Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του ραδιοφωνικού σταθμού «Amagi» (Κυριακή 19 Ιουνίου 2016).
Κάποιος κάποτε είχε παρατηρήσει ότι το βαθύτερο νόημα του να μεγαλώνεις είναι ότι στενεύουν τα περιθώρια των επιλογών. Αυτό αρχίζει να συμβαίνει αμέσως. Τη στιγμή που ένα βρέφος έρχεται στο φώς, μαθαίνει ότι δεν θα γίνει ποτέ Βασιλιάς (ή Βασίλισσα) της Αγγλίας – εκτός φυσικά εάν ανήκει στη γραμμή διαδοχής για το θρόνο, ή σε κάποια από τις οικογένειες που τον σφετερίζονται, εάν υπάρχουν ακόμη τέτοιες.
Μια ρηχότερη εκδοχή αυτής της παρατήρησης είναι ότι καθώς μεγαλώνεις συνειδητοποιείς ότι πράγματα που κάποτε σε ενθουσίαζαν έχουν στο μεταξύ χάσει την αίγλη τους. Το ποδόσφαιρο, για παράδειγμα. Στη δική μου περίπτωση, εν μέρει επειδή η ζωή έχει επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις σε έναν οπαδό της ΑΕΚ. (Αν και υπάρχουν και χειρότερα: π.χ. ο Ε., ο οποίος φέρει το γενετικό υλικό της ποδοσφαιρικής ένταξης που κληρονόμησε από τον μπαμπά του, και κυρίως τον παππού του, δεν έχει ακόμη δει την ομάδα του να παίρνει πρωτάθλημα: η τελευταία φορά ήταν λίγες μέρες προτού γεννηθεί.)
Ίσως για αυτό να βιώνουμε τις – αραιές, και έμμεσες – ποδοσφαιρικές επιτυχίες, όπως το Ευρωπαϊκό του 2004, ή τη νίκη της Inter στον τελικό του Champions League το 2010, ως κάτι όχι απλώς απελευθερωτικά ηδονικό (το foreplay του «γκολ που ψήνεται», η οργασμική κορύφωση της μπάλας που «κάνει το πλεχτό να σπαρταρά»), αλλά και ως επιστροφή στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας – στην εποχή δηλ. που για πολλούς από εμάς η βασική έγνοια του απογεύματος της Κυριακής ήταν εάν η νίκη ή η ήττα της ομάδας μας στο πρωτάθλημα θα μας επέτρεπε να βαδίσουμε με το κεφάλι ψηλά ή όχι την Δευτέρα στο σχολείο.
Όμως όταν άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο δεν σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο, ούτε το sex. (Εντάξει, όχι πολύ.) Αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν οι εφημερίδες – ιδίως οι κυριακάτικες. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου, η προοπτική του να περάσω ένα κυριακάτικο πρωινό χωρίς την εφημερίδα στο ένα χέρι, το φλυτζάνι του καφέ στο άλλο, και τα υπόλοιπα φύλλα και ένθετα πάνω στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο με τα βουτήματα, μου φαινόταν απλώς αδιανόητη ή, ακόμη χειρότερα, κενή νοήματος.
Αυτή η συνήθεια είχε ξεκινήσει από το σχολείο κιόλας, αλλά ανέβασε ταχύτητα στο πανεπιστήμιο. Με θυμάμαι (όχι χωρίς λίγη αναδρομική ντροπή) να μένω μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι, δίπλα μου το Βήμα, η Αυγή, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή, το μελάνι τους πάνω στα σκεπάσματα, τη μητέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο και να με κυττάζει με καχυποψία, εκείνη συχνά ακόμη εξαντλημένη μετά από μια νυχτερινή βάρδια στη δουλειά, εγώ με το ύφος του μεγάλου διανοούμενου και κομματικού στελέχους (Γραμματέας της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ – λίγο είναι;) που, όχι, δεν τεμπελιάζει: εργάζεται σκληρά πάνω στα μεγάλα προβλήματα της ειρήνης και του σοσιαλισμού. (Συγγνώμη μαμά!)
Στο Λονδίνο, αργότερα, χάρη στον Observer και στον βραχύβιο Independent on Sunday, η φάση αυτή – ως καθαρή απόλαυση, όχι πλέον ως προτετοιμασία ενός καλύτερου κόσμου – έφτασε στο υψηλότερο (ή μήπως χαμηλότερο;) σημείο της. Προειδοποιούσα τους φίλους που φιλοξενούσα να με αφήσουν στην ησυχία μου για λίγες ώρες, μετά θα είμαι στη διάθεσή τους. Υποψιάζομαι ότι η Μ. το θεωρούσε πολύ ανάγωγο εκ μέρους μου (ο F. πάλι, όχι).
Όταν όμως επέστρεψα στην Ελλάδα, παρότι από κεκτημένη συνήθεια συνέχισα να αγοράζω εφημερίδες, δεν ήταν πια το ίδιο. Στο στρατόπεδο του Ρεθύμνου (όπου, χάρη στη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες τότε εκλογές του 1993, είχε επιτραπεί και πάλι η ανάγνωση εφημερίδων), δεν πίστευα στα μάτια μου καθώς διάβαζα το βασικό άρθρο γνώμης της Ελευθεροτυπίας. Κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου της Β. Ελλάδας (νομίζω) εξηγούσε γιατί η Πολεμική Αεροπορία θα πρέπει να βομβαρδίσει όσα κτιρία του «κράτους των Σκοπίων» ανέμιζαν τη σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας. Και η δήθεν προοδευτική, ανεξάρτητη εφημερίδα το δημοσίευε – τι λέω; το μόστραρε, με υπερηφάνεια. Καλώς ήρθατε στα Βαλκάνια, του μίσους και του αίματος. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου το συγκεκριμένο έντυπο, και δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Πολύ αργότερα ήρθε η σειρά της Αυγής. Καθυστέρησε κυρίως επειδή, παρά την προϊούσα μετάλλαξη της εφημερίδας αυτής, από το ύφος και το ήθος του Μανόλη Αναγνωστάκη σε εκείνο του Λάκη Λαζόπουλου, σε τελευταία ανάλυση εξακολουθούσα για χρόνια να δημοσιεύω άρθρα εκεί. Τακτικά, στα «Ενθέματα» επί Γιάννη Βούλγαρη μέχρι το 2000, πολύ αραιότερα μέχρι το 2010 οπότε εμφανίστηκε στον «Δαίμονα της Οικολογίας» του Κίμωνα Χατζημπίρου το τελευταίο άρθρο μου στην Αυγή – ένα κείμενο για το οποίο, παρεμπιπτόντως, εξακολουθώ να είμαι περήφανος. Ήδη όμως από πολύ καιρό, εκτός από τα άρθρα της Ελίζας Παπαδάκη ή του Κώστα Κάρη, είχα πάψει να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, ή έστω απλώς καλογραμμένο.
Το τελευταίο κρούσμα απομάγευσης από μια εφημερίδα που προηγουμένως διάβαζα επί χρόνια μου συνέβη το περσινό καλοκαίρι. Στη διάρκεια ενός περιπετειώδους ταξιδιού, από το νησί του Αρχιπελάγους της Τοσκάνης στην Αθήνα του δημοψηφίσματος, με λεωφορείο, πλοίο, bla-bla-car (θα εξηγήσω άλλη φορά) και τέλος αεροπλάνο (παραλείπω το μετρό), διάβασα με έκπληξη και θυμό την πολυσέλιδη ανταπόκριση της Repubblica. Θα μπορούσε να την είχε γράψει μόνος του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: η Αριστερά με το «Όχι», η Δεξιά με το «Ναι», ο Σαμαράς κεντρικός ομιλητής στην τελευταία συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη» κτλ. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου την ιστορική εφημερίδα που ίδρυσε ο Eugenio Scalfari, του οποίου τα editorials ομολογώ ότι μου λείπουν. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί η απομάγευση;
Σκέφτομαι καμιά φορά ότι άνθρωποι σαν κι εμάς, αριστεροί-φιλελεύθεροι-σοσιαλδημοκράτες Έλληνες φρικαρισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ανεκδιήγητη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, μοιάζουμε λίγο (τηρουμένων των αναλογιών) με τους πρώιμους Ανατολικοευρωπαίους refusenik, π.χ. της «Χάρτας ’77», τους οποίους οι Δυτικοί συνομιλητές κατήγγειλαν ότι έπαιζαν «αντικειμενικά» το παιγνίδι του ΝΑΤΟ, ή στην καλύτερη περίπτωση προέτρεπαν να δουν την «ευρύτερη εικόνα». (Ήδη με την «Αλληλεγγύη», 4 χρόνια αργότερα, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί: πολλοί αριστεροί σε όλη την Ευρώπη, μαζί τους και τα παιδιά της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ που λέγαμε παραπάνω, υποστήριξαν με πάθος το πολωνικό εργατικό συνδικάτο.)
Διαβάζω ακόμη εφημερίδες. Ο υπολογιστής μου ανοίγει στο site της Καθημερινής. Ύστερα κάνω έναν γρήγορο γύρο του κόσμου: NY Times, Guardian, Corriere, El País, Βήμα, Athens Voice. Όμως, σπανίως πια κάθομαι να διαβάσω το χάρτινο φύλλο. Εκτός βέβαια εάν βρεθώ για πρωινό σε κάποιο μπαρ της πόλης, όπου μπορεί κανείς να πιει espresso και να φάει κρουασάν πληρώνοντας δύο ευρώ, περιτριγυρισμένος από βιβλία, ακούγοντας μουσική (στο Bistrò del tempo ritrovato: jazz), και διαβάζοντας – πάντοτε σε συνεννόηση με τους άλλους θαμώνες – τα ωραία ένθετα των εφημερίδων της Β. Ιταλίας, κυρίως την κυριακάτικη La lettura της Corriere della sera, ή το σαββατιάτικο Tuttolibri της Stampa.
Αλλά είπαμε: αυτό συμβαίνει σπάνια. Η απόλαυση της ανάγνωσης έχει μετατοπιστεί στα περιοδικά. Θα ήθελα να έχω στη διάθεσή μου όλο τον χρόνο του κόσμου ώστε να μπορώ να διαβάσω κάθε δεκαπενθήμερο το υπέροχο London Review of Books, το (για μένα, λιγότερο συναρπαστικό) New York Review of Books, και κάθε βδομάδα το απίθανο New Yorker, το οποίο σε μια έκλαμψη ασυνήθιστης έμπνευσης είχα πρόσφατα περιγράψει ως διασταύρωση ανάμεσα στο «Αθηνόραμα» και στην «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική» (θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ εσωτ). Εν τω μεταξύ, διαβάζω κάθε μήνα το Books Journal, που συχνά με διασκεδάζει και με αναστατώνει (ο γιατρός μου έχει απαγορεύσει να παρακολουθώ πολύ στενά την ελληνική επικαιρότητα), το Athens Review of Books – και οπωσδήποτε τον Economist, που πάντοτε ανοίγει νέους ορίζοντες.
Η τελευταία μικρή απόλαυση που μου έρχεται στο μυαλό (και την οποία μπορώ να μοιραστώ με το κοινό του Amagi) είναι το ραδιόφωνο. Στο γραφείο – εκτός από Amagi – ακούω Pepper 96 6, στο σπίτι Rai Radio 2 (η μουσική μέτρια, οι εκπομπές λόγου καλές), και τις Κυριακές BBC Radio 4. Αγαπημένη εκπομπή: Desert Island Disks. Ο καλεσμένος («ναυαγός») μιλά στην παρουσιάστρια (τα τελευταία χρόνια είναι η υπέροχη Kirsty Young) για τη ζωή του, διαλέγοντας τις μουσικές που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι, στη συνέχεια ένα βιβλίο (εκτός από την Βίβλο και τα Άπαντα του Shakespeare, που τον περιμένουν ήδη εκεί), και τέλος μια πολυτέλεια. Ακούστε την εκπομπή των αρχών του περασμένου Μαΐου, με ναυαγό τον Tom Hanks.
Έχω ήδη έτοιμη τη λίστα με τις αγαπημένες μου μουσικές, και βιβλία, και «πολυτέλειες». Δεν θα ήθελα να με βρει απροετοίμαστο το ενδεχόμενο να γίνω κάποτε κι εγώ διάσημος. Θα άξιζε, μόνο και μόνο για αυτό.
