Γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο και συνυπογράφεται από τους Ορέστη Καλογήρου, Γιώργο Καρρά, Βάσω Κιντή, Ελίζα Παπαδάκη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2011).
Υπάρχουν ζητήµατα που βρίσκονται εκτός δηµοκρατικών διαδικασιών, που δεν µπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. ∆εν µπορούµε για παράδειγµα να ψηφίσουµε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόµοι του Νεύτωνα - είναι άλλες οι διαδικασίες µέσω των οποίων θα αποφανθούµε για την εγκυρότητα ή µη των νόµων αυτών. Αν εµείς, παρόλα αυτά, θελήσουµε να θέσουµε τους νόµους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγµατικό νόηµα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόµων, αλλά το κατά πόσον εµείς θέλουµε να τους λαµβάνουµε υπόψη ή θέλουµε να τους αγνοούµε (και ενδεχοµένως να φάµε το κεφάλι µας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόµοι υπάρχουν έξω από µας, Σε µας το µόνο που µένει είναι να συγχρονίσουµε τη σκέψη µας µε αυτούς, να τους καταστήσουµε (και µαζί να καταστήσουµε και τους εαυτούς µας) έλλογους, ή να µην το κάνουµε: τούτο το τελευταίο µεταφερόµενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισµός.
Οι κοινωνικοί και οικονοµικοί νόµοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόµους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόµοι. Με αυτή (και µόνο µε αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόµους του, ισχύουν, τηρουµένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονοµικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόµαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δηµοκρατίας. Θα οφείλαµε ανά πάσα στιγµή να γνωρίζουµε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθµό που δεν µπορούµε έτσι απλά δια προεδρικού διατάγµατος να το αλλάξουµε- να το λαµβάνουµε υπόψη µας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα µας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισµού, εντός του οποίου όλοι, µα κυριολεκτικά όλοι, είµαστε βουτηγµένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσµιοποίησης µια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόµων και κανόνων, µια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόµορφου ελληνικού βολονταρισµού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η αριστερά την ονοµάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσµα της δικής µας παιδείας, που δεν τη θεωρούµε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύµφωνα µε την οποία αντίσταση σηµαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειµένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα µόνο παράδειγµα άγνοιας αντικειµενικών συνθηκών θα φέρουµε από το παρελθόν, γιατί σκοπός µας εδώ δεν είναι να κάνουµε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει µόλις εισέλθει στην “Κοινή Αγορά”, στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης και εποµένως βρίσκεται µέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονοµικό µοντέλο, το οποίο θα µπορούσαµε να το κωδικοποιήσουµε ως εξής: παράγουµε καπιταλιστικά, αµειβόµαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουµε ελεύθερα και παγκοσµιοποιηµένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα µεγάλο µέρος της µη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κοµµάτι κατέληγε στο δηµόσιο υπό τη µορφή των προβληµατικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούµενος και ασθενικός ιδιωτικός τοµέας είχε να θρέψει ένα διογκωµένο και διογκούµενο δηµόσιο τοµέα, µε συνέπεια η σοσιαλιστική αµοιβή (σύµφωνα µε τις ανάγκες µας) και η ελεύθερη παγκοσµιοποιηµένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται µε δανεισµό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόµισµα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δηµοκρατίας, ουδείς προβληµατίστηκε για τη νέα αντικειµενική συνθήκη που δηµιουργείτο και τον τρόπο προσαρµογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαµε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, µε µεγάλη ένταση λίγους µήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών µας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειµµάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος µας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και µόνο εκ µέρους µας ήταν συνώνυµη της χρεωκοπίας.
