάσωσης να βγουν τελικά από αυτό. Αντίθετα, εμείς εξαρτώμαστε ακόμη από τη διεθνή οικονομική βοήθεια. Και εξακολουθούμε να υπάρχουμε ως συντεταγμένη χώρα μόνο επειδή ο Mario Draghi μέχρι τώρα εφαρμόζει με «δημιουργικό» τρόπο το καταστατικό της ΕΚΤ. Για πόσο ακόμη, μένει να αποδειχθεί.
Παρότι βαθιά προβληματικό, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης ενσωμάτωνε «αποκλίσεις», (ακριβέστερα: παραβιάσεις), προς όφελος της Ελλάδας, των κοινών κανόνων που όλες οι χώρες – και η Ελλάδα – είχαν δεσμευθεί να τηρούν: βλ. «ρήτρα μη διάσωσης» το Μάιο 2010, αλλά και PSI ("κούρεμα" του χρέους σε χέρια ιδιωτών) τον Φεβρουάριο 2012.
Μπορούν οι δανειστές να αποδεχθούν μια τρίτη παραβίαση των κοινών κανόνων σήμερα, την επαύριο του δημοψηφίσματος; Ενδεχομένως. Παρότι το πιο χειροπιαστό μέχρι σήμερα αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής στάσης της νέας κυβέρνησης είναι η συσπείρωση των περισσοτέρων κυβερνήσεων γύρω από τη σκληρή γραμμή του Wolfgang Schäuble, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια για έντιμο συμβιβασμό. Θα είναι αρκετό αυτό για να ικανοποιήσει τις φουσκωμένες προσδοκίες του 61,3% που ψήφισε ΟΧΙ, και συνεπώς για να επιτρέψει στον Αλέξη Τσίπρα να υπογράψει μια νέα συμφωνία χωρίς να χάσει το πολιτικό κεφάλαιο που μόλις κατάφερε να συσσωρεύσει; Αμφιβάλλω.
Ειλικρινά δεν βλέπω τι μπορούν να μας προσφέρουν οι Ευρωπαίοι που να επαναφέρει την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Η εποχή της άφθονης χρηματοδότησης του είδους που απολαύσαμε – και κατασπαταλήσαμε – από την υιοθέτηση του ευρώ έως το 2009 έχει παρέλθει, και δεν πρόκειται να επιστρέψει στο ορατό μέλλον. Αναπτυξιακά προγράμματα, στοχευμένα και περιορισμένα, ήδη τρέχουν (με σχετικά χαμηλή απόδοση στην Ελλάδα). Το χρέος είναι όντως υψηλό, αλλά το κόστος εξυπηρέτησής του όχι, ενώ η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβριο 2012 έχει ήδη αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο νέας αναδιάρθρωσης προς όφελος της Ελλάδας. Η απαίτηση για μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα ήταν όντως εξωπραγματική, αλλά οι δανειστές είχαν ήδη υποχωρήσει από αυτήν πριν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο. Και στα τρία αυτά ζητήματα, κάτι καλύτερο μπορεί να μας προσφερθεί. Αλλά τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να ικανοποιήσει το μέτωπο του ΟΧΙ. Τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να αντισταθμίσει το τρομακτικό και συνεχώς αυξανόμενο οικονομικό κόστος των εκλογών του Ιανουαρίου, της 5μηνης διαπραγμάτευσης και του χθεσινού δημοψηφίσματος. Και τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να φέρει μαγικά την ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και με μηδέν χρέος, πρόσβαση στις αγορές και χαμηλό κόστος δανεισμού, η "ανάκαμψη" της ελληνικής οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών, δηλαδή σε εξωτερικό έλλειμμα, δηλαδή θα μας επανέφερε με μαθηματική ακρίβεια στο σημείο εκκίνησης του 2009. Κακά τα ψέματα: το χάσμα μεταξύ καταναλωτικών προσδοκιών και παραγωγικών δυνατοτήτων παραμένει μεγάλο. Η λιτότητα (δηλ. η μείωση της κατανάλωσης) δεν είναι παρά ένας σκληρός τρόπος γεφύρωσής του. Ο άλλος τρόπος είναι η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων. Τρίτος τρόπος δεν υπάρχει.