Κάποιος κάποτε είχε παρατηρήσει ότι το βαθύτερο νόημα του να μεγαλώνεις είναι ότι στενεύουν τα περιθώρια των επιλογών. Αυτό αρχίζει να συμβαίνει αμέσως. Τη στιγμή που ένα βρέφος έρχεται στο φώς, μαθαίνει ότι δεν θα γίνει ποτέ Βασιλιάς (ή Βασίλισσα) της Αγγλίας – εκτός φυσικά εάν ανήκει στη γραμμή διαδοχής για το θρόνο, ή σε κάποια από τις οικογένειες που τον σφετερίζονται, εάν υπάρχουν ακόμη τέτοιες.
Μια ρηχότερη εκδοχή αυτής της παρατήρησης είναι ότι καθώς μεγαλώνεις συνειδητοποιείς ότι πράγματα που κάποτε σε ενθουσίαζαν έχουν στο μεταξύ χάσει την αίγλη τους. Το ποδόσφαιρο, για παράδειγμα. Στη δική μου περίπτωση, εν μέρει επειδή η ζωή έχει επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις σε έναν οπαδό της ΑΕΚ. (Αν και υπάρχουν και χειρότερα: π.χ. ο Ε., ο οποίος φέρει το γενετικό υλικό της ποδοσφαιρικής ένταξης που κληρονόμησε από τον μπαμπά του, και κυρίως τον παππού του, δεν έχει ακόμη δει την ομάδα του να παίρνει πρωτάθλημα: η τελευταία φορά ήταν λίγες μέρες προτού γεννηθεί.)
Ίσως για αυτό να βιώνουμε τις – αραιές, και έμμεσες – ποδοσφαιρικές επιτυχίες, όπως το Ευρωπαϊκό του 2004, ή τη νίκη της Inter στον τελικό του Champions League το 2010, ως κάτι όχι απλώς απελευθερωτικά ηδονικό (το foreplay του «γκολ που ψήνεται», η οργασμική κορύφωση της μπάλας που «κάνει το πλεχτό να σπαρταρά»), αλλά και ως επιστροφή στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας – στην εποχή δηλ. που για πολλούς από εμάς η βασική έγνοια του απογεύματος της Κυριακής ήταν εάν η νίκη ή η ήττα της ομάδας μας στο πρωτάθλημα θα μας επέτρεπε να βαδίσουμε με το κεφάλι ψηλά ή όχι την Δευτέρα στο σχολείο.
Όμως όταν άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο δεν σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο, ούτε το sex. (Εντάξει, όχι πολύ.) Αυτό που κυρίως είχα στο μυαλό μου ήταν οι εφημερίδες – ιδίως οι κυριακάτικες. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου, η προοπτική του να περάσω ένα κυριακάτικο πρωινό χωρίς την εφημερίδα στο ένα χέρι, το φλυτζάνι του καφέ στο άλλο, και τα υπόλοιπα φύλλα και ένθετα πάνω στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο με τα βουτήματα, μου φαινόταν απλώς αδιανόητη ή, ακόμη χειρότερα, κενή νοήματος.
Αυτή η συνήθεια είχε ξεκινήσει από το σχολείο κιόλας, αλλά ανέβασε ταχύτητα στο πανεπιστήμιο. Με θυμάμαι (όχι χωρίς λίγη αναδρομική ντροπή) να μένω μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι, δίπλα μου το Βήμα, η Αυγή, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή, το μελάνι τους πάνω στα σκεπάσματα, τη μητέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιο και να με κυττάζει με καχυποψία, εκείνη συχνά ακόμη εξαντλημένη μετά από μια νυχτερινή βάρδια στη δουλειά, εγώ με το ύφος του μεγάλου διανοούμενου και κομματικού στελέχους (Γραμματέας της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ – λίγο είναι;) που, όχι, δεν τεμπελιάζει: εργάζεται σκληρά πάνω στα μεγάλα προβλήματα της ειρήνης και του σοσιαλισμού. (Συγγνώμη μαμά!)
