Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 7 Μαρτίου 2009)
Γενικώς, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η λελογισμένη χαλάρωση των περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη δημοσιονομική επέκταση μπορεί και να μην είναι κακή ιδέα.
Ειδικώς, στις συνθήκες της Ελλάδας, μια τέτοια επιλογή θα ήταν μάλλον ριψοκίνδυνη – για πολλούς λόγους.
Πρώτον, παρότι οι ανάγκες σε κοινωνικές υπηρεσίες (βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι, ενισχυτική διδασκαλία σε παιδιά μεταναστών κ.ά.) είναι μεγάλες, η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα παραμένει απελπιστικά χαμηλή. Για να βελτιωθεί χρειαζόμαστε καλύτερη κατανομή μεταξύ προγραμμάτων, καλύτερο σχεδιασμό, καλύτερες υποδομές, εντιμότερη διαχείριση, κάποια διάθεση προσφοράς στον πολίτη. Χωρίς όλα αυτά, ούτε η αύξηση του προσωπικού ούτε η βελτίωση των μισθών θα έφτανε για να γίνει παραγωγικότερη η δημόσια διοίκηση, ή τα κρατικά νοσοκομεία, ή τα σχολεία, ακόμη και τα πανεπιστήμια – για να μην μιλήσουμε για τις πολεοδομίες, τις εφορίες ή τις φυλακές.
Δεύτερον, χωρίς ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, χωρίς επιδόματα παιδιών για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, χωρίς παροχές μητρότητας στις ανασφάλιστες, χωρίς επιδόματα ανεργίας στους νέους ανέργους με χαμηλό εισόδημα – χωρίς δηλαδή μια γενναία ανακατανομή της κοινωνικής δαπάνης, η αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων δεν θα είχε σπουδαίο κοινωνικό αντίκτυπο, με την έννοια της μείωσης της φτώχειας και της ανισότητας. Ούτε η αύξηση των κατώτατων αποδοχών θα απέτρεπε τα φαινόμενα ακραίας εκμετάλλευσης που έφερε στο φώς η υπόθεση Κούνεβα.
Τρίτον, στη χώρα μας η αναγκαστική χρηματοδότηση του πρόσθετου ελλείμματος εξ αιτίας της δημοσιονομικής επέκτασης θα είχε μεγαλύτερο κόστος από ό,τι αλλού. Επειδή τα χρόνια των σχετικώς παχύτερων αγελάδων δεν καταφέραμε να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, ούτε να αντιμετωπίσουμε τα εκρηκτικά ελλείμματα του ασφαλιστικού στο (όχι και τόσο μακρυνό) μέλλον, οι αγορές ζητούν υψηλότερα επιτόκια για να δεχθούν να μας δανείσουν. Όπως και στην προ Σημίτη εποχή, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους κινδυνεύει να γίνει ξανά ένα από τα ακριβότερα κονδύλια του προϋπολογισμού.
Τέταρτον, γιατί σε μια χώρα με αναιμική παραγωγική βάση, όπως είναι πλέον η Ελλάδα, η κλασική κεϋνσιανή συνταγή της ώθησης της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Όπως είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τα πρόσθετα εισοδήματα αγοράζουν προϊόντα που εισάγουμε από αλλού. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τους εργαζόμενους στην Κίνα ή στην Κορέα, αλλά ως στρατηγική για την αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μου φαίνεται πειστική.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλους λόγους σκεπτικισμού ως προς τις προοπτικές ενός νεοκεϋνσιανισμού à la grecque που δείχνει να γυρνά στη μόδα. Είναι μάλλον περιττό.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να περιμένουμε στωικά να περάσει η κρίση; Όχι, σημαίνει, απλώς, ότι πρέπει να δυσπιστούμε στις εύκολες συνταγές. Λύσεις υπάρχουν, αλλά είναι «δύσκολες». Οι αναγκαίες επενδύσεις (στο περιβάλλον, στην καινοτομία, στις δημόσιες μεταφορές, στις ποιοτικές υπηρεσίες) θα ενοχλήσουν όσους είχαν συνηθίσει στο εύκολο χρήμα της συναλλαγής και της διαφθοράς. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (στην υγεία, στην παιδεία, στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας) θα ξεβολέψουν όσους ωφελούνται από τη σημερινή παρακμή. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν ...