Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Δεκέμβριος 2011)
Μου φαίνεται αδύνατο να συζητήσουμε παραγωγικά την κεντροαριστερά χωρίς να έχουμε προηγουμένως αποτιμήσει την εμπειρία της κεντροαριστεράς στην εξουσία: τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των κυβερνήσεων Σημίτη. Φοβάμαι ότι αυτή η αποτίμηση εκκρεμμεί. Στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, πρωταγωνιστή της κεντροαριστεράς, λόγω κυβερνητικής ιστορίας και θέσης στο πολιτικό φάσμα, η διακυβέρνηση Σημίτη στην πραγματικότητα δεν ενσωματώθηκε ποτέ στην κουλτούρα και στην ταυτότητα του κόμματος. Στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς, στον οποίο η σχετική συζήτηση φαίνεται (όπως άλλωστε φαινόταν και τότε) να απευθύνεται, επικρατούν το ίδιο αντιφατικές θεωρήσεις: από το «η καλύτερη κυβέρνηση που είχαμε ποτέ» έως «Σημίτης = αρχιερέας της διαπλοκής».
Σε ό,τι με αφορά, η 8ετία Σημίτη μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Διευκρινίζω (ή υπενθυμίζω) ότι έζησα το μισό της περιόδου αυτής, 1997-2001, από τη θέση του «Ειδικού Συμβούλου του Πρωθυπουργού». Ας μην φανταστεί κανείς ότι είχα αποφασιστική επιρροή στην κυβερνητική πολιτική. Η κύρια συμβολή μου (η επεξεργασία μιας σχετικά ολοκληρωμένης πρότασης για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα) πετάχτηκε στην κάλαθο των αχρήστων μετά πολλών επαίνων, και μερικών ψόγων. Η απογοήτευσή μου για τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, από την Έκθεση Σπράου έως τις προτάσεις Γιαννίτση, στέρησε την παρουσία μου από κάθε περιεχόμενο και έκανε εύκολη την επανενεργοποίηση του αρχικού σχεδίου (επιστροφή στο πανεπιστήμιο). Από την άλλη, αισθάνομαι πολύ τυχερός που συνδέθηκα με ένα φιλόδοξο και συναρπαστικό κυβερνητικό εγχείρημα (την απόπειρα προοδευτικού εκσυγχρονισμού της χώρας), καθώς και που εργάστηκα για ανθρώπους με έντονη συνείδηση του δημοσίου (εθνικού) συμφέροντος, για την ακεραιότητα των οποίων δεν αμφέβαλα ποτέ – και δεν αμφιβάλλω ούτε τώρα: τον διευθυντή του Γραφείου Σχεδιασμού Στρατηγικής Νίκο Θέμελη, και φυσικά τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη.
Δεν είναι ανάγκη να υπενθυμίσω στους αναγνώστες της Μεταρρύθμισης τα επιτεύγματα της 8ετίας Σημίτη – εκτός ίσως για να παρατηρήσω ότι, παρότι ιστορικά, τα επιτεύγματα αυτά ήταν λιγότερο αναντίστρεπτα από όσο νομίζαμε τότε. Η οικονομική μεγέθυνση (με σημαντική αύξηση των πραγματικών μισθών) κάλυψε τις βαθειές αδυναμίες της παραγωγικής δομής, χωρίς να τις αντιμετωπίσει. Η δημοσιονομική σταθερότητα ανατράπηκε εύκολα. Η δραστήρια ευρωπαϊκή πολιτική έδωσε πάλι τη θέση της στον επαρχιωτισμό, καθώς και στην παραδοσιακή αντιμετώπιση της Ευρώπης ως αγελάδας για άρμεγμα. Η «πολιτική» βία επανήλθε μετά την εξάρθρωση της 17Ν. Η ίδρυση των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών συνόδευσε την εντεινόμενη παρακμή της δημόσιας διοίκησης, δεν τη σταμάτησε. Η διαφθορά στις ΔΟΥ, στις Πολεοδομίες, στα κρατικά νοσοκομεία και σχολεία, στη δικαιοσύνη, στις συναλλαγές με τις επιχειρήσεις που προμηθεύουν το κράτος με αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και φυσικά στην ίδια την πολιτική, παραμένει μόνιμο χαρακτηριστικό του πολιτικού τοπίου. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε δεκάδες άλλες αποτυχίες, μικρές ή μεγάλες: στο Κτηματολόγιο, στο Χρηματιστήριο κ.ο.κ.