Στο Λονδίνο, αργότερα, χάρη στον Observer και στον βραχύβιο Independent on Sunday, η φάση αυτή – ως καθαρή απόλαυση, όχι πλέον ως προτετοιμασία ενός καλύτερου κόσμου – έφτασε στο υψηλότερο (ή μήπως χαμηλότερο;) σημείο της. Προειδοποιούσα τους φίλους που φιλοξενούσα να με αφήσουν στην ησυχία μου για λίγες ώρες, μετά θα είμαι στη διάθεσή τους. Υποψιάζομαι ότι η Μ. το θεωρούσε πολύ ανάγωγο εκ μέρους μου (ο F. πάλι, όχι).
Όταν όμως επέστρεψα στην Ελλάδα, παρότι από κεκτημένη συνήθεια συνέχισα να αγοράζω εφημερίδες, δεν ήταν πια το ίδιο. Στο στρατόπεδο του Ρεθύμνου (όπου, χάρη στη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες τότε εκλογές του 1993, είχε επιτραπεί και πάλι η ανάγνωση εφημερίδων), δεν πίστευα στα μάτια μου καθώς διάβαζα το βασικό άρθρο γνώμης της Ελευθεροτυπίας. Κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου της Β. Ελλάδας (νομίζω) εξηγούσε γιατί η Πολεμική Αεροπορία θα πρέπει να βομβαρδίσει όσα κτιρία του «κράτους των Σκοπίων» ανέμιζαν τη σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας. Και η δήθεν προοδευτική, ανεξάρτητη εφημερίδα το δημοσίευε – τι λέω; το μόστραρε, με υπερηφάνεια. Καλώς ήρθατε στα Βαλκάνια, του μίσους και του αίματος. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου το συγκεκριμένο έντυπο, και δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Πολύ αργότερα ήρθε η σειρά της Αυγής. Καθυστέρησε κυρίως επειδή, παρά την προϊούσα μετάλλαξη της εφημερίδας αυτής, από το ύφος και το ήθος του Μανόλη Αναγνωστάκη σε εκείνο του Λάκη Λαζόπουλου, σε τελευταία ανάλυση εξακολουθούσα για χρόνια να δημοσιεύω άρθρα εκεί. Τακτικά, στα «Ενθέματα» επί Γιάννη Βούλγαρη μέχρι το 2000, πολύ αραιότερα μέχρι το 2010 οπότε εμφανίστηκε στον «Δαίμονα της Οικολογίας» του Κίμωνα Χατζημπίρου το τελευταίο άρθρο μου στην Αυγή – ένα κείμενο για το οποίο, παρεμπιπτόντως, εξακολουθώ να είμαι περήφανος. Ήδη όμως από πολύ καιρό, εκτός από τα άρθρα της Ελίζας Παπαδάκη ή του Κώστα Κάρη, είχα πάψει να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, ή έστω απλώς καλογραμμένο.
Το τελευταίο κρούσμα απομάγευσης από μια εφημερίδα που προηγουμένως διάβαζα επί χρόνια μου συνέβη το περσινό καλοκαίρι. Στη διάρκεια ενός περιπετειώδους ταξιδιού, από το νησί του Αρχιπελάγους της Τοσκάνης στην Αθήνα του δημοψηφίσματος, με λεωφορείο, πλοίο, bla-bla-car (θα εξηγήσω άλλη φορά) και τέλος αεροπλάνο (παραλείπω το μετρό), διάβασα με έκπληξη και θυμό την πολυσέλιδη ανταπόκριση της Repubblica. Θα μπορούσε να την είχε γράψει μόνος του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: η Αριστερά με το «Όχι», η Δεξιά με το «Ναι», ο Σαμαράς κεντρικός ομιλητής στην τελευταία συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη» κτλ. Ήταν η τελευταία φορά που πήρα στα χέρια μου την ιστορική εφημερίδα που ίδρυσε ο Eugenio Scalfari, του οποίου τα editorials ομολογώ ότι μου λείπουν. Κάπως έτσι δεν λειτουργεί η απομάγευση;
Σκέφτομαι καμιά φορά ότι άνθρωποι σαν κι εμάς, αριστεροί-φιλελεύθεροι-σοσιαλδημοκράτες Έλληνες φρικαρισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ανεκδιήγητη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, μοιάζουμε λίγο (τηρουμένων των αναλογιών) με τους πρώιμους Ανατολικοευρωπαίους refusenik, π.χ. της «Χάρτας ’77», τους οποίους οι Δυτικοί συνομιλητές κατήγγειλαν ότι έπαιζαν «αντικειμενικά» το παιγνίδι του ΝΑΤΟ, ή στην καλύτερη περίπτωση προέτρεπαν να δουν την «ευρύτερη εικόνα». (Ήδη με την «Αλληλεγγύη», 4 χρόνια αργότερα, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί: πολλοί αριστεροί σε όλη την Ευρώπη, μαζί τους και τα παιδιά της Ο.Β. ΑΣΟΕΕ που λέγαμε παραπάνω, υποστήριξαν με πάθος το πολωνικό εργατικό συνδικάτο.)