Αποτέλεσµα αυτής της κατάστασης, µιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισµού της βρίσκεται έξω από µας, εκτός ορίων της ελληνικής δηµοκρατίας, στις αγορές, ήταν το
µνηµόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισµοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο µνηµόνιο”, “το µνηµόνιο δεν είναι µονόδροµος”, τάσσοµαι κατά του µνηµονίου”, να κάνουµε δηµοψήφισµα, “να ψηφίσουµε αν είµαστε υπέρ ή κατά του µνηµονίου”. Στην πραγµατικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του µνηµονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισµού, ή µιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του µνηµονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν µε τις συνέπειες του µη µνηµονίου: το µνηµόνιο µας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήµατα µε σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειµένου αφενός να εξυπηρετήσουµε το ληξιπρόθεσµο χρέος µας, αφετέρου να καλύψουµε τα καινούργια ελλείµµατα που θα δηµιουργήσουµε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγµα αναλαµβάνουµε την υποχρέωση να µειώνουµε σταδιακά αυτά τα ελλείµµατα, µέχρι να τα φέρουµε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγµα το 2009 το δηµόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειµµα ήταν πάνω από 35 δις. Το µνηµόνιο µας επέβαλε να µειώσουµε το 2010 το έλλειµµα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγµή σηµαίνει ότι µας επέτρεπε (και µας χρηµατοδοτούσε) να έχουµε ένα έλλειµµα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαµε µισθούς (µειωµένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήµατα του µνηµονίου η χώρα θα χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία σηµαίνει βέβαια αδυναµία πληρωµής χρεωλυσίων, ενδεχοµένως και τόκων, σηµαίνει όµως ταυτόχρονα και αδυναµία δανεισµού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δηµοσίου µε τον έξω κόσµο. Αδυναµία καινούργιου δανεισµού σηµαίνει αδυναµία χρηµατοδότησης του καινούργιου (έστω µειωµένου) ελλείµµατος που “παράγουµε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σηµαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότοµη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε µια κατάσταση µηδενικού ελλείµµατος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούµε να φθάσουµε σταδιακά µέσω µνηµονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότοµη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουµε, είναι 36 δις µείον οι τόκοι που ενδεχοµένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναµε) η χώρα δεν θα µπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ µικρότερη προσγείωση του µνηµονίου. Αν καταλαβαίνουµε καλά τα όσα περιγράφουµε, σηµαίνουν στην πραγµατικότητα µια κατάσταση τόσο διογκωµένου ελλείµµατος, ώστε η χώρα να µην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, µε τη βοήθεια και του µνηµονίου, φθάσουµε σε πρωτογενή πλεονάσµατα και εποµένως δεν έχουµε ανάγκη καινούργιου δανεισµού για να χρηµατοδοτήσουµε ελλείµµατα, τότε και µόνον τότε θα πάµε σε µια µορφή λελογισµένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε µε κούρεµα, είτε µε επιµήκυνση, είτε µε αναδιαπραγµάτευση επιτοκίου, ή µε έναν συνδυασµό όλων αυτών, ώστε να µειώσουµε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που µας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το µνηµόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόµα και στο βαθµό που πετυχαίνουµε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και εποµένως δεν θα µπορέσουµε να βγούµε για δανεισµό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν µειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαµε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εµείς δεν έχουµε παρά να εκπληρώσουµε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασµάτων (το µνηµόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουµε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουµε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουµε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουµε να το τιµήσουµε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουµε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία µιας χώρας δεν µπορεί να είναι µια πράξη συµφέροντος, αλλά µια πράξη εξαναγκασµένη, µια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της µορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωµα (που ορισµένοι αριστεροί προτείνουν κάπου µεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του µνηµονίου, εµείς είχαµε τη δυνατότητα να επιλέξουµε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδοµάδες δεν θα διαθέταµε συνάλλαγµα να αγοράσουµε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά µας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το µνηµόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κοµπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα µας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονοµία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούµενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (µνηµόνιο), είτε απότοµα (µη µνηµόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισµού είναι η συρρίκνωση. Ας µας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονοµία, χωρίς να έχουµε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουµε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωµετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη µπορεί καταρχάς να έρθει µόνο απέξω.
