1 Απριλίου 2018

Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα

Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο Ανοιχτό Σεμινάριο Οικονομικής Ιστορίας (Αθήνα Τρίτη 6 Μαρτίου 2018). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2018).

1.

Μια δημοσιογραφική (και ενίοτε ακαδημαϊκή) βουλγκάτα θέλει τη «νεοφιλελεύθερη λαίλαπα» να έχει κονιορτοποιήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις φέρνοντας τον «κοινωνικό μεσαίωνα» σε όλη την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: παρά τις όποιες αδυναμίες, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο γενικά τα έχει καταφέρει αρκετά καλά τα τελευταία χρόνια.

Τόσο καλά που δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι συνέβαλε καθοριστικά στο να εμποδιστεί η μετατροπή της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης (2007-2009), και στη συνέχεια της κρίσης της Ευρωζώνης (2011-2013), σε κοινωνική και πολιτική καταστροφή, όπως είχε συμβεί την επαύριο της Μεγάλης Ύφεσης των αρχών της δεκαετίας του ‘30. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο το πέτυχε αυτό, με την ευρεία έννοια: προοδευτική φορολογία (που μειώνει τη επιβάρυνση των φορολογουμένων καθώς μειώνονται τα εισοδήματά τους), επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας (που αναπληρώνουν μέρος των απωλειών όσων χάνουν τη δουλειά τους ή μέρος του μισθού τους), και κοινωνικές υπηρεσίες (που εξακολουθούν να είναι διαθέσιμες σε όσους τις χρειάζονται).

Αυτή η φόρμουλα μπορεί να ακούγεται υπερβολικά μαγική για να είναι αληθινή, αλλά σε γενικές γραμμές λειτούργησε πραγματικά στην Ευρώπη. Για αυτό άλλωστε, παρότι ζήσαμε τη χειρότερη κρίση από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δεν είδαμε μάζες εξαθλιωμένων και ρακένδυτων ανέργων να βαδίζουν πεινασμένοι και απελπισμένοι από τη μια πόλη στην άλλη ψάχνοντας για δουλειά, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ‘30. Η ανεργία αυξήθηκε, αλλά η φτώχεια (και η δυστυχία των ανθρώπων) όχι, ή πολύ λιγότερο. Αυτή τη φορά δεν γράφτηκαν «Σταφύλια της οργής», ούτε «The road to Wigan Pier». Το πιο εμβληματικό ίσως έργο της πρόσφατης κρίσης, «I, Daniel Blake», κατήγγειλε τις εξοργιστικές παρενέργειες του συστήματος κοινωνικής προστασίας, όχι την απουσία του.

Κάθε άλλο παρά συμπτωματικά, η αναμφισβήτητη άνοδος της επιρροής των εχθρών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αντίθετα με το ιστορικό προηγούμενο του Μεσοπολέμου, αυτή τη φορά ήταν πιο περιορισμένη, και είχε πιο περίπλοκες αιτίες.

Γενικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η θεσμική αρχιτεκτονική των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, που οικοδομήθηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με στόχο να απορροφήσουν τους κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς μιας μελλοντικής οικονομικής ύφεσης, πέρασε με επιτυχία το δύσκολο τεστ της τελευταίας κρίσης.

Μια προσεκτική ματιά στα δεδομένα επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη η κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε, όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και σε απόλυτα μεγέθη, ιδίως στα χειρότερα χρόνια της κρίσης[1]. Τα επιδόματα ανεργίας και κοινωνικής πρόνοιας λειτούργησαν όπως προβλεπόταν: ως «αυτόματοι σταθεροποιητές», μετριάζοντας τις επιπτώσεις της απώλειας θέσης εργασίας ή της μείωσης των αποδοχών στο οικογενειακό εισόδημα.

Επί πλέον, καινοτόμα προγράμματα (όπως το περίφημο Kurzarbeit στη Γερμανία) επέτρεψαν στις επιχειρήσεις που αντιμετώπισαν μείωση των παραγγελιών να ελαττώσουν την παραγωγή τους μειώνοντας τις ώρες εργασίας του προσωπικού χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσουν σε απολύσεις: οι εβδομαδιαίες ή μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αναπόφευκτα μειώθηκαν αναλογικά, αλλά η πτώση του ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος μετριάστηκε χάρη στην καταβολή επιδομάτων μειωμένης απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό οι εργαζόμενοι απέφυγαν τις καταστροφικές επιδράσεις της απόλυσης (στο εισόδημα, στην ψυχική και σωματική υγεία, στις δεξιότητες), οι επιχειρήσεις απέφυγαν τα κόστη απόλυσης και μελλοντικής επαναπρόσληψης (και επανεκπαίδευσης) των ίδιων ή άλλων εργαζομένων, ενώ το κράτος πλήρωσε μεν επιδόματα μειωμένης απασχόλησης αλλά απέφυγε τη (συγκριτικά ακριβότερη) μείωση των φορολογικών εσόδων και αύξηση των δαπανών για επιδόματα ανεργίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, προγράμματα όπως το Kurzarbeit ήταν ένας θρίαμβος της κοινωνικής Ευρώπης, ως μεθόδου και ως έκβασης, και ταυτόχρονα μια χρήσιμη υπενθύμιση ότι η πολιτική συναίνεση και οι καλές εργασιακές σχέσεις οδηγούν στην επινόηση λύσεων θετικού αθροίσματος, ακόμη και στα πιο δύσκολα προβλήματα[2].

 

2.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, στην Ελλάδα όλα αυτά τα ωραία δεν συνέβησαν. Το ελληνικό κοινωνικό κράτος, αντίθετα με το ευρωπαϊκό, απέτυχε να εμποδίσει τη μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική καταστροφή (και σε πολιτική καταρράκωση, τουλάχιστον με την έννοια της φθοράς του κύρους των θεσμών της δημοκρατικής Πολιτείας). Είναι όμως σημαντικό να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Η αποτυχία του ελληνικού συστήματος κοινωνικής προστασίας να κάνει τη δουλειά του δεν υπήρξε ακραία έστω εκδήλωση ενός γενικού κανόνα. Υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ελληνικό φαινόμενο.

Έχω υπόψη μου την συνήθη ένσταση: «Τα βάσανα του δικού μας κοινωνικού μοντέλου ήταν εισαγόμενα: τα προκάλεσαν τα Μνημόνια και τα έφερε η Τρόικα». Φοβάμαι ότι αυτή η ερμηνεία, αν και διαδεδομένη, δεν στέκει.

