Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 25 Μαρτίου 2000)
Η προεκλογική περίοδος ελάχιστα ενδείκνυται για τη συζήτηση ζητημάτων προγραμματικής πολιτικής, καθώς η προσοχή όλων είναι στραμμένη σε πιο τρέχοντα και πιο επείγοντα θέματα – ή αντίθετα, σε θέματα ταυτότητας, υπαρξιακά, άρα εκ φύσεως διαχρονικά. Βέβαια, για τους σύγχρονους, ανανεωτικούς και τα τοιαύτα αριστερούς, το πρόγραμμα είναι σοβαρή υπόθεση: είναι θεμέλιο όχι απλώς της εκλογικής συναίνεσης, αλλά επίσης της πολιτικής στράτευσης. Είναι τυχαίο ότι τα απανταχού κόμματα της αριστεράς (από τους Νέους Εργατικούς μέχρι και την Κομμουνιστική Επανίδρυση) είναι κόμματα προγραμματικής, όχι ιδεολογικής, ενότητας; Νομίζω όχι. Η παραγνώριση της σημασίας του προγράμματος είναι μια πολυτέλεια την οποία μπορούν να απολαμβάνουν αμέριμνα μόνο οι οπαδοί της (συνειδητά) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ή όσοι έχουν πάρει οριστικά διαζύγιο από την πολιτική (όπως το σημερινό ΚΚΕ).
Οι άλλοι, εκείνοι δηλαδή που δεν ορίζονται στο ελαφρώς χιλιαστικό δίπολο “καταγγελία της πραγματικότητας – προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου”, είναι υποχρεωμένοι να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων – με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένοι να λερώνουν τα χέρια τους. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν συμβαίνει τα προβλήματα αυτά να αφορούν όψεις της πραγματικότητας επί των οποίων αναμετρούνται και δοκιμάζονται – ούτε λίγο ούτε πολύ – διαφορετικές αντιλήψεις οργάνωσης της κοινωνίας.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις, καθώς και για αυτές που ακολουθούν παρακάτω, υπήρξε μια φράση από το πρόσφατο άρθρο του Ά. Ελεφάντη “ΠΑΣΟΚ-ΝΔ: ιστορικός συμβιβασμός” (Ενθέματα 12 Μαρτίου 2000). Η φράση, χαμένη κάπου προς το τέλος του άρθρου και μάλλον συμπτωματική ως προς το κύριο επιχείρημα του, ήταν: “Δουλειά της Αριστεράς δεν είναι μια τεχνικιστική ενασχόληση, να προτείνει πέντε χιλιόμετρα Μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα”. Πιστεύω, αντίθετα, ότι “δουλειά της Αριστεράς” είναι αυτό ακριβώς – όμως δεν κάθισα να γράψω το άρθρο αυτό για να αντιδικήσω με έναν άνθρωπο ο οποίος μόνο δέος μου εμπνέει, αλλά απλώς για να αναπτύξω τις σκέψεις μου πάνω σε ένα θέμα που μου φαίνεται σημαντικό.
Λοιπόν, κατά τη γνώμη μου η ενασχόληση των αριστερών με το Μετρό είναι κάθε άλλο παρά “τεχνικιστική”, είναι βαθύτατα πολιτική. Η ανάπτυξη ενός πλήρους συγκοινωνιακού δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την επιβίωση της Αθήνας ως πόλης που στοιχειωδώς λειτουργεί. Γι αυτό, οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι ένα από τα προνομιακά πεδία παρέμβασης για την αριστερά, αφού της δίνει την ευκαιρία να αντιπαραθέσει στο “χάος της κυκλοφορίας” τις δικές της ιδέες συλλογικών μορφών οργάνωσης της κοινής ζωής όλων.
