Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013).
Συμβαίνει
σπάνια ένα επιστημονικό ζήτημα με περίεργες τεχνικές πτυχές να συζητιέται ξαφνικά
στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει τώρα, με
τη διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών» - θέμα με το
οποίο ομολογώ ότι και εγώ έχω ασχοληθεί ελάχιστα από τότε που ήμουν δευτεροετής
φοιτητής ΑΣΟΕΕ.
Τι είναι οι
δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές; Με πολύ απλά λόγια, δείχνουν πόσο μειώνεται
(αυξάνεται) το ΑΕΠ μετά από μια μείωση (αύξηση) του ελλείμματος. Όπως
καταλαβαίνετε, το θέμα όμως είναι όντως ενδιαφέρον, αν και κατά τη γνώμη μου η
πολιτική ερμηνεία θέλει προσοχή.
Λοιπόν, τα
γεγονότα εν συντομία έχουν ως εξής:
Πριν 3 μήνες,
ρεπορτάζ των Financial Times (9 Οκτωβρίου 2012) ανέφερε ότι οι αξιωματούχοι του
ΔΝΤ δεν θεωρούν πλέον ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι 0,5 (η
υπόθεση εργασίας του ΔΝΤ στα Μνημόνια της Ελλάδας και των άλλων χωρών), αλλά
πολύ υψηλότεροι: από 0,9 έως 1,7. Το ρεπορτάζ επιβεβαιώθηκε σε «κείμενο
συζήτησης» που υπογράφουν οι Blanchard και
Leigh (μεγάλα κεφάλια του ΔΝΤ, ιδίως ο πρώτος), και το οποίο κυκλοφόρησε
λίγο πριν τις γιορτές με τη διευκρίνηση ότι πρόκειται για «προσωπικές απόψεις»
των συγγραφέων.
Με λίγα
λόγια, λένε οι συγγραφείς, μια μείωση του ελλείμματος κατά 5% (όπως συνέβη στην
Ελλάδα το 2010) δεν προκαλεί ύφεση 2,5% (0,5 x 5%), αλλά 2 ή και 3 φορές παραπάνω. Πράγματι, η ύφεση στην Ελλάδα ήταν 7% το 2011, 6% το 2012,
4% με 4,5% το 2013 και πάει λέγοντας. Οι Blanchard και Leigh λένε ότι αυτό δεν
σημαίνει ότι δεν έπρεπε να μειωθεί το έλλειμμα, αλλά ότι η μείωση έπρεπε να
γίνει αλλιώς (με άλλη αναλογία αύξησης φόρων και μείωσης δαπανών), μαζί με ουσιαστικές
διαρθρωτικές αλλαγές (άλλοι προσθέτουν: με διαφορετικό timing) κτλ.
Συνεπώς; Τι
συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά; Ότι το λάθος που έκανε το ΔΝΤ το πληρώνουμε
εμείς; Ότι κακώς υπήρξε το Μνημόνιο; Ότι τζάμπα τραβάμε όσα τραβάμε τα
τελευταία 3 χρόνια;
Κατά τη γνώμη
μου, η πολιτική ουσία του πράγματος δεν είναι αυτή. Η Ελλάδα στις αρχές του
2010 είχε κατ’ ουσίαν χρεωκοπήσει, αφού δεν μπορούσε να δανειστεί από τις
αγορές. Οι μόνοι που μας δάνειζαν ήταν η τρόικα (παραβιάζοντας μάλιστα την
περίφημη ρήτρα μη διάσωσης, την οποία όλα τα μέλη της Ευρωζώνης - και η Ελλάδα
- είχαν υπογράψει). Το να θεωρεί κανείς ότι επρόκειτο ποτέ να μας δάνειζαν άνευ
όρων ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Πολύ περισσότερο, όταν η εν
λόγω χώρα έδινε την (εν πολλοίς ορθή) εντύπωση σπάταλης και διεφθαρμένης
Μπανανίας που μαγειρεύει τα νούμερα σε τερατώδη κλίμακα. Ας θυμηθούμε ότι η πρόβλεψη
Παπαθανασίου για το έλλειμμα του 2009 ήταν 3,7% του ΑΕΠ, ενώ η τελική εκτίμηση της
Eurostat ήταν 15,6%!
(Παραβλέπω
την τρέχουσα υπόθεση δικαστικής δίωξης Ζωής Γεωργαντά προς Ανδρέα Γεωργίου ως
εμπίπτουσα στη σφαίρα της κοινωνικής ψυχολογίας, που άλλωστε δεν είναι
ειδικότητά μου).
Συνεπώς, το
θέμα ήταν (και παραμένει) άλλο: τι Μνημόνιο, ποιανού Μνημόνιο κτλ. Με κίνδυνο
να γίνω κουραστικός, έχω γράψει επανειλημμένως ότι μια σοβαρή χώρα θα εκπονούσε
μόνη της ένα εθνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρύθμισης των
θεσμών, καθορίζοντας η ίδια τις δικές της προτεραιότητες. Δεν θα περίμενε να το
κάνει για λογαριασμό της η τρόικα.