Στη θάλασσα της αγοράς
Να προβλέψουµε σήµερα την τύχη του µνηµονίου, κατά πόσον δηλαδή θα µας οδηγήσει σε µια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεωκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας µορφής ρύθµιση του χρέους, ρύθµιση που πάλι δεν εξαρτάται από µας, αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. ∆εν µπορούµε να µπούµε εδώ σε αυτή τη µεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από µας είναι να µηδενίσουµε το έλλειµµά µας για να είµαστε έτοιµοι και για τη µία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που µπορούµε να προβλέψουµε µε ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούµε ως χώρα στο προβλεπτό µέλλον (ας πούµε τις επόµενες µια-δυο δεκαετίες), είτε “πετύχει” είτε “αποτύχει” το µνηµόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό µέλλον λοιπόν και µετά την “επανάσταση” των δανειστών µας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να µας δανείσει για να χρηµατοδοτήσει καινούργια ελλείµµατα. Εποµένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήµατα που θα έχουµε για να ζήσουµε, για να χρηµατοδοτήσουµε τα σχολεία µας, τα νοσοκοµεία µας, τις συντάξεις µας και για να πληρώνουµε πίσω τα κουρεµένα ή ακούρευτα τοκοχρεωλύσιά µας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουµε και ό,τι µπορούµε να πουλήσουµε, στους εαυτούς µας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά, έχει καλώς, αν είναι λίγα, τόσο το χειρότερο για µας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήµερα ξεκινάµε από τα λίγα, ή µάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουµε εποµένως (έχουµε ήδη εισέλθει) από µιαν εποχή του απόλυτου σε µια εποχή του οικονοµικά σχετικού. Από µιαν εποχή, όπου πολλοί άνθρωποι στο δηµόσιο τοµέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, µέχρι και αγρότες που στήναν µπλόκα στα Μάλγαρα, αµείβονταν σύµφωνα µε τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για µερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάµε σε µιαν εποχή που οι ανάγκες θα πρέπει να προσαρµοστούν στο τι παράγουµε και τι είµαστε σε θέση να πουλήσουµε (ανταλλάξουµε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωµένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν µε ανεξίτηλη
µελάνη επιφανείς νοµικοί στα βιβλία του κράτους. ∆εν υπάρχουν απόλυτα εγγυηµένα χρήµατα ούτε καν ονοµαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόµα (νόµιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόµισµα. Αν ακόµα είχαµε το νόµισµα (δραχµή) ως κράτος στα χέρια µας, θα µπορούσαµε να κοροϊδευόµαστε (όπως κάναµε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουµε ονοµαστικά σταθερές αξίες (και να καµωνόµαστε ότι αγνούµε πως οι πραγµατικές αξίες
µειώνονταν ακολουθώντας τους νόµους της οικονοµίας). Τώρα µε το ευρώ δεν µας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόµισµα δεν εξαρτάται από µας και από κανέναν µεµονωµένο εταίρο, έχει (µε γερµανική συµβολή) καταστεί απόλυτη αξία κάτι σαν τα χρυσά νοµίσµατα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί µας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (νάτες πάλι οι αναθεµατισµένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερµανική ορθοδοξία, για µία µόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να µετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισµό; Ίδωµεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι µας. Και το πρόβληµα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά µόνο δικό µας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόµαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει µε τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουµε δε θέλουµε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα µερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούµε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι µόνιµες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωµένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όµως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία µας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούµε να µοιραστούµε µε δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όµως νοµίζουµε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα µοιράσουµε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είµαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουµε δηµοκρατικά τον τρόπο διανοµής της αρεσκείας µας, είµαστε και πάλι γελασµένοι. Γιατί η αγορά έχει νόµους κι όποιος δεν τους ακολουθήσει, η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια ο τρόπος που θα επιλέξουµε να διανείµουµε την πίτα θα επηρεάσει το µέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουµε τη ζωή µας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαµε το νεοφιλελευθερισµό ως ένα φαινόµενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και µόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου πιστέψαµε ότι αν αντιπαλέψουµε ιδεολογικά το νεοφιλελευθερισµό, τον ξεριζώσουµε δηλαδή από τα µυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από “ζύµωση” πάντα καλά τα πηγαίναµε), µπορούµε να αλλάξουµε τα πράγµατα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισµός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγµάτων. Για να είµαστε πιό ακριβείς ο νεοφιλελευθερισµός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσµίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν µας αρέσει και όσο αποτελεσµατικά κι αν την αποκρούσουµε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισµατικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόµους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονοµίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να µας ρωτάει αν αυτοί µας αρέσουν ή δεν µας αρέσουν. Για να κάνουµε δε τα πράγµατα ακόµα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συµπληρώσουµε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούµε και τη συνδιαµορφώνουµε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι µε πανοµοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόµαστε ότι έχουµε να προτείνουµε έναν “αριστερό τρόπο παραγωγής”, δεν έχουµε και βεβαίως δεν ακολουθούµε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουµε κι εµείς τους νόµους της αγοράς τη κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιµαχόµαστε.
Η Αριστερά στη µεταπολίτευση
Ποιά µπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί, µια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας µας σε αυτό το νέο τοπίο, γι' αυτό που παραπλανητικά (νοµίζοντας ότι θα επανέλθουµε στα παλιά) ονοµάζουµε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουµε να είµαστε συνεπείς σε όσα αναφέραµε κι αν δεν θέλουµε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουµε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουµε, θα πρέπει να παραδεχθούµε ότι τους βασικούς οικονοµικούς κανόνες για την έξοδο από την κρίση τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να µην κοροϊδευόµαστε δεν υφίσταται αυτό που λέµε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σηµαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουµε σε αυτό το ερώτηµα, θα πρέπει πρώτα να δούµε ποιός ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούµενη κατάσταση.
Από τη µεταπολίτευση και µετά, µε την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συµβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη µία µετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατοµικής θυσίας, για χάρη των µεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγµάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισµός, είτε η δηµοκρατία, προταγµάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειµένος να καταβάλει ατοµικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαµε, µε την εδραίωση της δηµοκρατίας, σε µια άλλου τύπου Αριστερά του εν τη παλάµη και ούτω βοήσωµεν. Μια αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουµε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι µε την έννοια του εαυτού του).
Περάσαµε δηλαδή από µια πολιτική Αριστερά σε µιαν οικονοµιστική Αριστερά, από µιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε µιαν Αριστερά που εντός του συστήµατος διεκδικεί το ατοµικό, το µερικό, µια πιο εγωϊστική Αριστερά. Ας το πούµε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστηµα, αλλά ζητάει “οικονοµικό αντάλλαγµα” ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστηµα. Λέµε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της µεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεµονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίµηµα ώστε να µπορούν να ηγεµονεύουν
µέσα σε µιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η µεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από µιαν αντίστοιχη οικονοµική διεργασία, την οποία έχουµε ήδη υπαινιχθεί προηγουµένως: το δηµόσιο, προκειµένου να εξασφαλίσει το “αντάλλαγµα”, αρχίζει να τυπώνει χρήµα αλλά και να δανείζεται χρήµα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωµα, δηλαδή ο πληθωρισµός οδηγεί σε µαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δηµιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισµού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόµενη κατάσταση του δανεισµού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατοµικών αναγκών δηµιουργεί στους Έλληνες µιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήµα σε τέτοιο βαθµό, ώστε να θεωρείται µια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία µπορεί να διεκδικήσει κανείς το µερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. “∆εν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις” έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων εκφράζοντας µε τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο µεταξύ είχε εδραιωθεί όχι µόνο στους εργαζοµένους στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσµού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουµε (ή δεν κερδίζουµε µόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες µας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας µαχητικά µερίδια από τον απέραντο δηµόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως µπορούµε να πούµε ότι στην Ελλάδα δηµιουργήσαµε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατοµική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δηµόσιου χώρου, µε τη έννοια όχι µόνο του δηµοσίου χρήµατος ή της δηµόσιας γης, αλλά της δηµόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονοµική συνδροµή του κράτους σε έναν ταλαιπωρηµένο πληθυσµό, πολύ σύντοµα κατέληξε σε ένα γενικευµένο πλιάτσικο των ατόµων εναντίον της δηµόσιας σφαίρας, σε ατοµική εδώ και τώρα κατανάλωση της δηµόσιας σφαίρας.