Δεν εννοώ ότι η (έξωθεν επιβεβλημένη) λιτότητα δεν περιόρισε τους διαθέσιμους πόρους για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής: αυτό αναμφισβήτητα ισχύει. Όμως, επειδή ο υπερτροφισμός του συστήματος συντάξεων και η κατασπατάληση πόρων στο σύστημα υγείας είχαν καθοριστική συμβολή στην κρίση δανεισμού της χώρας και στην τοποθέτησή της υπό διεθνή επιτροπεία, ήταν αδύνατο να μην τεθούν στο στόχαστρο των περικοπών. Επί πλέον, τα μέτρα των Μνημονίων δεν περιείχαν μόνο περικοπές, ούτε ήταν όλες οι περικοπές «κοινωνικά ανάλγητες». Τέλος, το εγχώριο πολιτικό σύστημα εξακολούθησε να διατηρεί κάποια – περιορισμένα έστω – περιθώρια χειρισμών, τα οποία κατά κανόνα σπατάλησε, παραμελώντας την ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας μέχρι που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.

Όποιες και να είναι οι ιστορικές αιτίες της ελληνικής εξαίρεσης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 η καθυστέρηση του κοινωνικού κράτους οφειλόταν όλο και λιγότερο στη δήθεν υποχρηματοδότησή του. Τη δε δεκαετία 2000-2009, η κοινωνική δαπάνη στη χώρα μας αυξήθηκε θεαματικά: κατά 71% κατά κεφαλήν σε σταθερές τιμές, παρότι η οικονομία κάλπαζε στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου, ενώ η ανεργία παρέμενε χαμηλή.

Ποσοτικά, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα συνέκλινε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ποιοτικά όμως όχι.

Παρά την άνετη χρηματοδότηση, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας παρέμεινε άνισο και αναποτελεσματικό. Με ένα υπερ-σπάταλο τομέα υγείας, που πλούτιζε αρκετούς από όσους εργάζονταν μέσα ή γύρω από αυτό, αλλά ωφελούσε λιγότερο (και ενίοτε έβλαπτε) τους ασθενείς. Με ένα άδικο και χρεωκοπημένο σύστημα συντάξεων, που αύξανε τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις μετριάζει, και υπονόμευε το μέλλον της χώρας και την ευημερία των επερχόμενων γενεών. Με επιδόματα ανεργίας που σύντομα έμελλε να αποδειχθούν προβληματικά. Με υπανάπτυκτες κοινωνικές υπηρεσίες (βρεφονηπιακοί σταθμοί, μέτρα προώθησης της απασχόλησης, φροντίδα ηλικιωμένων). Και χωρίς καθόλου προγράμματα στήριξης του εισοδήματος των φτωχών οικογενειών. Με άλλα λόγια, η καθυστέρηση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα δεν ήταν χρηματοδοτική: ήταν θεσμική.

Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, η αποτυχία του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα να κάνει αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι είχε φτιαχτεί ήταν σχεδόν απόλυτη, και απολύτως προβλέψιμη[3]. Παρά τις προειδοποιήσεις, το ελληνικό κοινωνικό κράτος βρέθηκε απροετοίμαστο όταν ξέσπασε η κρίση. Μοιραία, απεδείχθη ανήμπορο να μετριάσει τις κοινωνικές επιπτώσεις της πρωτοφανούς πράγματι συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Τι σήμαινε αυτό πρακτικά; Κυρίως ότι η ακραία φτώχεια αυξήθηκε πολύ περισσότερο από ό,τι ήταν αναπόφευκτο. Εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες (ιδίως όσες βρέθηκαν χωρίς εργαζόμενο, με παιδιά, στις μεγάλες πόλεις), έμειναν αβοήθητες, χωρίς εισοδήματα και χωρίς επιδόματα.

Πρόκειται για τον θλιβερό απολογισμό μιας προαναγγελθείσας αποτυχίας.

 

3.

Αντίθετα με ό,τι ενδεχομένως θα περίμενε κάποιος αφελής παρατηρητής των ελληνικών πραγμάτων, το ξέσπασμα της κρίσης δεν έγινε αφετηρία ενός αποφασιστικού επανακαθορισμού των προτεραιοτήτων της κοινωνικής πολιτικής. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αντιπολίτευση), ζαλισμένο από την πρωτοφανή δριμύτητα της κρίσης χρέους του 2010 και από το μέγεθος της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, αντέδρασε σπασμωδικά προσπαθώντας να προστατεύσει τους πελάτες του, όχι όσους είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Στη συνέχεια, αντί να αναλάβει πρωτοβουλίες, προσαρμόστηκε παθητικά στις πιέσεις των δανειστών, προβάλλοντας ενστικτώδη αντίσταση ακόμη και όταν εκείνοι πίεζαν για την ενίσχυση του διχτυού κοινωνικής προστασίας, όπως συνέβη το 2015-2016.

Ας δούμε εν συντομία τις μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα της κρίσης, αρχίζοντας από τις συντάξεις. Από το 1992 έως το 2010, καμμία σοβαρή μεταρρύθμιση δεν είχε μπορέσει να ευδοκιμήσει. Η απόπειρα μεταρρύθμισης Γιαννίτση του 2001 (υπερβολικά δειλή κατά την τότε – και τώρα – ταπεινή άποψή μου[4], και οπωσδήποτε απείρως ηπιότερη από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν αργότερα) προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις που εξανέμισε το πολιτικό κεφάλαιο και εξάντλησε την εκσυγχρονιστική ορμή της κυβέρνησης Σημίτη. Μετά από εικοσαετή σχεδόν παράλυση, οι συντάξεις άρχισαν σταδιακά να περικόπτονται με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Οι περικοπές δεν ήταν «οριζόντιες», όπως συνηθίζεται να λέγεται: κυμάνθηκαν ανάλογα με το ύψος της σύνταξης και την ηλικία του συνταξιούχου (τη στιγμή εκείνη, όχι τη στιγμή της συνταξιοδότησης), και έφτασαν σε βάθος χρόνου το 14% για τους χαμηλοσυνταξιούχους, και το 40% για τους υψηλοσυνταξιούχους κάτω των 55 ετών.

Επρόκειτο για μειώσεις δίχως αμφιβολία οδυνηρές. Αλλά και πάλι ανεπαρκείς από την άποψη της αναλογιστικής εξυγίανσης του συστήματος. Όπως διαπίστωσε σχετική μελέτη[5] μας με τη Χρύσα Λεβέντη (σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Essex), ακόμη και μετά τις περικοπές, το 98,5% όσων είχαν συνταξιοδοτηθεί από το ΙΚΑ το 2008 εξακολουθούν σήμερα να εισπράττουν υπερ-ανταποδοτικές συντάξεις (δηλ. υψηλότερες από ό,τι εάν είχαν επενδύσει στις χρηματαγορές τις εισφορές που κατέβαλαν οι ίδιοι και οι εργοδότες τους με σταθερό ποσοστό απόδοσης 2% πάνω από τον πληθωρισμό). Εάν κάτι πέτυχαν οι περικοπές ήταν να μειώσουν στο μισό την παρούσα αξία της διά βίου επιδότησης (από €124.000 σε €64.000 ανά συνταξιούχο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας). Γενικά, οι μνημονιακές περικοπές των συντάξεων περιόρισαν το μέγεθος της επιδότησης, ενώ επίσης διόρθωσαν σε κάποιο βαθμό τις ακραίες μονομέρειες στην κατανομή της – δεν αποκατέστησαν όμως ούτε τη δικαιοσύνη ούτε την ανταποδοτικότητα.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι συντάξεις έπρεπε να μειωθούν και άλλο; Όχι, αυτό που σημαίνει είναι ότι οι περικοπές είναι θλιβερό υποκατάστατο μιας έγκαιρης και τολμηρής μεταρρύθμισης. Ο ανασχεδιασμός των κανόνων σε αυτό χρησιμεύει: στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου, ώστε οι ατομικές επιλογές κάθε πολίτη να ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις ενός βιώσιμου και δίκαιου συστήματος συντάξεων.

Παρά τη σθεναρή αντίσταση της τότε κυβέρνησης, και εν μέσω των υστερικών διαμαρτυριών της τότε αντιπολίτευσης, ένα σημαντικό βήμα εξυγίανσης έγινε χάρη στην πίεση της Τρόικας, με την ψήφιση του Ν3863 τον Ιούλιο του 2010. Εξυπακούεται ότι η αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού «παρήγαγε» πολύ χαμηλότερες συντάξεις από ό,τι είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε. Ήταν όμως σαφώς πιο ορθολογική: καθιέρωνε ένα πιο βιώσιμο και πιο δίκαιο σύστημα συντάξεων, σχεδόν σκανδιναβικού τύπου, προσαρμοσμένο φυσικά στις χαμηλές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι η σθεναρή αντίσταση της τότε κυβέρνησης (και οι κραυγές της αντιπολίτευσης) δεν ήταν εντελώς μάταια: μια σειρά αναξιοπαθουσών κατηγοριών (δημοσιογράφοι, υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, ιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, και αγρότες) εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις του Ν3863 και διατήρησαν το δικαίωμα για χωριστή ασφάλιση. Επί πλέον, ούτε η έλλειψη πόρων για ανακούφιση των φτωχών και των ανέργων ούτε η αγχώδης αναζήτηση οικονομιών δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να εντάξει στο «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα» του 2012 την επιχορήγηση του ΤΑΠ-ΟΤΕ με €600 εκατ. και του ΟΑΠ-ΔΕΗ με άλλα €600 εκατ. ετησίως (ούτε φυσικά την αντιπολίτευση να την επικροτήσει σιωπηρά).

Το νέο ασφαλιστικό του Ν3863 (σκανδιναβικού τύπου) επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2015. Όμως, η κυβερνητική αλλαγή το μήνα εκείνου ματαίωσε την εφαρμογή του: η νέα κυβέρνηση πρώτα θα καταργούσε τη λιτότητα και μετά θα γύριζε το ρολόι και των συντάξεων στο 2009. Δεκάξη μήνες και ένα ακόμη Μνημόνιο αργότερα ψήφισε τον νέο νόμο για τις συντάξεις (Ν4387). Ο οποίος περιέχει θετικά σημεία, όπως είναι η ενοποίηση του συστήματος με ένταξη όλων των ταμείων σε έναν «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης». Ταυτόχρονα, όμως, αναστυλώνει την προηγούμενη προβληματική αρχιτεκτονική, ενώ εισάγει χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για όλους σε σύγκριση με τον Ν3863 του 2010, και χαμηλότερη εισοδηματική στήριξη στους φτωχούς ηλικιωμένους.

«Πολύ κακό για το τίποτε», όπως θα έλεγε ο Βάρδος. (Ή μάλλον: «πολύ κακό για κάτι σαφώς χειρότερο».)

Στον τομέα της υγείας, τα πράγματα ήταν κάπως πιο σύνθετα. Προ κρίσης, η σπατάλη ήταν τόσο μεγάλη που περιθώρια για την παροχή καλύτερων και φθηνότερων υπηρεσιών θεωρητικά υπήρχαν. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις στην υγεία δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου, όπως π.χ. στις συντάξεις: απαιτούν την ευσυνείδητη εφαρμογή τους από τους επαγγελματίες του κλάδου – υπό την οπτική γωνία των οποίων «καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες για τους ασθενείς» μεταφράζεται σε περισσότερη δουλειά και χαμηλότερες αποδοχές για τους ίδιους. Σε έναν ιδανικό κόσμο, αυτό δεν θα ήταν μεγάλο πρόβλημα. Στο κάτω-κάτω, οι περισσότεροι ιατροί είχαν (και έχουν) πολύ υψηλότερα εισοδήματα από ό,τι οι ασθενείς τους, ενώ στις δύσκολες εποχές ο καθένας συνεισφέρει στις θυσίες ανάλογα με τις δυνάμεις του.

Βέβαια, στην Ελλάδα της κρίσης, παρά τις ρητορείες τύπου «κανένας μόνος του», οι πράξεις των πολλών εμπνεύστηκαν περισσότερο από το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ιδίως στην υγεία. Παρά την ίδρυση του ΕΣΥ το 1983, οι κυρίαρχες αξίες του ιατρικού κόσμου και των άλλων πρωταγωνιστών του τομέα υγείας παρέμειναν ασύμβατες με την δεοντολογία και τους κανόνες συμπεριφοράς σε ένα εθνικό σύστημα υγείας[6]. Κανένα δημόσιο σύστημα πουθενά στον κόσμο – και πολύ λιγότερο στην πρακτικά χρεωκοπημένη Ελλάδα - δεν ήταν σε θέση να πληρώνει σε τόσους πολλούς ιατρούς τόσα πολλά χρήματα όσα εκείνοι είχαν συνηθίσει να κερδίζουν σε συνθήκες γενικευμένης ανομίας. Η περιστολή της σπατάλης και η ενοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης που προέβλεπαν τα Μνημόνια (μέτρα «ολοκλήρωσης της μεταρρύθμισης του 1983, σε συνθήκες περικοπών στη χρηματοδότηση», όπως τα συνόψισε πρόσφατα η Μαρία Πετμεζίδου[7]) συνάντησαν την θορυβώδη αντίδραση των περισσοτέρων επαγγελματιών του κλάδου, οι οποίοι πέρασαν στη συνειδητή υπονόμευσή τους. Με αμέριστη πολιτική κάλυψη από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ΝΔ (η τελευταία μέσω της επιρροής της στον ΙΣΑ και στον ΠΙΣ).