Αλλά η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των επιχειρήσεων είναι αδιανόητη με εκδικητική φορολογική πολιτική, με δημόσια διοίκηση βολική για τους υπαλλήλους (και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους) αλλά εχθρική στον πολίτη, με πανεπιστήμια που γυρίζουν πίσω ολοταχώς όταν στον υπόλοιπο κόσμο πηγαίνουν μπροστά, με κοινωνική πολιτική που συνταξιοδοτεί 50άρηδες αλλά αδιαφορεί για τους νέους, τους ανέργους και τους φτωχούς - κτλ. κτλ.
Αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να μας τα λύσουν οι Ευρωπαίοι. Θα μπορούσαν ίσως να μας βοηθήσουν να τα λύσουμε. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε ελπίδες να πετύχει μόνο σε μια χώρα (μια κυβέρνηση) που τα αναγνωρίζει ως προβλήματα, και ενδιαφέρεται πραγματικά να τα λύσει. Η Ελλάδα (οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και ιδιαίτερα η σημερινή) δεν φαίνεται να είναι μια τέτοια χώρα.
Όλα αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας: είτε με συμφωνία και ευρώ, είτε με ρήξη και δραχμή. Στην πρώτη περίπτωση θα απαιτηθεί πολύ περισσότερη σοβαρότητα και όρεξη για σκληρή δουλειά από ό,τι δείχνει να διαθέτει η κυβέρνηση. Στη δεύτερη περίπτωση, τουλάχιστον για τη γενιά όσων βρίσκονται σήμερα σε εργάσιμη ηλικία, το παιγνίδι θα έχει χαθεί οριστικά.
Η νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι ακόμη μια απόδειξη του πόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία είναι η πεποίθηση ότι για τα προβλήματά μας φταίνε βασικά οι ξένοι (και βέβαια τα φερέφωνά τους). Το πρόβλημα για την αντιευρωπαϊκή παράταξη – ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε – είναι ότι κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει.
Είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα διάσωσης των τελευταίων 5 ετών υπήρξαν βαθιά προβληματικά. Είναι επίσης αλήθεια ότι η διάσωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που δανείζονταν ανέμελα ήταν ταυτόχρονα διάσωση όσων εμπορικών τραπεζών τους δάνειζαν ανέμελα. Και είναι αλήθεια ότι μια ειλικρινέστερη και λιγότερο ηθικόλογη αποδοχή των ευθυνών εκ μέρους όλων θα έκανε λιγότερο τοξικό το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), λιγότερο οδυνηρά τα προγράμματα διάσωσης, περισσότερο αποδεκτά τα διδάγματα της κρίσης, και επιτυχέστερο τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.
Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν εμπόδισε όλες τις άλλες χώρες – από τη Λεττονία έως την Πορτογαλία – που μπήκαν σε πρόγραμμα διάσωσης να βγουν τελικά από αυτό. Αντίθετα, εμείς εξαρτώμαστε ακόμη από τη διεθνή οικονομική βοήθεια. Και εξακολουθούμε να υπάρχουμε ως συντεταγμένη χώρα μόνο επειδή ο Mario Draghi μέχρι τώρα εφαρμόζει με «δημιουργικό» τρόπο το καταστατικό της ΕΚΤ. Για πόσο ακόμη, μένει να αποδειχθεί.
Παρότι βαθιά προβληματικό, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης ενσωμάτωνε «αποκλίσεις», (ακριβέστερα: παραβιάσεις), προς όφελος της Ελλάδας, των κοινών κανόνων που όλες οι χώρες – και η Ελλάδα – είχαν δεσμευθεί να τηρούν: βλ. «ρήτρα μη διάσωσης» το Μάιο 2010, αλλά και PSI ("κούρεμα" του χρέους σε χέρια ιδιωτών) τον Φεβρουάριο 2012.
Μπορούν οι δανειστές να αποδεχθούν μια τρίτη παραβίαση των κοινών κανόνων σήμερα, την επαύριο του δημοψηφίσματος; Ενδεχομένως. Παρότι το πιο χειροπιαστό μέχρι σήμερα αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής στάσης της νέας κυβέρνησης είναι η συσπείρωση των περισσοτέρων κυβερνήσεων γύρω από τη σκληρή γραμμή του Wolfgang Schäuble, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια για έντιμο συμβιβασμό. Θα είναι αρκετό αυτό για να ικανοποιήσει τις φουσκωμένες προσδοκίες του 61,3% που ψήφισε ΟΧΙ, και συνεπώς για να επιτρέψει στον Αλέξη Τσίπρα να υπογράψει μια νέα συμφωνία χωρίς να χάσει το πολιτικό κεφάλαιο που μόλις κατάφερε να συσσωρεύσει; Αμφιβάλλω.