Το φαινόµενο, όπως είπαµε, υπερέβη το δηµόσιο χρήµα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούµε δηµόσιο χώρο. Ας θυµηθούµε για παράδειγµα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και µε αφορµή δηµόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν µέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισµένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι µιας οµάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δηµόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για µιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει µια διαµάχη όλων εναντίον όλων µε λάφυρο το δηµόσιο χώρο, µια µάχη του ατόµου εναντίον κάθε µορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν µόνον οι υλικές εκφάνσεις του δηµοσίου χώρου (γη, χρήµα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόµενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγµα, ως δηµοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχοµένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχοµένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελµατική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήµατα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήµατα, στη δηµιουργία ψεύτικων επαγγελµατιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουµε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισµα χιλιάδων ή εκατοµµυρίων επιµέρους ατοµικοτήτων και κοινωνικό συµφέρον το άθροισµα όλων αυτών των ατοµικών συµφερόντων. Αλλά όσες ατοµικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισµα, αν δεν προηγηθεί ένας µετασχηµατισµός του ατοµικού, µετασχηµατισµός που αυτός και µόνον αυτός δηµιουργεί µια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, ένα νέο χώρο, τον δηµόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέµε ότι ο δηµόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατοµικό, δεν περιγράφουµε µόνον µιαν υλική λεηλασία, αλλά µια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δηµόσιου χώρου. Η οικονοµική χρεωκοπία του δηµοσίου που ζούµε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινοµένου. Η ανοµία -γιατί οι νόµοι δεν είναι κι αυτοί παρά µια συνθήκη συνοχής του δηµόσιου χώρου- είναι µιά άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαµε, το δηµόσιο είµαστε όλοι εµείς αλλά µετασχηµατισµένοι (σαν από έναν καθρέφτη µέσω του οποίου βλέπουµε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσµα της κοινωνίας), ο κατακλυσµός και η καταστροφή του δηµόσιου χώρου από την έκρηξη της ατοµικότητας περιγράφει απλούστατα µία κατάσταση όπου το άτοµο, ο κλάδος και γενικότερα το µερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και µέσω αυτού εναντίον όλων ηµών των άλλων µεµονωµένα. Η ιδιοποίηση του δηµόσιου χώρου σηµαίνει λοιπόν γενικευµένο πόλεµο του καθενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σηµερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σηµερινής γενιάς εναντίον των εποµένων, µια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά µας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σηµαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισµού.
Η ιδεολογική αλλά και “αγωνιστική” συµβολή της µεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατοµικισµού και την καταστροφή του δηµόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασµένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 80 και έχει καταλήξει σήµερα να είναι προνοµιακός -αλλ' όχι µοναδικός- υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσµού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δηµιουργίας χρήµατος (και δια του δανεισµού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τοµέα στο δηµόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνοµιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δηµοσίου χώρου, αλλά µε τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεµητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά ταυτίζοντας το κράτος µε το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσµισµένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε µε επιµέρους κοινωνικά στρώµατα, κλάδους ή άτοµα (του δηµοσίου τοµέα αλλ' όχι µόνο), συµµάχησε µε το µερικό εναντίον του γενικού, συµµάχησε µε το άτοµο εναντίον του κράτους. Για αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόµου, το κράτος, ακόµα και εν καιρώ δηµοκρατίας, δεν είµαστε όλοι εµείς, δεν είναι καν “δικό τους και δικό µας”, είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισµού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατοµικού και του µερικού φτάνει σε τέτοιο σηµείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισµός. Ακόµα και τα ασφαλιστικά ταµεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά µας, δεν ανήκουν στους εργαζόµενους, αλλά αντιµετωπίζονται σα να είναι ξένα, ένας θεσµός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόµου και του ατοµικισµού, µόνο για άρµεγµα. Η ταξική πάλη από πάλη των εργαζοµένων εναντίον του κεφαλαίου, µετασχηµατίστηκε σε πάλη του ατόµου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συµπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγµάτων µε τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόϊ της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε µια πολύ ωραία και πολύ αριστερή οµιλία-ανάλυση στη συζήτηση για το µνηµόνιο στη Βουλή, µόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο µε το κράτος. Την ίδια βδοµάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δηµοσιογράφους: “κι έτσι κι αλλοιώς θα µας τα πάρουν”. Ποιοί είναι αυτοί; Το δηµόσιο. Ποιοί είµαστε εµείς; Τα άτοµα. Τι θα µας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα “αυτοί” ήταν το κεφάλαιο και “εµείς” οι εργαζόµενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατοµικισµού, ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε µια περίοδο που, µετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισµού και µαζί του συλλογικού οράµατος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά µπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσηµη µε την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατοµικισµού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και µε αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το µερτικό της στη σηµερινή χρεωκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόµων που αυτή συνεπάγεται. ∆εν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της, όταν ξεκινούσε τη µεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν µαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόµα και σήµερα, που τα πράγµατα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν µπορούµε να πούµε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτό τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται καλλιεργώντας τον ατοµικισµό, ότι ασκούν πολιτική ζύµωσης για να καταδείξουν στο άτοµο ότι το σύστηµα δεν µπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαµβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατοµικιστικών αιτηµάτων ως προοίµιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, µια θέση, σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να µην πούµε τίποτα χειρότερο). Σε πείσµα όµως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειµενικές προθέσεις µας, αλλά από τις πράξεις µας και τα αποτελέσµατά τους, τον τρόπο δηλαδή µε τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν µε το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουµε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαµε.