Πράγματι, το χάος της κυκλοφορίας θα μπορούσε να είναι μια παραβολή για τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η ορθολογική επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος από τα άτομα-οδηγούς σε μια κοινωνία-πόλη όπου η δημόσια παρέμβαση απουσιάζει ή απλώς περιορίζεται στη ρύθμιση των φωτεινών σηματοδοτών: όχι ακριβώς κράτος-νυχτοφύλακας αλλά κράτος-τροχονόμος. Η απόφαση κάθε οδηγού να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό του είναι ορθολογική, επειδή χωρίς αξιόπιστα μέσα μαζικής μεταφοράς οι εναλλακτικές επιλογές δεν είναι ελκυστικές. Αντίθετα, η παροχή ενός πλήρους συγκοινωνιακού δικτύου (από το κράτος, ποιον άλλο;), μαζί με μέτρα αποθάρρυνσης της κυκλοφορίας των Ι.Χ., αυξάνει την ταχύτητα των διαδρομών στην πόλη, βελτιώνει την ασφάλειά τους, ενώ μειώνει και τη ρύπανση. Εάν υπήρχαν αριστερές ιστορίες για παιδιά, εννοώ παραμύθια που μυούν τους αναγνώστες στις αξίες της συνεργασίας και της αλληλεγγύης αντί για τις “αξίες” του ανταγωνισμού και της δυσανεξίας, κάπως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι; (Παρένθεση: τέτοιες ιστορίες υπάρχουν στα αλήθεια, όπως τα παραμύθια του Gianni Rodari, σε μετάφραση Άλκης Ζέη. Τα συνιστώ ανεπιφύλακτα).
Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει, προσθέτοντας ότι η οδήγηση προάγει την επιθετικότητα του ανθρώπου ενώ το Μετρό, το τραμ (που δεν έχουμε πια, ή δεν έχουμε ακόμη;), το τρόλλεϋ και το λεωφορείο σου επιτρέπουν να διαβάσεις μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο, να χαζέψεις τους γύρω σου, να συζητήσεις ήρεμα – με άλλα λόγια, ευνοούν την πολιτισμένη συμβίωση όλων.
Το ίδιο ισχύει και για τις υπεραστικές συγκοινωνίες: όπως επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία (πολύ σωστά) ο Μ. Παπαγιαννάκης, η προτεραιότητα του σιδηροδρόμου έναντι των οδικών μεταφορών αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι το τραίνο υψηλής ταχύτητας AVE καλύπτει την απόσταση Μαδρίτη-Σεβίλλη σε δύο ώρες και κάτι. Η απόσταση είναι 480 χιλιόμετρα, όσο δηλαδή και η απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη (η οποία, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, καλύπτεται από το Intercity του ΟΣΕ σε έξη ώρες: ιδού πεδίον προγραμματικής αντιπολίτευσης λαμπρόν, για όποιον ενδιαφέρεται).
Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλων ζητημάτων καθημερινής πολιτικής (υγεία, κοινωνική πολιτική, εκπαίδευση). Εάν δει κανείς την ιστορία του κοινωνικού κράτους, θα παρατηρήσει ότι η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστερά συνήθως τηρούσε μια στάση δυσπιστίας κατά τη θεσμοθέτηση των κοινωνικών προγραμμάτων τονίζοντας τους κινδύνους “ενσωμάτωσης”, ενώ ανακάλυπτε τη σπουδαιότητά τους αργότερα, όταν αυτά απειλούνταν από τη Νέα Δεξιά. Ο κίνδυνος της απώλειας αξιοπιστίας λόγω ασυναρτησίας είναι μεγάλος – και δεν βλέπω πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αν όχι με την αποκατάσταση της έννοιας του προγράμματος στον πολιτικό λόγο της αριστεράς.
Μπορεί αυτά να είναι ασήμαντα, και να έχει μόνο σημασία η “μεγάλη σοσιαλιστική αριστερά που εκφράζει και πυροδοτεί τη δυναμική του κοινωνικού μετασχηματισμού”. Μπορεί, αλλά αμφιβάλλω. Εάν το κήρυγμα για έναν καλύτερο κόσμο σε ένα απροσδιόριστο μέλλον κάνει την αριστερά να μοιάζει με θρησκευτική σέχτα, η σύμπλευση με κάθε δυσαρεστημένο (χθες οι αγρότες, σήμερα οι “μικροεπενδυτές”, αύριο ποιος ξέρει) την τοποθετεί ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΚΚΕ μ-λ, διασταύρωση πολιτικάντικης δημαγωγίας και “επαναστατικής” αγκιτάτσιας.
Ούτως ή άλλως, η ακριβής δοσολογία οράματος-προγράμματος δεν θα πάψει ποτέ να διχάζει τους αριστερούς, εκλογές ή όχι. Εν τω μεταξύ, ας θυμηθούμε ότι η “αριστερή στάση ζωής” κρύβεται (όπως ο διάβολος) στις λεπτομέρειες. Και όπως λέει ένα παλιό ιταλικό τραγουδάκι: “το να κάνεις ντους είναι αριστερό, το να κάνεις μπάνιο σε μπανιέρα είναι δεξιό”. Μα μέχρι αυτού του σημείου; Ίσως όχι ακριβώς, αλλά δεν μου φαίνεται να απέχει και πολύ.