Ποιο ήταν αποτέλεσμα των περικοπών και των προσπαθειών εξυγίανσης, καθώς και της αλληλεπίδρασής τους με τις συμπεριφορές του ιατρικού κόσμου; Από τη μια, η δαπάνη υγείας περιορίστηκε σημαντικά. (Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ: κατά 5% ετησίως την περίοδο 2009-2016, έναντι ετήσιας αύξησης 5% την περίοδο 2003-2009.) Από την άλλη, η συμμετοχή των ασθενών «από την τσέπη τους» στο κόστος της υγείας αυξήθηκε (κατά ΟΟΣΑ: από 29% το 2009 σε 35% το 2015), ενώ ο αριθμός όσων στερήθηκαν αναγκαία περίθαλψη επειδή δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο κόστος της υπερτριπλασιάστηκε (από 4% το 2009 σε 12% το 2016, φτάνοντας στην περίπτωση των φτωχών ηλικιωμένων το 48%, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της Eurostat).

Παρότι αναμφίβολα η υποχώρηση της δημόσιας παροχής στον τομέα της υγείας οπωσδήποτε επιβάρυνε τους ηλικιωμένους (που την χρειάζονται περισσότερο), από την άποψη των χρηματικών εισοδημάτων οι ηλικιωμένοι επλήγησαν λιγότερο από την κρίση από ό,τι οι νεώτερες ηλικίες. (Παρεμπιπτόντως, το ίδιο συνέβη και με τους αγρότες: τα τελευταία χρόνια στην ύπαιθρο κάποια εισοδήματα έμειναν σταθερά, π.χ. τα γεωργικά, και κάποια άλλα αυξήθηκαν π.χ. τα τουριστικά.)

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η θέση των ηλικιωμένων στην κατανομή εισοδήματος βελτιώθηκε. Γιατί συνέβη αυτό; Πρώτον, επειδή οι συντάξεις περικόπηκαν λιγότερο από τις αμοιβές εργασίας. Δεύτερον, επειδή οι χαμηλές συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από τις άλλες συντάξεις. Τρίτον, επειδή οι συντάξεις –έστω και μειωμένες - συνέχισαν να καταβάλλονται, ενώ βέβαια κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τις αμοιβές όσων έχαναν τη δουλειά τους. Τέταρτον, επειδή οι νέες «γενιές» συνταξιούχων δικαιούνταν υψηλότερες συντάξεις από το μέσο όρο των ήδη συνταξιούχων. Για όλους αυτούς τους λόγους, το ποσοστό φτώχειας των ηλικιωμένων συνέχισε την πτωτική του πορεία: από 29% το 2003, σε 21% το 2009, και σε 12% το 2016.

Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η παιδική φτώχεια, η οποία αυξήθηκε από 23% το 2009 σε 29% το 2013, και εξακολούθησε στη συνέχεια να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα (26% το 2016).

Με άλλα λόγια, ενώ η εικόνα που επικρατεί για τη φτώχεια παραμένει χρωματισμένη από το παρελθόν (ηλικιωμένοι, ιδίως στα χωριά), η πραγματικότητα της φτώχειας έχει μεταβληθεί (οικογένειες με παιδιά, ιδίως στις πόλεις).

Το ερώτημα είναι: πώς ανταποκρίθηκε η κοινωνική πολιτική στο μεταβαλλόμενο πρότυπο φτώχειας;

Η απάντηση είναι «καθυστερημένα» ή «καθόλου».

Το «καθόλου» αφορά κυρίως την εισοδηματική ενίσχυση των ανέργων. Πράγματι, η χαμηλή κάλυψη των επιδομάτων ανεργίας συνιστά το σπουδαιότερο κενό κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας σήμερα. Το 2010, όταν ο αριθμός των ανέργων ήταν ακόμη 639.000, οι δικαιούχοι του τακτικού επιδόματος ανεργίας ήταν 224.000 (ποσοστό κάλυψης 35%). Το 2017, οι άνεργοι έφταναν σε 1.030.000, αλλά ο αριθμός όσων ελάμβαναν τακτικό επίδομα ανεργίας είχε μειωθεί σε 121.000 (ποσοστό κάλυψης 12%)[8]. Με άλλα λόγια, καθώς η ανάγκη για κοινωνική προστασία αυξανόταν, η εισοδηματική στήριξη των ανέργων υποχωρούσε.

Γιατί συνέβη αυτό; Αφενός, λόγω του σχεδιασμού του βασικού επιδόματος, το οποίο επειδή είναι «ασφαλιστικό» (προϋποθέτει ένσημα) και περιορισμένης διάρκειας (12 μήνες) αναπόφευκτα αποκλείει τους μακροχρόνια ανέργους και όσους ψάχνουν για την πρώτη τους δουλειά (δύο ομάδες που πλήθυναν στα χρόνια της κρίσης). Αφετέρου, λόγω λανθασμένων επιλογών (με μια δόση υποκρισίας): ενώ η ΓΔ Απασχόλησης[9] συνιστούσε στα κράτη-μέλη να χαλαρώσουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας όσο η ανεργία παραμένει υψηλή (όπως στις ΗΠΑ, όπου η διάρκεια των επιδομάτων επιμηκύνεται αυτομάτως σε περιόδους ύφεσης, και το 2007 επιμηκύνθηκε και άλλο με απόφαση του προέδρου Obama), η ΓΔ Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (που στελέχωνε την Τρόικα, μαζί με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ) επέβαλε το ακριβώς αντίθετο. Λίγο βοήθησαν οι βελτιώσεις σε δύο μικρότερα επιδόματα (το προνοιακό επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας του 2001, και το βοήθημα ανεργίας αυτοαπασχολουμένων του 2013): οι υπερβολικά απαιτητικές προϋποθέσεις πρόσβασης σε αυτά τα καταδίκασαν σε εντελώς περιθωριακό ρόλο[10].

