Ομιλία σε εκδήλωση της οργάνωσης Νέου Κόσμου – Κουκακίου της Δημοκρατικής Αριστεράς (Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012)
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (κάτω από τις Άλπεις) έχουν προβλήματα (μερικές σοβαρά). Καμμιά χώρα όμως δεν έχει τα δικά μας προβλήματα: μεγάλο χρέος (το μεγαλύτερο στην ΕΕ), μεγάλα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού (10% του ΑΕΠ, μετά από οδυνηρή λιτότητα δύο ετών), και ταυτόχρονα μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (εμπορικό + υπηρεσιών). Τα ελλείμματα αλληλοσυνδέονται: η πλαστή ευημερία (με δανεικά) δεν επιβάρυνε μόνο το δημόσιο έλλειμμα, διόγκωνε επίσης (τεχνητά) τη ζήτηση, αυξάνοντας τις εισαγωγές και αφαιρώντας από τις επιχειρήσεις το κίνητρο για εξαγωγές.
Μια χώρα που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση δεν έχει παρά δύο (και μόνο δύο) επιλογές. Η μια είναι η κανονική υποτίμηση, ενδεχομένως με στάση πληρωμών, τύπου Αργεντινής το 2001 – αν και η Αργεντινή είχε εμπορικό πλεόνασμα (άρα είχε τρόφιμα και καύσιμα όσο διαρκούσε ο αποκλεισμός της από τις διεθνείς αγορές), καθώς και πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού (άρα μπορούσε να πληρώνει μισθούς ή συντάξεις και να εγγυάται τη λειτουργία του κράτους). Η άλλη είναι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση»: λιτότητα αλλά και μείωση των τιμών, ώστε να προστατευθεί η αγοραστική δύναμη των (μειωμένων) μισθών και ταυτόχρονα να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Ο Daniel Gros σε παλαιότερη ομιλία του στην Αθήνα είχε υπολογίσει το μέγεθος της απαιτούμενης μείωσης (κατ’ αρχήν των μισθών) σε 25%. Μια εξαγωγική ώθηση θα μείωνε το μέγεθος αυτό, μια υστέρηση θα το αύξανε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η μείωση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών την διετία 2009-2011 (σε πραγματικές τιμές) ήταν 12%, δηλ. το μισό περίπου της απαιτούμενης προσαρμογής (κατά Gros).
Η «εσωτερική υποτίμηση», για να αποδώσει, έχει ορισμένες (απαιτητικές) προϋποθέσεις. Πρώτον, δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής + κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Δεύτερον, συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, ώστε οι μειώσεις μισθών αφενός να μεταφραστούν σε μειώσεις τιμών και αφετέρου να είναι πρόσκαιρες (όσο διαρκεί η κρίση) και να αναπληρωθούν από ανάλογες αυξήσεις στο μέλλον (ώστε δηλ. να πιάσουν τόπο οι θυσίες των εργαζομένων). Τρίτον, εξυγίανση των θεσμών: καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της κακοδιοίκησης, της στρέβλωσης της αγοράς – ώστε η επιχειρηματικότητα να πάψει να βασίζεται στη διαπλοκή με πολιτικούς, στη συμπίεση των μισθών, στην παραβίαση της (εργατικής, ασφαλιστικής, φορολογικής, περιβαλλοντικής, πολεοδομικής κ.ά.) νομοθεσίας.
Ήταν το Μνημόνιο μονόδρομος; Και ναι και όχι. Ναι – επειδή με δεδομένο τον αποκλεισμό μας από τις διεθνείς χρηματαγορές ήταν ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης των δανειακών αναγκών της χώρας. Όχι – επειδή ούτε οι αγορές, ούτε το ΔΝΤ, ούτε η ΕΕ, ούτε κάποιος άλλος νοιάζεται πολύ για το πώς μια χώρα τηρεί τις δανειακές υποχρεώσεις της, ούτε για το πώς μειώνει τα ελλείμματά της (για αυτό άλλωστε κανείς δεν εμποδίζει τη Δανία να έχει υψηλή φορολογία, υψηλή κοινωνική δαπάνη κτλ). Συνεπώς, παρότι κάποιο Μνημόνιο ήταν αναγκαίο, κανείς δεν μας εμπόδιζε να προτείνουμε ένα άλλο Μνημόνιο, όπως το θέλαμε εμείς, με τα δικά μας «ισοδύναμα μέτρα» μείωσης των ελλειμμάτων.
«Καλά όλα αυτά – το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα». Η δημόσια συζήτηση για την τακτική της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για το PSI και τη δανειακή σύμβαση στα κανάλια και στα blogs μοιάζει λίγο με τη συζήτηση για την πορεία της Εθνικής ομάδας του μπάσκετ το 1987: ξαφνικά γίναμε όλοι ειδικοί για το εύρος του κουρέματος, για το επιτόκιο των ομολόγων ή για το βρετανικό δίκαιο, όπως τότε όλοι ανέλυαν σε βάθος (και με πάθος) τα σχετικά πλεονεκτήματα του συστήματος ζώνης έναντι του man-to-man. Και το Eurobasket και οι διαπραγματεύσεις για το PSI είναι παιγνίδια (το ένα πήγε υπέροχα, το άλλο θα δούμε) στα οποία είμαστε θεατές, δεν παίζουμε οι ίδιοι. Η ελληνική αντιπροσωπεία παίζει το ρόλο ενός κομπάρσου, που παραμένει μεν ικανός για κάποια αυτοκαταστροφική κίνηση (ιδίως όταν επικεφαλής είναι ο σημερινός υπουργός οικονομικών) αλλά δεν είναι σε θέση να καθορίσει θετικά την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για μας. Από τη μια, τα γεγονότα των τελευταίων ετών έχουν περιορίσει ασφυκτικά την αξιοπιστία (και, συνεπώς, τα περιθώρια) των δικών μας χειρισμών. Από την άλλη, τα όρια μεταξύ της «συντεταγμένης» χρεωκοπίας και της άτακτης είναι δυσδιάκριτα: κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή με μια στραβοτιμονιά να τα διασχίσουμε (ιδίως όταν βλ. παραπάνω).
Για αυτό η συζήτηση για το εύρος του κουρέματος, για το επιτόκιο των ομολόγων ή για το βρετανικό δίκαιο προσωπικά δεν με συγκινεί ιδιαίτερα: σε λίγες μέρες θα ξέρουμε αν χρεωκοπήσαμε και πώς ακριβώς. Εν τω μεταξύ, θα ήταν προτιμότερο να ξοδεύουμε λιγότερο χρόνο και ενέργεια για ζητήματα όπου είμαστε απλώς θεατές: ας κρατήσουμε τις δυνάμεις μας για όσα μπορούμε να επηρεάσουμε.
Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο θέμα: το «διακύβευμα» της επόμενης περιόδου. Θα έλεγα ότι η κατάσταση έχει συνοπτικά ως εξής. Το βραχυπρόθεσμο διακύβευμα είναι να παραμείνουμε στην Α' Κατηγορία. Η άτακτη χρεωκοπία ή/και επιστροφή στη δραχμή δεν θα είναι το τέλος του κόσμου (η ζωή συνεχίζεται, πάντοτε). Θα σημάνει όμως τον υποβιβασμό μας: δηλ. την συντριπτική ήττα όσων ονειρεύτηκαν μια ευρωπαϊκή Ελλάδα, και την θριαμβευτική νίκη όσων (στα αριστερά και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος) πάντα κατά βάθος προτιμούσαν μια Ελλάδα βαλκανική και μεσανατολική. Επίσης, θα θέσει σε κίνηση έναν πολύ επικίνδυνο μηχανισμό, όπου ο εθνικισμός (με ή χωρίς αντιιμπεριαλιστική προβιά) θα έχει πάρει το πάνω χέρι, και – σε συνδυασμό με τη γρήγορη διάψευση των φρούδων ελπίδων που ήδη καλλιεργεί η παράταξη της δραχμής – θα είναι έτοιμος να μας φέρει στα πρόθυρα μιας καταστροφικής πολεμικής εμπλοκής. Φοβάμαι ότι ο αρχηγός της ΝΔ είναι απόλυτα ικανός για κάτι τέτοιο.
Το μεσοπρόθεσμο διακύβευμα, όσον αφορά την οικονομία, είναι κατ’ αρχήν να μάθουμε να ζούμε χωρίς ελλείμματα, ώστε να περιορίσουμε την έκθεσή μας στις αγορές. Μέσα σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η δημοσιονομική σταθερότητα είναι ασφάλεια – και η κύρια προϋπόθεση για να μπορούμε να επιλέγουμε τις πολιτικές που προτιμάμε με όσο περισσότερη αυτονομία γίνεται. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός: οι επάρατες αγορές δεν εμποδίζουν τη μικρή (πλην όμως πλεονασματική) Δανία να επιβάλλει – και να εισπράττει! – φόρους ίσους με το μισό περίπου ΑΕΠ της χώρας, ούτε να χρηματοδοτεί με αυτούς το ισχυρότερο ίσως σύστημα κοινωνικής προστασίας στον κόσμο.
Στη συνέχεια, το ζητούμενο είναι, ασφαλώς, η ανάπτυξη. Σήμερα έχουμε γίνει όλοι κεϋνσιανοί - και διαβάζουμε μανιωδώς τα άρθρα του Krugman, επικροτώντας με ενθουσιασμό την προειδοποίησή του ότι δεν είναι πολύ καλή ιδέα να προσπαθείς να μειώνεις τα ελλείμματα στη διάρκεια της ύφεσης. Σωστά: τα ελλείμματα πρέπει να τα μειώνεις στη διάρκεια της ανόδου της οικονομίας. Κρίμα που στην προ κρίσης περίοδο, όταν επί 10-12 χρόνια είχαμε από τους υψηλότερους ρυθμούς (όπως αποδείχθηκε, σαθρής) ανάπτυξης στην ΕΕ (+4% ετησίως), αντί να μειώσουμε τα ελλείμματα τα αφήσαμε να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. (Τότε βέβαια οι σημερινοί κεϋνσιανοί απλώς σιωπούσαν, ή μάλλον επικροτούσαν ενθουσιωδώς τις πολιτικές που παρήγαγαν ελλείμματα και ζητούσαν ακόμη μεγαλύτερα.)
Σε κάθε περίπτωση, όπως έχω γράψει αλλού (Καθημερινή 7 Μαρτίου 2009), η κλασική κεϋνσιανή συνταγή της ώθησης της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια χώρα με αναιμική παραγωγική βάση, όπως είναι πλέον η Ελλάδα. Όπως είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τα πρόσθετα εισοδήματα αγοράζουν προϊόντα που εισάγουμε από αλλού. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τους εργαζόμενους στην Κίνα και στη Ν. Κορέα (ή στη Γερμανία και τη Γαλλία) – πάντως ως στρατηγική για την ανάπτυξη με αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μου φαίνεται πειστική. Συνεπώς, φοβάμαι ότι ο νεοκεϋνσιανισμός à la grecque λίγα έχει να προσφέρει: δεν μένουν παρά οι διαρθρωτικές αλλαγές (στην πλευρά της προσφοράς).
Το μεσοπρόθεσμο διακύβευμα δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Μια μεταρρυθμιστική δύναμη της αριστεράς, ιδίως εάν έχει (απολύτως θεμιτές) κυβερνητικές φιλοδοξίες, δεν διαθέτει την πολυτέλεια να επιτρέψει τη διάβρωση του κύρους των θεσμών από τους οποίους το πολιτικό της εγχείρημα εξαρτάται. Ο αριστερός ρεφορμισμός είναι απλώς αδιανόητος όσο εντείνεται η ανυποληψία των εργατικών συνδικάτων, ή της Βουλής, ή του δημόσιου τομέα.
Φυσικά, αυτό σε κάποιο βαθμό είναι πέρα από τον έλεγχο της μεταρρυθμιστικής αριστεράς. Δείχνει όμως το αναγκαίο περιεχόμενο της πολιτικής της παρέμβασης:
- Αναπροσανατολισμός του κέντρου βάρους της πολιτικής των συνδικάτων (και όχι μόνο) προς τα συμφέροντα των outsiders (των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, ιδίως όσων εργάζονται υπό επισφαλείς συνθήκες).
- Δραστική μείωση του κόστους της πολιτικής, με μείωση του αριθμού των βουλευτών και άλλα μέτρα «ταπείνωσης» (κατά Α. Μανιτάκη) του πολιτικού προσωπικού που μας οδήγησε – υπό τις επευφημίες, βέβαια, της κοινής γνώμης – στην χρεωκοπία.
- Αλλαγή παραδείγματος στο δημόσιο τομέα, με ενθάρρυνση και στήριξη όσων από τους γιατρούς, νοσοκόμους, δασκάλους, καθηγητές, πυροσβέστες, εφοριακούς κ.ά. είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν με εντιμότητα και αφοσίωση στο δημόσιο συμφέρον, (εξ)υπηρετώντας τους πολίτες-χρήστες των υπηρεσιών τους, την ώρα που τα πάντα γύρω τους καταρρέουν.
Το μακροπρόθεσμο διακύβευμα παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε: να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, ένας τόπος στον οποίο νέοι άνθρωποι θα θέλουν να ζουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Θα τα καταφέρουμε; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι από αυτό θα κριθούμε όλοι.
...
Απαντήσεις σε ερωτήσεις
Ε: Είναι αναγκαία μέτρα η μείωση των κατώτατων αποδοχών και η περικοπή του 13ου / 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα;
Α: Δεν είμαι απόλυτα πεισμένος, παρότι οικονομολόγοι που τους εκτιμώ ισχυρίζονται πως ναι. Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί (και το κόστος εργασίας) στην Ελλάδα τα τελευταία 10-12 χρόνια πριν την κρίση αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι κατώτατες αποδοχές στη χώρα μας είναι υψηλότερες από ό,τι στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (για να μην αναφέρω τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία – όπου όμως μεταφέρονται οι ελληνικές επιχειρήσεις). Από την άλλη, η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους μισθούς, ούτε η μείωση των μισθών εγγυάται τη μείωση των τιμών: μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί απλώς ευκαιρία αύξησης της κερδοφορίας με διατήρηση (και ενίσχυση) του σημερινού μοντέλου επιχειρηματικότητας (της «αρπαχτής»). Θα προτιμούσα η μείωση των μισθών να είναι συμφωνημένη, πρόσκαιρη, και με ανταλλάγματα (βραχυπρόθεσμα: μείωση των τιμών – μεσοπρόθεσμα: δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για προσλήψεις και μισθολογικές βελτιώσεις όταν περάσει η κρίση). Θα προτιμούσα επίσης η συναίνεση των συνδικάτων στη (λελογισμένη) μείωση των κατώτατων αποδοχών να συνδυαστεί με τη δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας για τις κατώτατες αποδοχές (και την ασφάλιση, και όσα άλλα σήμερα καταστρατηγούνται) από όλες τις επιχειρήσεις. (Οι προγραμματικές συμφωνίες δεν προϋποθέτουν μόνο υπεύθυνα συνδικάτα, αλλά και υπεύθυνη εργοδοσία.)
Ε: Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη δύσκολα θα έρθει από αλλού, επιτρέπεται μια προοδευτική πολιτική να δαιμονοποιεί τις ξένες επενδύσεις;
Α: Προφανώς όχι. Από την άλλη, μια προοδευτική πολιτική δεν μπορεί να επικροτεί όλες τις ξένες επενδύσεις: κάποιες μπορεί να επιδεινώνουν τις εργασιακές σχέσεις, άλλες μπορεί να βλάπτουν το περιβάλλον – παρότι αυτά κατά κανόνα προβάλλονται ως προσχήματα από όσους φαντασιώνονται τον κρατικομονοπωλιακό σοσιαλισμό. Επί πλέον, η εμπειρία δείχνει ότι σε οικονομίες με υποδομές που υστερούν, εργατικό δυναμικό χαμηλών δεξιοτήτων, γραφειοκρατικά εμπόδια κτλ. οι ξένες επενδύσεις δεν είναι παραγωγικές αλλά συγκεντρώνονται σε τομείς τύπου real estate. Συνεπώς, θα έλεγα «ξένες επενδύσεις ναι, αλλά με προσοχή και χωρίς μεγάλες αυταπάτες».
Ε: Το ΕΣΠΑ θα δώσει λύση;
Α: Το ΕΣΠΑ είναι προφανώς μια ευκαιρία - αλλά αντίστοιχες ευκαιρίες στο παρελθόν τις χάσαμε. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πολλαπλασιαστής (κατά Keynes) των δημόσιων επενδύσεων στην Ελλάδα που χρηματοδοτήθηκαν από τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ, τα απανωτά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης κτλ. ήταν κοντά στο 1. Με άλλα λόγια, τα σχετικά κονδύλια «απορροφήθηκαν» αλλά δεν έδωσαν αναπτυξιακή ώθηση. Απλώς κάποιοι τα εισέπραξαν (και μετά έσπευσαν να αγοράσουν ακίνητα ή εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα), χωρίς να τεθεί σε κίνηση ο κύκλος της ανάπτυξης. Ακόμη χειρότερα, η απόδοσή τους ήταν απελπιστικά χαμηλή. Ένα παράδειγμα που γνωρίζω καλά: την περίοδο 2000-2008 υλοποιήθηκαν ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης συνολικού κόστους 1 δις. ευρώ – τα οποία όμως δεν φαίνεται να οδήγησαν στη δημιουργία ούτε 1 (μίας) θέσης εργασίας (λέω «δεν φαίνεται» επειδή τα ΚΕΚ αρνούνται να συμμορφωθούν με την υποχρέωση του follow up, δηλ. της παρακολούθησης της πορείας όσων επιμορφώνουν στην αγορά εργασίας). Συνεπώς, το ΕΣΠΑ μπορεί να προσφέρει, όμως η εμμονή (και του σημερινού υπουργού ανάπτυξης) στην «απορροφητικότητα» κινδυνεύει απλώς να αναπαράγει την παραοικονομία και τις άλλες γνωστές παθογένειες.