Ο βαθμός κατά τον οποίο οι παραπάνω αποτυχίες ήταν αντικειμενικές («ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν») ή αντίθετα υποκειμενικές («δεν ήθελαν, για αυτό δεν μπορούσαν») είναι ερώτημα κλειδί. Φοβάμαι, όμως, ότι είναι δύσκολο να απαντηθεί, πολύ περισσότερο που οι πρωταγωνιστές του «κατά Σημίτη εκσυγχρονισμού» έχουν μέχρι σήμερα αποφύγει να αναμετρηθούν ουσιαστικά με την κρίσιμη εμπειρία της κεντροαριστεράς στην εξουσία.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι η διακυβέρνηση Σημίτη είναι εξαιρετικά «κακοχωνεμένη» από το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο από το οποίο προήλθε. Δεν θα αναφερθώ στο πασιφανές ότι ο τότε πρωθυπουργός ανήκε στη μειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, ότι στην πρώτη ψηφοφορία του Ιανουαρίου 1996 πήρε μόλις το ένα τρίτο των ψήφων της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, ή ότι στο συνέδριο του Ιουλίου του ίδιου έτους χρειάστηκε να εκβιάσει τα στελέχη του για να πάρει μια εντελώς απρόθυμη συγκατάθεση. (Άλλωστε, και η δική μου παρουσία εκεί οφείλεται στο ότι το 1996 δεν υπήρχαν αρκετά μέλη του ΠΑΣΟΚ με τα απαιτούμενα προσόντα, και μια στοιχειωδώς ευμενή στάση για το εγχείρημα, ώστε να στελεχώσουν το Γραφείο Πρωθυπουργού). Αυτό που είναι λιγότερο πασιφανές είναι το πώς στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το λεγόμενο «εκσυγχρονιστικό μπλοκ» διασπάστηκε, φυλλορόησε και εν τέλει μεταλλάχθηκε σε (συχνά) κάθε άλλο παρά εκσυγχρονιστικές θέσεις αμέσως μετά την αποχώρηση του Κ. Σημίτη από την πρωθυπουργία.
Όπως το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Κράξι πριν από 20 χρόνια, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται σήμερα να πνέει τα λοίσθια, υπό το βάρος μιας κρίσης που (όπως και τότε) αφορά όλο το πολιτικό σύστημα, και που επί πλέον είναι όχι μόνο ηθική αλλά και οικονομική – και μάλιστα κυριολεκτικά συγκλονιστικών διαστάσεων. Παρότι δεν ανήκα ποτέ σε αυτό το κόμμα, ενώ θεωρούσα πάντοτε (και θεωρώ ακόμη) ορισμένες διαστάσεις του «φαινομένου ΠΑΣΟΚ» καταστροφικές για τη χώρα, ελπίζω ειλικρινά η κατάρρευσή του να μην παρασύρει ανθρώπους και ιδέες που άξιζαν καλύτερη τύχη, και κυρίως να μην οδηγήσει σε μια ερήμωση του αχανούς χώρου που εκτείνεται από την αριστερά έως την κεντροδεξιά, που το κόμμα αυτό μέχρι πρότινος κάλυπτε.
Εάν τα παραπάνω έχουν κάποιο νόημα, τότε η συζήτηση περί κεντροαριστεράς (όπως αυτή που διεξάγεται από τις στήλες της Μεταρρύθμισης, των Νέων, της Αυγής και αλλού) είναι απελπιστικά καθυστερημένη και ταυτόχρονα υπερβολικά πρόωρη. Το πολιτικό διακύβευμα της «συγκυρίας» είναι διαφορετικό: η παραμονή της Ελλάδας στην Α’ Κατηγορία, έστω και στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας, δηλαδή η επιβίωσή της ως Ευρωπαϊκής χώρας – και, αντιστρόφως, η αποφυγή του υποβιβασμού της στην κατηγορία της Μέσης Ανατολής ή των Βαλκανίων.
Αντιμέτωποι με το φάσμα ενός τέτοιου υποβιβασμού, όσοι τον απεύχονται δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια της περιχαράκωσης, ακόμη και σε ευρύτερες ομαδοποιήσεις όπως είναι αυτή της κεντροαριστεράς. Σε μια ευρωπαϊκή Ελλάδα, η δημοκρατική αριστερά, η ανασυνταγμένη σοσιαλδημοκρατία και η φιλελεύθερη κεντροδεξιά θα έχουν την ευκαιρία να αντιπαρατίθενται με την ησυχία τους για το ύψος της φορολογίας ή για το επίπεδο της δημόσιας δαπάνης. Μέχρι τότε, καλά θα έκαναν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ώστε να αποφύγουμε την καταστροφή. Εν τω μεταξύ, ένα πράγμα είναι βέβαιο: σε μια μεσανατολική ή βαλκανική Ελλάδα, τα περιθώρια για μια εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά θα είναι απείρως ασφυκτικότερα από ό,τι ήταν το 1974, το 1996 ή το 2010.