Αυτό όμως που εντυπωσιάζει, περισσότερο από την «διπλοπροσωπεία» της ΕΕ, ή από τη – μυωπική, όπως αποδείχθηκε – πρόταξη δημοσιονομικών στόχων έναντι κοινωνικών εκ μέρους των δανειστών, είναι άλλο: η εκκωφαντική σιωπή των εγχώριων πολιτικών ελίτ, της δημόσιας διοίκησης, των συνδικάτων, του Τύπου, των επιστημόνων, των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, της κοινωνίας ολόκληρης σε τελική ανάλυση, για την σταδιακή απονέκρωση ενός κατ’ εξοχήν «αυτόματου σταθεροποιητή», ενός εργαλείου-κλειδί για τον μετριασμό των κοινωνικών συνεπειών μιας οικονομικής κρίσης, όπως είναι τα επιδόματα ανεργίας. (Ιδίως εάν συγκριθεί με τους τόνους μελάνης, τα έτη τηλεοπτικού χρόνου, τα ανθρωποχιλιόμετρα οργισμένων διαδηλώσεων που σπαταλήθηκαν για να μην εξισωθεί η ηλικία συνταξιοδότησης των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ με εκείνη των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ.)

Εάν η παρακμή των επιδομάτων ανεργίας – την εποχή που η ανάγκη για αυτά ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ – ήταν το χειρότερο παράδειγμα αταραξίας της κοινωνικής πολιτικής σε έκτακτες συνθήκες, η θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013 συνιστά περίπτωση καθυστερημένης ανταπόκρισης (35 μήνες μετά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου). Μέχρι τότε, τα οικογενειακά επιδόματα ήταν γενναιόδωρα στις Τράπεζες, αξιόλογα στο Δημόσιο, πενιχρά στον ιδιωτικό τομέα, και εντελώς άγνωστα για τους αυτοαπασχολούμενους ή τους αγρότες. Το νέο επίδομα είναι ενιαίο: χορηγείται σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, ανεξαρτήτως επαγγελματικής κατάστασης. Από το 2018, καταβάλλεται σημαντικά αυξημένο (από €80 σε €140 το μήνα για οικογένεια με δύο παιδιά), με αυστηρότερα όμως εισοδηματικά κριτήρια. Χάρη σε αυτό, 750.000 φτωχές οικογένειες λαμβάνουν από την Πολιτεία μια όχι ευκαταφρόνητη εισοδηματική ενίσχυση, οι περισσότερες για πρώτη φορά το 2013.

Η άλλη θετική πρωτοβουλία των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών υπήρξε το «κοινωνικό μέρισμα», το οποίο χορηγήθηκε για πρώτη φορά το 2014. Έκτοτε ο σχεδιασμός του βελτιώθηκε κάπως. Όμως, η ύπαρξη και μόνο μιας έκτακτης αλλά επαναλαμβανόμενης παροχής, που εξαγγέλλεται και καταβάλλεται κάθε χρόνο λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, εν τη μεγαλοψυχία του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του, προδίδει μια εντελώς απηρχαιωμένη αντίληψη για την κοινωνική πολιτική. Οι καθόλου ασήμαντοι πόροι που κάθε φορά διατίθενται στο κοινωνικό μέρισμα θα είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκρυσμα εάν επενδύονταν στη συστηματικότερη κάλυψη των κενών προστασίας – αρχίζοντας από την επέκταση της εισοδηματικής στήριξης των ανέργων.

Δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω αυτόν τον απολογισμό πεπραγμένων χωρίς να αναφερθώ στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα καθυστερημένης ανταπόκρισης, που είναι η βασανιστική πορεία προς την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Δεν είναι άλλωστε μυστικό ότι στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 είχα συντάξει μια λεπτομερή έκθεση (και ταυτόχρονα συνηγορία) για τη σταδιακή εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος στη χώρα μας προς τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη[11]. Ως γνωστόν, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν εφαρμόστηκε τότε, και στη συνέχεια ξεχάστηκε. Το Μάιο του 2010 μας το ξαναθύμισε το ΔΝΤ[12], το οποίο πρότεινε τη θεσμοθέτησή του και ταυτόχρονη κατάργηση μιας πληθώρας αποσπασματικών μικροεπιδομάτων (αμφίβολης χρησιμότητας, και κατά κανόνα πελατειακής προέλευσης). Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα του 2012 προέβλεπε μια μικρή δαπάνη – σε εποχή καταιγισμού περικοπών – για την προικοδότηση της πιλοτικής εφαρμογής του.

Κάπου εκεί αρχίζει η φαρσοκωμωδία. Η τότε κυβέρνηση δεν δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον: κωλυσιεργεί, δεν το παίρνει απόφαση να ξεκινήσει την πιλοτική εφαρμογή παρά μόνο το Νοέμβριο του 2014 (δηλαδή λίγο πριν την προκήρυξη εκλογών). Η αντιπολίτευση καταγγέλλει ότι πρόκειται για ψίχουλα που προσβάλλουν τα 6,3 εκατομμύρια Έλληνες που μαστίζονται από την «κοινωνική γενοκτονία των Μνημονίων».

Μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση «σνομπάρει» επιδεικτικά το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, υιοθετώντας τρία «άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης»: δωρεάν επανασύνδεση και παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, επίδομα ενοικίου, και κάρτα σίτισης. Η συνολική αξία τους: 0,1% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, η αρμόδια υφυπουργός διαμαρτύρεται για «αφόρητη πίεση» υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος εκ μέρους των δανειστών, δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι το μέτρο είναι νεοφιλελεύθερο, ότι το επιβάλλει το ΔΝΤ στην Αφρική (...), ότι οι Έλληνες δεν θέλουν επιδόματα αλλά δουλειές, ότι το μέτρο «εγκλωβίζει» τους φτωχούς – σε ένα κρεσέντο ημιμάθειας, όπου προβάλλονται τα πιο αντιφατικά επιχειρήματα, με μόνο σκοπό τη συντήρηση μιας στείρας αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Οι οποίοι δανειστές μάλλον διασκεδάζουν με τη σπάνια ευκαιρία που τους προσφέρεται να κάνουν επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, και μάλιστα έναντι μιας κυβέρνησης που είχε έρθει στην εξουσία για να καταργήσει τη λιτότητα και να επουλώσει τις πληγές της ανθρωπιστικής κρίσης.

Η αντιπαράθεση τελειώνει όταν η κυβέρνηση σηκώνει λευκή σημαία το καλοκαίρι του 2015. Το τρίτο Μνημόνιο που υπογράφει αναγορεύει τη σταδιακή (αλλά ταχεία) εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε προαπαιτούμενο για την καταβολή των επόμενων δόσεων. Κάπου εκεί η κυβέρνηση το παίρνει απόφαση να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία – όχι όμως προτού η αρμόδια υπουργός δηλώσει την πλήρη αντίθεσή της με το μέτρο, με το μνημειώδους ασυναρτησίας επιχείρημα ότι για τους φτωχούς είναι προτιμότερα τα 140 ευρώ το μήνα σε κάρτα σίτισης και επίδομα ενοικίου που έδινε η κυβέρνηση, παρά τα 200 ευρώ το μήνα σε χρήμα που δίνει το επάρατο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (και το ακόμη πιο επάρατο Μνημόνιο, που η κυβέρνησή της είχε υπογράψει)[13].