Στο νέο τοπίο
Μπορούµε τώρα να επανέλθουµε στο ερώτηµα που έχουµε θέσει σχετικά µε το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαµε, ένα πράγµα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν µπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων µε συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουµε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουµε όσα χρεωκοπήσαµε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά µας δηµιουργήµατα, είτε µιλάµε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας, είτε µιλάµε για τα ταµεία, για τους θεσµούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά µας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουµε στα πόδια τους, µα µόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεµίσουµε. Το οφείλουµε όµως όχι µόνο στην ιστορία µας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναµους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσµούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, µόνο που, σήµερα που µιλάµε, έχει ακόµα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σηµαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουµε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι µοιρολατρικά µία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλοιώς;
Τι σηµαίνουν όλα αυτά; Σηµαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουµε και να προτάξουµε το γενικό έναντι του µερικού, το δηµόσιο έναντι του ατοµικού. Να επανανακαλύψουµε τον κυβερνητισµό, όχι για να κυβερνήσουµε, µα για να γνωρίσουµε και να διαδώσουµε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δηµοσίου συµφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να µην υποµένουµε απλώς στωϊκά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατοµικισµού) τις κακουχίες που έρχονται, µα να τις συναντήσουµε µε πνεύµα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούµε και µειώσεις µισθού, όχι µόνο γιατί αυτό επιτάσσει επι ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να µπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους -και για τον εαυτό τους µα και για να συµβάλουν κι αυτοί µε την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουµε µέσα από τα µειωµένα έσοδά µας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυµένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονοµίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονοµικοί τοµείς θα πρέπει µελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, θα πρέπει να ανασυγκροτήσουµε την παιδεία ως παραγωγική δύναµη (µε την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούµε και µε την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουµε τον παραγωγισµό, τον οποίο εγκαταλείψαµε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούµε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δηµοσίου χρήµατος µε επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι “κλέφτες”, αλλά και πολλοί υψηλόµισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ∆ΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι µόνο ιδιοποιούνται δηµόσιο χρήµα, αλλά και µε την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρµοστο κάθε στοιχειώδες µέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συµβάλουµε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουµε τον συνδικαλισµό, πράγµα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόµενο) αντί να συµπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα µπορούσαµε υπεκφεύγοντας να απαντήσουµε: “πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή”. Οφείλουµε ωστόσο και
µιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόµο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόµενη αναγκαστική συµπόρευση
µε την δεδοµένη αυτή κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσµο, ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία -απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόµιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή µάλλον δηµιουργεί, ένα κράτος µε όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό µπορεί να έχει σε καιρό παγκοσµιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας είπαµε ότι οι οικονοµικοί και κοινωνικοί νόµοι, σε αντίθεση µε τους νόµους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, µεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγµένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγµένων συνθηκών και ο καθένας µπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα µε το βαθµό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερµινισµού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόµα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγµατοποιείται µέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθηµερινά δρουν µέσα στα πράγµατα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν µε τη δράση τους -αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέµβεις πολιτικά στο πεδίο ορισµού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισµού που στον καιρό της παγκοσµιοποίησης είναι πολιτικά ασχηµάτιστο και διαφεύγει από την εµβέλεια της παρέµβασής µας. Στο σχηµατισµό, στην πολιτική σχηµατοποίηση, αυτού του παγκόσµιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέµβασης µε την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέµβαση που δηµιουργεί πράγµατα και αλλάζει πράγµατα. Αλλά ακόµα κι αυτή η παρέµβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος µε φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουµε έτσι και πάλι στο ζήτηµα της ανασυγκρότησής του.