Πάντως, ακόμη
πιο ενδιαφέρον μου φαίνεται ένα άλλο ζήτημα: Τι καθορίζει το μεγέθος των δημοσιονομικών
πολλαπλασιαστών. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Alcidi και Gros υπολογίζουν ότι στην Ελλάδα
είναι 1,4 ενώ στις άλλες χώρες του Νότου (και στην Ιρλανδία) 0,8 με 1. Γιατί έχουμε
μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές από τα άλλα PIGS?
Όπως εξηγούν
οι συγγραφείς, το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών γενικά εξαρτάται
από τρεις παράγοντες: (1) τη ροπή
προς αποταμίευση, (2) το βαθμό
εξωστρέφειας της οικονομίας, και (3) το
(πραγματικό) φορολογικό βάρος. Αυτά τα τρία μαζί λειτουργούν ως βαλβίδες
ασφαλείας: όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του
διαθέσιμου εισοδήματος που αποταμιεύεται, το τμήμα του παραγόμενου προϊόντος
που εξάγεται και το τμήμα του ακαθάριστου εισοδήματος που πηγαίνει σε φόρους,
τόσο χαμηλότεροι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές – δηλ. τόσο μικρότερη τελικά
είναι η ύφεση μετά από μια μείωση του ελλείμματος κατά x%.
Με άλλα
λόγια, η ύφεση στην Ελλάδα υπήρξε (και παραμένει) βαθύτερη από το αναμενόμενο
κυρίως λόγω (1) υπερκαταναλωτισμού με δανεικά, (2) χαμηλής εξαγωγικής επίδοσης
και (3) μεγάλης φοροδιαφυγής. Όλα εντελώς δικά μας προβλήματα, που καλό θα
είναι κάποτε να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο
θα πρέπει πρώτα να αφήσουμε μια και καλή πίσω μας την αφόρητη συζήτηση για τις
«προδοτικές ευθύνες» όσων υπέγραψαν το Μνημόνιο (αλλά όχι βέβαια όσων έστειλαν
τα ελλείμματα στα ύψη, που συχνά είναι οι ίδιοι που φωνάζουν σήμερα).
Και ένα
τελευταίο: Οι επιδράσεις των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών είναι προσωρινές. Άλλωστε,
εάν δεν ήταν, θα μπορούσε μια χώρα να έχει ανάπτυξη με δανεικά επ’ αόριστον
(ξέρω: αυτό ακριβώς πιστεύουν πολλοί ανάμεσα μας, ακόμη και τώρα ...)
Η άλλη όψη
του νομίσματος είναι ότι και η σημερινή ύφεση θα είναι προσωρινή. Αντίθετα, η
δημοσιονομική εξυγίανση, εάν έχει διάρκεια (δηλ. εάν δεν ξανακυλήσουμε), θα
αποκαταστήσει ένα μόνιμα βελτιωμένο περιβάλλον για την αποδοτικότερη λειτουργία
της οικονομίας. Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι η «διόρθωση» μέσω της
λιτότητας ήταν αφενός αναπόφευκτη - και μάλιστα, μετά από τόσο μεγάλο
δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αναπόφευκτα μεγάλη - και αφετέρου μακροπρόθεσμα
χρήσιμη.
Υπάρχει όμως
και η άλλη όψη της άλλης όψης (...) Η ύφεση μπορεί να είναι προσωρινή στη μακρά
διάρκεια, αλλά στο παρόν (στο οποίο ζούμε) είναι ήδη βαθειά και παρατεταμένη.
Αυτό, εάν δεν προσέξουμε, μπορεί να αφήσει μεγάλες πληγές που επουλώνονται
δύσκολα.
Δεν
αναφέρομαι εδώ στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής που προκάλεσε το γενικευμένο «ο
σώζων εαυτόν σωθείτω» (αντίδραση που πηγάζει από την παντελή έλλειψη
αυτογνωσίας ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας). Αναφέρομαι στις άλλες τοξικές
επιδράσεις μιας παρατεταμένης ύφεσης. Η μακροχρόνια ανεργία απελπίζει ανθρώπους
και αχρηστεύει δεξιότητες. Η μετανάστευση των πιο μορφωμένων νέων μας είναι
σωτήρια για τους ίδιους αλλά απώλεια για όσους μένουν πίσω. Η φτώχεια των
παιδιών μας δεν έχει μόνο κοινωνικές συνέπειες, έχει και οικονομικές: φθείρει
το μελλοντικό ανθρώπινο κεφάλαιο από το οποίο θα εξαρτηθεί η ανάκαμψη και η
μελλοντική μας ευημερία. Για όλα αυτά – και ιδίως για το τελευταίο – μπορούμε
να κάνουμε πολλά, ακόμη και εν μέσω λιτότητας και ύφεσης (ή μάλλον: ειδικά εν
μέσω λιτότητας και ύφεσης).
Αυτό είναι το
νόημα της δίκαιης λιτότητας: αναλογική κατανομή των βαρών, προστασία των ασθενέστερων.
Ας αρχίσουμε να συζητάμε για αυτά. Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο συζητώντας για
ανοησίες.