Εν τω μεταξύ, ακόμη και χωρίς πολιτική υποστήριξη από την κυβέρνηση (ή την αντιπολίτευση, ή από τις κοινωνικές οργανώσεις, ή από τα Μέσα Ενημέρωσης), το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Η υλοποίησή του στηρίζεται στην πίεση των δανειστών, στην τεχνική βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζης, αλλά και στην ευσυνειδησία μιας μικρής ομάδας υπαλλήλων στο αρμόδιο υπουργείο, καθώς και στον επαγγελματισμό των δημοτικών υπηρεσιών που φορτώθηκαν το διοικητικό βάρος χωρίς κανενός είδους υποστήριξη εκ μέρους της κυβέρνησης. Ως «κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης» (παρόμοιο με το «κοινωνικό εγγυημένο εισόδημα» της προηγούμενης κυβέρνησης), εφαρμόζεται από το καλοκαίρι του 2016 με επιτυχία σε 30 δήμους, και από την 1η Φεβρουαρίου 2017 σε εθνική κλίμακα. Όσο για τη μνησίκακη απόρριψη του μέτρου εκ μέρους της κυβέρνησης, έχει πλέον δώσει τη θέση της στην επιχειρούμενη ιδιοποίησή του. Η αρμόδια υφυπουργός τώρα δηλώνει: «με κορμό το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης δημιουργείται ένα δίχτυ ασφαλείας για τους συμπολίτες μας που χτυπήθηκαν πιο βίαια από την οικονομική κρίση»[14]. (Η παθητική φωνή – «δημιουργείται» - είναι απολύτως ακριβής.)

Με αυτό τον κάπως λοξό τρόπο, πραγματοποιείται ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας της χώρας, καθώς και της ευθυγράμμισης του εγχώριου κοινωνικού κράτους με τον ευρωπαϊκό κανόνα.

 

4.

Πώς θα μπορούσε να αξιολογήσει κανείς συνολικά τις μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους τα τελευταία χρόνια;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενοποίηση των κανόνων και η καταπολέμηση της σπατάλης στις συντάξεις και στην υγεία υπήρξαν υπερώριμα μέτρα εξυγίανσης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Επί πλέον, έχουν σημειωθεί αξιόλογα βήματα ενίσχυσης του δείκτη κοινωνικής προστασίας (με σημαντικότερους σταθμούς τη θεσμοθέτηση ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων το 2013 και κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης το 2017). Από την άλλη, όλες οι βελτιώσεις ήρθαν υπερβολικά αργά για να προλάβουν τη γενικευμένη αίσθηση ότι το κράτος ήταν απόν τη στιγμή οι πολίτες το χρειάζονταν περισσότερο, και τη συνακόλουθη πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Επί πλέον, ακόμη και σήμερα, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, σημαντικά κενά προστασίας παραμένουν (με σπουδαιότερα τα εμπόδια πρόσβασης στις παροχές υγείας και την ελλειματική εισοδηματική στήριξη των ανέργων).

Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό κοινωνικό κράτος μεταμορφώνεται. Οι ραγδαίες θεσμικές αλλαγές, σε συνδυασμό με τη βιαστική και συχνά απρόθυμη εφαρμογή τους, αφήνουν να διαφανεί το περίγραμμα ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας σημαντικά διαφοροποιημένου από εκείνο που επικρατούσε προ κρίσης. Το κοινωνικό κράτος που αναδύεται μέσα από μύριες αντιφάσεις είναι αναμφισβήτητα πιο λιτό. Το εάν θα αποδειχθεί επίσης πιο αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων, καθώς και στην εξασφάλιση μιας βασικής δέσμης κοινωνικών υπηρεσιών, παραμένει αδιευκρίνιστο: θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη ορισμένων κομβικών ζητημάτων. Θα αναφέρω εν συντομία τα κυριότερα.

Το πρώτο είναι αυτό που έχει ονομαστεί «προ-διανομή»[15]. Το κοινωνικό κράτος, με την ευρεία έννοια (φορολογία, επιδόματα, και υπηρεσίες), λίγα πράγματα μπορεί να κάνει από μόνο του όταν η αγορά παράγει μεγάλες ανισότητες και χαμηλές αμοιβές. Κανένα σύστημα κοινωνικής προστασίας, ακόμη και το πιο προηγμένο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη φτώχεια όσο η οικονομία υπολειτουργεί, όσο η ανεργία παραμένει υψηλή, όσο οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι επισφαλείς ή/και πληρώνουν απελπιστικά χαμηλές αποδοχές. Η κάλυψη των κενών κοινωνικής προστασίας παραμένει επιτακτική. Αλλά η αποφασιστική παρτίδα θα παιχτεί σε μεγάλο βαθμό αλλού: στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, στη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, στη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων, στη σταδιακή άνοδο των αποδοχών των εργαζομένων. Με την έννοια αυτή, μια πολιτική που διώχνει επενδύσεις, εχθρεύεται την καινοτομία και υπερφορολογεί την εργασία για να χρηματοδοτήσει αμφίβολης αξίας κοινωνικές πολιτικές (όπως είναι π.χ. το κοινωνικό μέρισμα) δημιουργεί περισσότερα κοινωνικά προβλήματα από όσα λύνει.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ο «προνοιακός σωβινισμός». Ήδη από το 2011 (μετά από παρέμβαση βουλευτή του ΛΑΟΣ) στα κριτήρια επιλεξιμότητας των οικογενειακών επιδομάτων προστέθηκε η μόνιμη και συνεχής διαμονή του δικαιούχου στην Ελλάδα για μια δεκαετία πριν την υποβολή της αίτησης – όρος σχεδιασμένος ώστε να αποκλείει τα παιδιά των μεταναστών, ακόμη και όταν βρίσκονται νομίμως στη χώρα, ακόμη και όταν οι γονείς τους έχουν χαμηλό εισόδημα. Η σχετική διάταξη μεταφέρθηκε αυτολεξεί στο κείμενο του νόμου που θεσμοθετούσε το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων. Παρόμοιες – αν και λιγότερο ακραίες – ρυθμίσεις, και διοικητικές αυθαιρεσίες, περιορίζουν την πρόσβαση σε άλλες κοινωνικές παροχές. Από αυτή την άποψη, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν ακολουθεί το κύμα επαναπροσδιορισμού της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη με εθνοτικά κριτήρια που παρατηρείται (είτε ως διεκδίκηση είτε ως πραγματικότητα) σε κάποιες χώρες: πρωτοπορεί σε αυτό.

