Φαίνεται ότι η στήλη του Paul Krugman στους New York Times διαβάζεται ευρύτατα στη χώρα μας. Επιλεκτικά βέβαια: ο νομπελίστας οικονομολόγος, προοδευτική συνείδηση της φιλελεύθερης Αμερικής, είναι δημοφιλής στην Ελλάδα βασικά επειδή επιμένει ότι η – υπερβολική και μονομερής - έμφαση στη λιτότητα κινδυνεύει να βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση. (Έχει δίκιο φυσικά: άλλωστε, στο σημείο αυτό φαίνεται ότι συμφωνεί πλέον και το ΔΝΤ!)
Όμως ο Krugman έχει πει και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα – κάποια μάλιστα μας αφορούν ευθέως. Για παράδειγμα, την ημέρα της διαδήλωσης κατά του Μνημονίου, στη διάρκεια της οποίας έχασαν τη ζωή τους τρεις εργαζόμενοι, ο Αμερικανός οικονομολόγος δημοσίευε ένα post με τον εύγλωττο τίτλο «Greek end game» (5 Μαΐου 2010). Αντιγράφω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:
«Ακόμη και με αναδιάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα έχει μεγάλο πρόβλημα, αναγκασμένη να εφαρμόσει έντονη λιτότητα – προκαλώντας βαθειά ύφεση – μόνο και μόνο για να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς τους τόκους. Το μοναδικό πράγμα που θα περιόριζε την ανάγκη για λιτότητα θα ήταν κάτι που να βοηθά την οικονομία να επεκταθεί, ή να μην συρρικνωθεί τόσο πολύ. Κάτι τέτοιο θα μείωνε την οικονομική δυσπραγία, ενώ θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα, ελαττώνοντας την απαραίτητη δόση δημοσιονομικής λιτότητας. Όμως, ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι περισσότερες εξαγωγές, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν στην Ελλάδα πέσουν δραματικά τα κόστη και οι τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα ήταν μια εξαιρετικά συνεκτική κοινωνία, με συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ένα είδος Αυστρίας του Αιγαίου, ίσως να ήταν εφικτό να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσω της συλλογικά συμφωνημένης οριζόντιας μείωσης των μισθών – δηλ. μέσω μιας 'εσωτερικής υποτίμησης'. Αλλά, όπως δείχνουν τα σημερινά αποτρόπαια γεγονότα, δεν είναι.»
Ότι η Ελλάδα δεν ήταν Αυστρία του Αιγαίου ασφαλώς το γνωρίζαμε. Όμως, όσα μεσολάβησαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έδειξαν πόσο πολύ απέχουμε από τις πιο συνεκτικές κοινωνίες της Ευρώπης. Αντί για οριζόντια μείωση των μισθών, και ενώ οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις δέχονταν μεγάλες μειώσεις των αποδοχών τους προκειμένου να κρατήσουν τη δουλειά τους, στις ΔΕΚΟ είχαμε απεργίες για να μην περάσει το πλαφόν των 4.000 ευρώ το μήνα. Αντί για μείωση των τιμών, είχαμε άνοδο του πληθωρισμού, πέρα και πάνω από την επίδραση της αύξησης του ΦΠΑ και της τιμής του πετρελαίου, καθώς οι επιχειρήσεις μείωναν τους μισθούς αλλά όχι τις τιμές των προϊόντων τους. Ενώ στον ιδιωτικό τομέα χάνονταν μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας, οι υπάλληλοι του Μετρό απεργούσαν για να μην εφαρμοστεί η εργασιακή εφεδρεία – παρότι σύμφωνα με το πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, οι παράνομες προσλήψεις από το 2004 έως το 2009 είχαν διογκώσει τον αριθμό των εργαζομένων εκεί κατά 50%. Με δυο λόγια: αντί για κοινωνική συνοχή (και παρά τη ρητορική επίκλησή της, αριστερά και δεξιά), ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Το παράξενο δεν είναι ότι οι θιγόμενοι αντιδρούν: είναι ότι οι αντιδράσεις τους είναι εντελώς δυσανάλογες. Η φορολόγηση του πτητικού επιδόματος (στην κλίμακα και όχι αυτοτελώς) «νομιμοποιεί» τους πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας να αφήνουν τα αεροσκάφη στο έδαφος – και μάλιστα τις μέρες που υπογραφόταν το Μνημόνιο, και μάλιστα παρά τις διαβεβαιώσεις του τότε υπουργού άμυνας, τώρα υπουργού οικονομίας, ότι θα αποκαταστήσει την εισοδηματική απώλεια. Η ψήφιση της εργασιακής εφεδρείας «νομιμοποιεί» τους δημοσίους υπαλλήλους να καταλάβουν τα υπουργεία τους. Η προοπτική της απελευθέρωσης των ταξί «νομιμοποιεί» τον πρόεδρο του συνδικάτου ιδιοκτητών να απειλεί ότι «θα χυθεί αίμα». Η πώληση δημόσιας περιουσίας δεν είναι λανθασμένη πολιτική: είναι «έσχατη προδοσία».
Καθώς οι τόνοι ανεβαίνουν, η έλλειψη μέτρου γενικεύεται. Στις διαδηλώσεις οι συζητήσεις έχουν ξεφύγει: η «κατοχική κυβέρνηση» θα φύγει «με ελικόπτερο» και μετά θα στηθούν «κρεμάλες στο Σύνταγμα»: ένα κρεσέντο αμετροέπειας και λεκτικής βίας.
Η λεκτική βία διευκολύνει τη φυσική βία. Σε μια απολύτως προβλέψιμη – καθότι συνεχώς επαναλαμβανόμενη – χορογραφία μίσους και καταστροφής, κάθε ειρηνική (κατ’ αρχήν) διαδήλωση καταλήγει σε συγκρούσεις με ζημιές και (ενίοτε) θύματα. «Παράπλευρες απώλειες» για τους οργανωτές, που δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα και ετοιμάζουν την επόμενη «ειρηνική διαδήλωση» (οι κουκουλοφόροι τη σημειώνουν στην ατζέντα τους).
Ίσως αυτό που ζούμε τον τελευταίο καιρό να είναι ένα αρχαίο δράμα: όχι μόνο με την έννοια ότι τα γεγονότα είναι δραματικά, αλλά με την έννοια ότι τα πρόσωπα του δράματος έχουν θέσει σε κίνηση έναν μηχανισμό που δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να σταματήσουν, παρότι είναι φανερό ότι οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή.
Και όμως: από τα τέλη του 2009 καταλάβαμε (;) ότι δεν μπορούμε πια να ζούμε πάνω από τις δυνάμεις μας: αναγκαστικά, αφού απλούστατα κανείς δεν ήταν πια διατεθειμένος να μας δανείζει χωρίς να ζητά ιλιγγιώδη επιτόκια σε αντάλλαγμα. Η διεθνής οικονομική βοήθεια κάλυψε τις δανειακές ανάγκες μας μέχρι το 2013 (και έπειτα), δηλ. μας έδωσε χρόνο: είτε για να μάθουμε να παράγουμε αγαθά που να στέκονται διεθνώς, είτε για να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι θα ζούμε πιο λιτά από όσο είχαμε συνηθίσει.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέτυχε όχι επειδή επιχείρησε να μειώσει τα ελλείμματα, αλλά επειδή δεν κατάφερε – ή δεν προσπάθησε – να αναζωογονήσει την οικονομία με σταθερούς κανόνες και προγραμματικές συμφωνίες, και παράλληλα να επουλώσει τις κοινωνικές εντάσεις επιβάλλοντας μια δίκαιη λιτότητα. Η αποτυχία της να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση, να αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία, να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και να ενθαρρύνει την υγιή επιχειρηματικότητα, οδήγησε την κυβέρνηση στο σημερινό αδιέξοδο της «φοροκαταιγίδας» και των αδιάκριτων περικοπών.
Και τώρα τι κάνουμε; Όπως έγραφε στο ίδιο post ο Krugman, εάν αποτύχει η εσωτερική υποτίμηση, δεν απομένει παρά μια και μόνο μια εναλλακτική λύση: η κανονική υποτίμηση, «που σημαίνει έξοδο από το ευρώ». Με άλλα λόγια, εάν αποτύχει η σταδιακή προσαρμογή (ναι, αυτή: του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου), δεν θα μας απομένει παρά η απότομη προσαρμογή στο βιοτικό επίπεδο της γενιάς των γονιών μας (αλλά με τις δικές μας «ανάγκες», και σε ένα λιγότερο αθώο περιβάλλον). Αυτό θέλουμε;
Παρά τις ονειροφαντασίες των διαφόρων επαγγελματιών της επανάστασης, η επόμενη μέρα δεν πρόκειται να σημάνει ριζοσπαστικοποίηση των μαζών «προς τα αριστερά», αλλά συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας και αμφισβήτηση «από τα δεξιά» των θεσμών της μεταπολίτευσης: πολιτικών (κοινοβούλιο, κόμματα, συνδικάτα) και οικονομικών (δημόσιος τομέας, φορολογία).
Φυσικά, το κυβερνών κόμμα δείχνει να πνέει τα λοίσθια, μη διαθέτοντας εφεδρείες, και έχοντας χάσει τη μάχη με τον εαυτό του. Όμως, η παρακμή του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να ανοίξει το δρόμο ούτε στο ΚΚΕ ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου (όπως λένε οι αθλητικοί συντάκτες), η τελευταία πράξη του δράματος προβλέπεται να είναι μια κυβέρνηση Α. Σαμαρά (και Φ. Κρανιδιώτη ... και Χ. Λαζαρίδη). Κυβέρνηση θνησιγενής, αλλά ικανή να παρασύρει την διαλυμένη πλέον χώρα σε κάποια ακόμη τυχοδιωκτική περιπέτεια.
Λιγότερα από 4 χρόνια πέρασαν από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη έως τον πόλεμο του 1897. Καμμιά φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται: πρώτα ως τραγωδία, ύστερα ως τραγωδία.