Ειλικρινά δεν βλέπω τι μπορούν να μας προσφέρουν οι Ευρωπαίοι που να επαναφέρει την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Η εποχή της άφθονης χρηματοδότησης του είδους που απολαύσαμε – και κατασπαταλήσαμε – από την υιοθέτηση του ευρώ έως το 2009 έχει παρέλθει, και δεν πρόκειται να επιστρέψει στο ορατό μέλλον. Αναπτυξιακά προγράμματα, στοχευμένα και περιορισμένα, ήδη τρέχουν (με σχετικά χαμηλή απόδοση στην Ελλάδα). Το χρέος είναι όντως υψηλό, αλλά το κόστος εξυπηρέτησής του όχι, ενώ η απόφαση του Eurogroup το Νοέμβριο 2012 έχει ήδη αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο νέας αναδιάρθρωσης προς όφελος της Ελλάδας. Η απαίτηση για μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα ήταν όντως εξωπραγματική, αλλά οι δανειστές είχαν ήδη υποχωρήσει από αυτήν πριν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο. Και στα τρία αυτά ζητήματα, κάτι καλύτερο μπορεί να μας προσφερθεί. Αλλά τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να ικανοποιήσει το μέτωπο του ΟΧΙ. Τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να αντισταθμίσει το τρομακτικό και συνεχώς αυξανόμενο οικονομικό κόστος των εκλογών του Ιανουαρίου, της 5μηνης διαπραγμάτευσης και του χθεσινού δημοψηφίσματος. Και τίποτε τόσο θεαματικά καλύτερο που να φέρει μαγικά την ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και με μηδέν χρέος, πρόσβαση στις αγορές και χαμηλό κόστος δανεισμού, η "ανάκαμψη" της ελληνικής οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών, δηλαδή σε εξωτερικό έλλειμμα, δηλαδή θα μας επανέφερε με μαθηματική ακρίβεια στο σημείο εκκίνησης του 2009. Κακά τα ψέματα: το χάσμα μεταξύ καταναλωτικών προσδοκιών και παραγωγικών δυνατοτήτων παραμένει μεγάλο. Η λιτότητα (δηλ. η μείωση της κατανάλωσης) δεν είναι παρά ένας σκληρός τρόπος γεφύρωσής του. Ο άλλος τρόπος είναι η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων. Τρίτος τρόπος δεν υπάρχει.
Αλλά η αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων των επιχειρήσεων είναι αδιανόητη με εκδικητική φορολογική πολιτική, με δημόσια διοίκηση βολική για τους υπαλλήλους (και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους) αλλά εχθρική στον πολίτη, με πανεπιστήμια που γυρίζουν πίσω ολοταχώς όταν στον υπόλοιπο κόσμο πηγαίνουν μπροστά, με κοινωνική πολιτική που συνταξιοδοτεί 50άρηδες αλλά αδιαφορεί για τους νέους, τους ανέργους και τους φτωχούς - κτλ. κτλ.
Αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να μας τα λύσουν οι Ευρωπαίοι. Θα μπορούσαν ίσως να μας βοηθήσουν να τα λύσουμε. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε ελπίδες να πετύχει μόνο σε μια χώρα (μια κυβέρνηση) που τα αναγνωρίζει ως προβλήματα, και ενδιαφέρεται πραγματικά να τα λύσει. Η Ελλάδα (οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και ιδιαίτερα η σημερινή) δεν φαίνεται να είναι μια τέτοια χώρα.
Όλα αυτά θα τα βρούμε μπροστά μας: είτε με συμφωνία και ευρώ, είτε με ρήξη και δραχμή. Στην πρώτη περίπτωση θα απαιτηθεί πολύ περισσότερη σοβαρότητα και όρεξη για σκληρή δουλειά από ό,τι δείχνει να διαθέτει η κυβέρνηση. Στη δεύτερη περίπτωση, τουλάχιστον για τη γενιά όσων βρίσκονται σήμερα σε εργάσιμη ηλικία, το παιγνίδι θα έχει χαθεί οριστικά.