Είναι πρόβλημα αυτό; Κατά τη γνώμη μου ναι. Όχι μόνο για προφανείς ανθρωπιστικούς λόγους, ούτε μόνο επειδή προδίδει μια αντίληψη για το ποιος δικαιούται τη στήριξη της πολιτείας και ποιος όχι (ακόμη και όταν έχει συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη) που μου είναι απεχθής. Αλλά επίσης επειδή θέτει εν αμφιβόλω τη συγκατάθεση της κοινής γνώμης σε ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που αναπόφευκτα ωφελεί και όσους προέρχονται από μειονοτικές ομάδες. Αναρωτιέμαι π.χ. αν μια επόμενη κυβέρνηση θα επιβεβαιώσει την υποστήριξή της στο κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης όταν η Α εφημερίδα ή το Β κανάλι δημοσιεύσει κάποιο υστερικό «αποκλειστικό ρεπορτάζ» για την τάδε οικογένεια δικαιούχων με χρώμα δέρματος «προκλητικά» διαφορετικό από το δικό μας, και όταν κάποιος βουλευτής των ΑΝΕΛ ή της Χρυσής Αυγής φέρει το θέμα στη Βουλή.

Το τρίτο και τελευταίο ζήτημα αφορά την ευρύτερη συναίνεση στις πρόσφατες αλλαγές. Αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτό που ονομάζουμε «κοινωνικό κράτος» δεν είναι μόνο ένα άθροισμα δημόσιων πολιτικών. Είναι επίσης (ή μάλλον: είναι κυρίως) ένα κοινωνικό συμβόλαιο, λιγότερο ή περισσότερο δίκαιο, λιγότερο ή περισσότερο βιώσιμο, το οποίο δίνει λογική συνοχή και πολιτική νομιμοποίηση στα συστατικά του μέρη. Για παράδειγμα, το κοινωνικό κράτος που είχε διαμορφωθεί στη μακρά διάρκεια μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης χαρακτηριζόταν από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό συμβόλαιο: επαχθές για τις επερχόμενες γενεές, χρεωκοπημένο (πρώτα ηθικά και μετά οικονομικά), αλλά απολύτως ανθεκτικό σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης. Αντιθέτως, το σημερινό κοινωνικό κράτος, όπως αναδύεται από την κρίση, υπερβολικά καθυστερημένα ώστε να συμβάλλει στην απάλυνση των χειρότερων συνεπειών της, οφείλει την ύπαρξή του στις ενέργειες ενός μικρού αριθμού στελεχών διεθνών οργανισμών, κυβερνητικών τεχνοκρατών και δημοσίων υπαλλήλων. Όλες οι μεταρρυθμίσεις, ακόμη και οι πιο ώριμες, ακόμη και οι πιο «κοινωνικά ευαίσθητες», προσέκρουσαν στη δυσπιστία, στην αδιαφορία και κάποτε στην ανοιχτή εχθρότητα της ελληνικής πλευράς: στο βαθμό που τελικά επιβλήθηκαν αυτό κυρίως πιστώνεται στην επιμονή των δανειστών. Οι αλλαγές δεν προέκυψαν μετά από την συνεπή συνηγορία μέρους έστω των πολιτικών ελίτ, ούτε στηρίχθηκαν στη συνειδητή υποστήριξη των αρμόδιων υπουργών, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση στα μέτρα που υποτίθεται ότι εφάρμοζαν δεν συνεισέφεραν παρά την ανοχή τους – συνήθως καιροσκοπική, συχνά ανόρεχτη, πάντοτε καθυστερημένη. Ούτε υποστηρίχθηκαν από κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες διεκδίκησαν αυτές τις αλλαγές, είτε επειδή αποκαθιστούσαν αδικίες σε βάρος τους, είτε επειδή ελάφραιναν τα βάρη στους ώμους τους, είτε επειδή απλώς ταίριαζαν στις αντιλήψεις τους για μια συνεκτικότερη κοινωνία και μια δυναμικότερη οικονομία σε ένα πιο σύγχρονο κράτος.

Οι θεμελιωτές του κοινωνικού κράτους στα μέσα του 20ού αιώνα στην Ευρώπη (και αλλού) υπήρξαν σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι και χριστιανοδημοκράτες. Πρόκειται για τρεις πολιτικές οικογένειες ολιγομελείς ή εντελώς ανύπαρκτες σε μια χώρα όπου ιστορικά η κεντροαριστερά υπήρξε περισσότερο μαξιμαλιστική παρά ρεφορμιστική, η κεντροδεξιά περισσότερο συντηρητική παρά φιλελεύθερη, και όπου η εκκλησία ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξωτερική πολιτική παρά για την κοινωνική πρόνοια.

Όσο όμως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα παραμένουν αριθμητικά ισχνές, απελπιστικά αδύναμες, και ελάχιστα πειστικές, η πρόοδος προς το νέο κοινωνικό κράτος που χρειαζόμαστε (αποτελεσματικό, δίκαιο και συμβατό με μια δυναμική οικονομία) θα μένει αναγκαστικά μετέωρη.

 



[1] Συγκεκριμένα, η κοινωνική δαπάνη στην Ευρώπη των 15 (δηλ. στα κράτη μέλη πριν τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004) αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ από 25,9% το 2007 σε 29,5% το 2009. Σε ευρώ ανά κάτοικο (σταθερές τιμές) η αύξηση ήταν 9%. Παρόμοια ήταν η εξέλιξη της κοινωνικής δαπάνης στην Ευρώπη των 28, αν και τα σχετικά μεγέθη άρχισαν να υπολογίζονται από το 2008. Όλα τα δεδομένα που αναφέρονται στο κείμενο προέρχονται από την Eurostat, εκτός εάν παρατίθεται άλλη πηγή.

[2] Βλ. το άρθρο μου «Προοπτικές της κοινωνικής Ευρώπης μετά την κρίση» στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης τ. 37 σελ. 17-40 (2011).

[3] Για μια νωρίτερη ανάλυση, βλ. το βιβλίο μου «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς: οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία», εκδόσεις Κριτική (2011).

[4] Βλ. το κείμενό μου «Η μετέωρη μεταρρύθμιση: το κοινωνικό κράτος και o εκσυγχρονισμός της κοινωνίας», στον συλλογικό τόμο «Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα: προκλήσεις και προοπτικές» (επιμέλεια Δ. Βενιέρη και Χ. Παπαθεοδώρου), σελ. 133-165, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (2003).