Ε: Γιατί επιμένουμε στα μεγάλα έργα και όχι στα μικρά (σε τοπική κλίμακα);
Α: Πολλοί οικονομολόγοι (και άνθρωποι της αγοράς) προτιμούν τα μεγάλα έργα επειδή εγγυώνται ταχύτερη απορροφητικότητα και μεγαλύτερη απόδοση. Δεν είμαι απόλυτα πεισμένος. Κάποια από τα μεγάλα έργα (π.χ. επέκταση του Μετρό) θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμα, άλλα απλώς γεμίζουν τη χώρα με περισσότερο τσιμέντο (απασχολώντας λίγους μηχανικούς και μελετητές και πολλούς μετανάστες με χαμηλά μεροκάματα και χωρίς ασφάλιση). Φυσικά, συχνά και τα μικρά έργα σε τοπική κλίμακα πάσχουν από τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Αυτό μας φέρνει στην προηγούμενη συζήτηση περί τόνωσης της ζήτησης χωρίς αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Εάν η μηχανή έχει χαλάσει, δεν ωφελεί να της ρίχνεις καύσιμο: πρέπει να την επιδιορθώσεις!
Ε: Η ΑΟΖ θα ήταν λύση;
Α: Ίσως (ο γιος μου που παρακολουθεί το θέμα λέει ναι). Έχω, όμως, την εντύπωση ότι για τους περισσότερους η ΑΟΖ είναι το λαχείο που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να ζούμε όπως είχαμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια. Ένα τέτοιο λαχείο θα προτιμούσα να μην το κερδίσουμε.
Ε: Οι εξοπλισμοί δεν μπορούν να μειωθούν;
Α: Έχουν μειωθεί, αλλά ελάχιστα. Η χώρα μας δαπανά για άμυνα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ (πλην ΗΠΑ). Φυσικά, η μείωση των εξοπλισμών πρέπει να συνοδεύεται από μια εξωτερική πολιτική που κλείνει ανοιχτά ζητήματα με τους γείτονες: ονομασία FYROM, Κυπριακό, Αιγαίο κτλ. Με Σαμαρά πρωθυπουργό κάτι τέτοιο θα ήταν λίγο δύσκολο.
Ε: Υπάρχουν άλλα «ισοδύναμα» μέτρα μείωσης των ελλειμμάτων;
Α. Φυσικά: αυτό εννοούσα όταν έλεγα προηγουμένως ότι χρειαζόμαστε ένα δικό μας Μνημόνιο. Εντελώς πρόχειρα, μερικά από τα κρίσιμα διλήμματα:
- Να καταργήσουμε την (εντελώς σκανδαλώδη) επιχορήγηση του ασφαλιστικού της ΔΕΗ ή να μειώσουμε τις συντάξεις;
- Να εξακολουθήσουμε να επιχορηγούμε τα χωριστά ασφαλιστικά ταμεία των άλλων εύπορων ομάδων (μηχανικών, νομικών, γιατρών, δημοσιογράφων, υπαλλήλων ΤτΕ) ή να ενισχύσουμε το εισόδημα των ανέργων και των φτωχών;
- Πώς να αυξήσουμε τα έσοδα, με αύξηση του ΦΠΑ που αποδίδει αμέσως αλλά είναι άδικος, ή με φόρο ακίνητης περιουσίας που είναι πολύ δικαιότερος και παραμένει χαμηλός στην Ελλάδα (παρά το «χαράτσι της ΔΕΗ» που θέλει φυσικά καλύτερο σχεδιασμό);
- Πώς μειώνουμε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, με την προσυνταξιοδότηση έμπειρων (και ενίοτε πολύτιμων) στελεχών, ή ξεκινώντας την εφαρμογή της εφεδρείας από τους αργόμισθους και τους προσληφθέντες εκτός ΑΣΕΠ;
Και πολλά άλλα.
Μια δύναμη της μεταρρυθμιστικής αριστεράς θα πρέπει να μπορεί να απαντά σε τέτοια διλήμματα, και να θέτει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης συγκεκριμένες προτάσεις ισοδύναμων μέτρων. Αυτό μέχρι τώρα δεν έχει γίνει.