Διαβάζω ακόμη εφημερίδες. Ο υπολογιστής μου ανοίγει στο site της Καθημερινής. Ύστερα κάνω έναν γρήγορο γύρο του κόσμου: NY Times, Guardian, Corriere, El País, Βήμα, Athens Voice. Όμως, σπανίως πια κάθομαι να διαβάσω το χάρτινο φύλλο. Εκτός βέβαια εάν βρεθώ για πρωινό σε κάποιο μπαρ της πόλης, όπου μπορεί κανείς να πιει espresso και να φάει κρουασάν πληρώνοντας δύο ευρώ, περιτριγυρισμένος από βιβλία, ακούγοντας μουσική (στο Bistrò del tempo ritrovato: jazz), και διαβάζοντας – πάντοτε σε συνεννόηση με τους άλλους θαμώνες – τα ωραία ένθετα των εφημερίδων της Β. Ιταλίας, κυρίως την κυριακάτικη La lettura της Corriere della sera, ή το σαββατιάτικο Tuttolibri της Stampa.
Αλλά είπαμε: αυτό συμβαίνει σπάνια. Η απόλαυση της ανάγνωσης έχει μετατοπιστεί στα περιοδικά. Θα ήθελα να έχω στη διάθεσή μου όλο τον χρόνο του κόσμου ώστε να μπορώ να διαβάσω κάθε δεκαπενθήμερο το υπέροχο London Review of Books, το (για μένα, λιγότερο συναρπαστικό) New York Review of Books, και κάθε βδομάδα το απίθανο New Yorker, το οποίο σε μια έκλαμψη ασυνήθιστης έμπνευσης είχα πρόσφατα περιγράψει ως διασταύρωση ανάμεσα στο «Αθηνόραμα» και στην «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική» (θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ εσωτ). Εν τω μεταξύ, διαβάζω κάθε μήνα το Books Journal, που συχνά με διασκεδάζει και με αναστατώνει (ο γιατρός μου έχει απαγορεύσει να παρακολουθώ πολύ στενά την ελληνική επικαιρότητα), το Athens Review of Books – και οπωσδήποτε τον Economist, που πάντοτε ανοίγει νέους ορίζοντες.
Η τελευταία μικρή απόλαυση που μου έρχεται στο μυαλό (και την οποία μπορώ να μοιραστώ με το κοινό του Amagi) είναι το ραδιόφωνο. Στο γραφείο – εκτός από Amagi – ακούω Pepper 96 6, στο σπίτι Rai Radio 2 (η μουσική μέτρια, οι εκπομπές λόγου καλές), και τις Κυριακές BBC Radio 4. Αγαπημένη εκπομπή: Desert Island Disks. Ο καλεσμένος («ναυαγός») μιλά στην παρουσιάστρια (τα τελευταία χρόνια είναι η υπέροχη Kirsty Young) για τη ζωή του, διαλέγοντας τις μουσικές που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι, στη συνέχεια ένα βιβλίο (εκτός από την Βίβλο και τα Άπαντα του Shakespeare, που τον περιμένουν ήδη εκεί), και τέλος μια πολυτέλεια. Ακούστε την εκπομπή των αρχών του περασμένου Μαΐου, με ναυαγό τον Tom Hanks.
Έχω ήδη έτοιμη τη λίστα με τις αγαπημένες μου μουσικές, και βιβλία, και «πολυτέλειες». Δεν θα ήθελα να με βρει απροετοίμαστο το ενδεχόμενο να γίνω κάποτε κι εγώ διάσημος. Θα άξιζε, μόνο και μόνο για αυτό.