[5] Βλ. «Η ανταποδοτικότητα των συντάξεων στην Ελλάδα» Ενημερωτικό Δελτίο της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής 9/2016 (http://www.paru.gr/files/newsletters/NewsLetter_09.pdf). Για μια πληρέστερη παρουσίαση, βλ. το άρθρο μας «Η ανταποδοτικότητα των συντάξεων στη θεωρία και στην πράξη» στο περιοδικό Επιθεώρησις Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως τ. 58 (651) σελ. 75-81 (2016).

[6] Βλ. το άρθρο μου «Μια ανορθόδοξη ερμηνεία της παρακμής του ΕΣΥ» στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα τ. 111 σελ 59-64 (2010).

[7] «It took a major economic and financial crisis and strong outside pressure by the country’s international lenders (the so-called “Troika” - the European Commission, the International Monetary Fund, and the European Central Bank) for some major provisions of the “path shift” introduced in 1983 to be progressively materialized (namely, the unification of health funds, the standardization of contributions and of the benefits package across socio-occupational groups etc.). Albeit, under conditions of harsh cuts in funding and receding public provision.» Βλ. «Rethinking Greece: Maria Petmesidou on the past and the future of the Greek welfare state» 26 Ιανουαρίου 2018 (http://www.greeknewsagenda.gr/index.php/interviews/rethinking-greece/6616-petmesidou)

[8] Τα δεδομένα για τον αριθμό των ανέργων προέρχονται από την ΕλΣτατ, ενώ για τον αριθμό των δικαιούχων τακτικού επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ.

[9] Βλ. την ετήσια έκθεση «Employment and social developments in Europe 2012» (2013). Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής: «During economic downturns, eligibility conditions and replacement rates need to cater for the increased rate of job destruction and the stronger need for stabilising incomes, and the duration needs to be adapted in line with the reduced chances of finding a job. [...] Conversely, during recoveries, the unemployment benefit system needs to provide stronger incentives to re-enter the labour market in order to prevent cyclical unemployment from becoming structural.» (σελ. 210)

[10] Συγκεκριμένα, το 2016 το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας καταβαλλόταν σε 13.257 άτομα, ενώ το βοήθημα ανεργίας αυτοαπασχολουμένων σε άλλα 4.125 (1,2% και 0,4% του συνόλου των ανέργων αντιστοίχως). Για αυτό, ο ισχυρισμός του Olivier Blanchard (Chief Economist του ΔΝΤ έως πρόσφατα) και των συνεργατών του ότι «με σύσταση του ΔΝΤ, η κάλυψη των επιδομάτων ανεργίας στην Ελλάδα επεκτάθηκε» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Βλ. Blanchard O.J., Jaumotte F. & Loungani P. «Labor market policies and IMF advice in advanced economies during the Great Recession» στο περιοδικό IZA Journal of Labor Policy τ. 3:2 σελ. 20 (2014).

[11] Βλ. το βιβλίο μου «Η κοινωνική αλληλεγγύη και οι αντιφάσεις της: ο ρόλος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική», εκδόσεις Κριτική (2004).

[12] Βλ. IMF «Greece: request for stand-by arrangement» Country Report No. 10/111 σελ. 13 & 37 (Μάιος 2010).

[13] Η σχετική δήλωση σχολιάστηκε από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης» ως εξής: «Μια πρωτότυπη συλλογιστική ανέπτυξε η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Θεανώ Φωτίου, στην προσπάθειά της να εξηγήσει γιατί η κυβέρνηση προσανατολίζεται να αντικαταστήσει τη χρηματική ενίσχυση - ψίχουλα που προβλέπει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, με παροχές σε είδος, μικρότερου μάλιστα κόστους για τον προϋπολογισμό. Είπε η υπουργός: «Εγώ ισχυρίζομαι ότι όταν βρίσκεσαι σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να πας με επιδοματικό χαρακτήρα. Πρέπει να πας με το χαρακτήρα που είχαν οι παροχές που κάναμε στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Δηλαδή σε είδος. Διότι πρέπει να είσαι απόφοιτος του Χάρβαρντ για να καταφέρεις να επιβιώσεις με 200 ευρώ το μήνα. Αν σου δίνουμε όμως 70 ευρώ κάρτα, η οποία είναι προπληρωμένη για τρόφιμα, που τα παίρνεις από οποιοδήποτε μαγαζί, δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια, δηλαδή αυτό που έχει ανάγκη μια οικογένεια, και σου δίνουμε, εφόσον δεν έχεις σπίτι, 70 ευρώ επιδότηση ενοικίου (...) Δηλαδή μία λογική σε είδος και όχι σε χρήμα. Οταν φτάνεις σε τόσο μικρά επίπεδα επιδοματικά, όπως είναι σήμερα το GMI (σ.σ. ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα), τα 200 ευρώ, οι παροχές σε είδος μπορούν να σε κάνουν να επιβιώσεις. Οι παροχές σε χρήμα θα σε καταστρέψουν. Γιατί, όπως είπα και πριν, είναι αδύνατον να επιβιώσεις με 200 ευρώ, ενώ αυτά που σας είπα μόλις πριν είναι 150 ευρώ. Και μπορείς να επιβιώσεις, πολύ δύσκολα αλλά μπορείς». Το δίλημμα που βάζει η κυβέρνηση στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, είναι αν θα ζουν ... καλύτερα με 200 ευρώ «στο χέρι» ή με 150 ευρώ σε είδος! Πράγματι, χρειάζεται πτυχίο από το Χάρβαρντ, όχι μόνο για να αναδιανέμεις τη φτώχεια στο λαό, αλλά και για να προσπαθείς να τον κοροϊδέψεις με τόσο θράσος.» Βλ. «Πτυχίο Χάρβαρντ στην κοροϊδία» Πέμπτη 15 Σεπτέμβρη 2016 (https://www.rizospastis.gr/story.do?id=9034712).

[14] Βλ. σχετικό ρεπορτάζ της ΕΡΤ με τίτλο «Θ. Φωτίου: Αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας ως το τέλος του 2018», 30 Ιουλίου 2017 (http://www.ert.gr/eidiseis/ellada/politiki/th-fotiou-anamorfosi-tou-kratous-pronias-os-telos-tou-2018/).

[15] Ο όρος «predistribution» επινοήθηκε από τον Jacob S. Hacker, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale. Βλ. το κείμενό του «The institutional foundations of middle-class democracy» για το Policy Network (2011) (http://www.policy-network.net/pno_detail.aspx?ID=3998&title=The+institutional+foundations+of+middle-class+democracy).