Σχόλιο στο ρεπορτάζ του Γιάννη Παλαιολόγου με τίτλο «Ανισότητα και φτώχεια: Αφόρητες πιέσεις σε ένα διάτρητο δίχτυ ασφαλείας (6)». Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 30 Απριλίου 2018).
Σύμφωνα με ένα αρκετά διαδεδομένο κλισέ, «τα Μνημόνια αύξησαν τις ανισότητες»: «οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, και οι πλούσιοι πλουσιότεροι». Έτσι είναι; Και ναι και όχι.
Κατ’ αρχάς, είναι αλήθεια ότι στα πρώτα χρόνια της κρίσης οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν, ενώ στη συνέχεια σταθεροποιήθηκαν σε αυτό το υψηλότερο επίπεδο. Όμως η αύξηση της ανισότητας ήταν μικρή, και οπωσδήποτε μικρότερη από το αναμενόμενο, σε μια χώρα που σε λίγα χρόνια έχασε το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος.
Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν ανάλογα με την πηγή και τον δείκτη που χρησιμοποιείται. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, ενώ το 2009 το συνολικό εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 5,8 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του φτωχότερου 20%, το 2016 η αναλογία αυτή είχε γίνει 6,6. Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι αρκετά χαμηλότερος: 5,2 το 2016 (έναντι 4,9 το 2009).
Πρόκειται ασφαλώς για ανησυχητική εξέλιξη. Απέχει όμως πολύ από το να θεωρείται καταστροφική. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι και το 1997 η αναλογία εισοδήματος πλουσίων-φτωχών πάλι 6,6 ήταν. Ο άλλος δείκτης ανισότητας, ο συντελεστής Gini, το 2016 είχε φτάσει στα επίπεδα του 2006, στα ανέμελα δηλαδή χρόνια της αστακομακαρονάδας.
Εάν δούμε προσεκτικά τα δεδομένα θα διαπιστώσουμε ότι η αύξηση της ανισότητας είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα πολλών και συχνά απρόσμενων μεταβολών. Κάποιοι ανεβαίνουν μερικά σκαλοπάτια στην εισοδηματική κλίμακα είτε επειδή το εισόδημά τους αυξήθηκε είτε επειδή μειώθηκε λιγότερο από ό,τι των υπολοίπων (η περίπτωση των ηλικιωμένων τα τελευταία χρόνια). Κάποιοι κατεβαίνουν (η περίπτωση των ανέργων). Άλλοι βρέθηκαν στα ψηλά (ή στα χαμηλά) κατά τύχη (ή ατυχία), επειδή π.χ. το 2009 ήταν ιδιαίτερη καλή (ή κακή) χρονιά.
Η τελευταία μελέτη μας παρακολουθεί τις εισοδηματικές μεταβολές ενός σταθερού δείγματος νοικοκυριών την περίοδο 2009-2012. Τα πρώτα αποτελέσματα προκαλούν έκπληξη. Όσοι βρίσκονταν στο φτωχότερο 10% το 2009 είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να αυξάνεται σημαντικά (22% κατά μέσο όρο) τα επόμενα χρόνια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Δύο στους τρεις ανέβηκαν εισοδηματικό κλιμάκιο. Αντίθετα, όσοι ήταν στο φτωχότερο 10% της εισοδηματικής κατανομής το 2012 είχαν φτωχύνει δραματικά σε σχέση με το 2009 (μέση μείωση πραγματικού εισοδήματος 71%). Δύο στους τρεις βρέθηκαν εκεί έχοντας κατέβει κλιμάκιο, αρκετοί ανήκαν στα μεσαία στρώματα προ κρίσης. Το αντίστροφο συνέβη με τους πλούσιους: όσοι το 2009 ήταν στο υψηλότερο τμήμα της κατανομής εισόδήματος έχασαν έδαφος, όσοι βρέθηκαν εκεί το 2012 κέρδισαν πολύ. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στις άλλες χώρες της Ν. Ευρώπης.
Συνεπώς όχι, δεν ισχύει ότι «οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι». Και τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα επλήγησαν από την κρίση. Ισχύει όμως ότι οι φτωχοί του σήμερα είναι φτωχότεροι παρά ποτέ. Ισχύει επίσης ότι δεν είναι ίδιοι με τους φτωχούς του χθες: όλο και πιο σπάνια αγρότες και συνταξιούχοι, όλο και πιο συχνά οικογένειες ανέργων στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις. Σε μια χώρα με 1 εκατομμύριο ανέργους, εκ των οποίων εισπράττουν επίδομα ανεργίας λίγο πάνω από 100 χιλιάδες. Αυτή ναι: η συλλογική μας αποτυχία να φροντίσουμε τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης είναι η καταστροφική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων.