Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Αναζητώντας άλλη ρότα: ιδέες και προτάσεις για να κλείσει η πληγή της φοροδιαφυγής» (Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012).
Οι τοξικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής θα έπρεπε να είναι γνωστές. Όπως έλεγε ο πρόεδρος Ρούζβελτ, «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Γι' αυτό, οι «τζαμπατζήδες» που απολαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες χωρίς να συνεισφέρουν στο κόστος τους θα πρέπει να διώκονται, αφού υποσκάπτουν τα θεμέλια της ειρηνικής συμβίωσης όλων σε μια τέτοια κοινωνία.
Συχνά, όμως, στη δημόσια συζήτηση υπονοείται (και, σπανίως, λέγεται ρητά) ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον ένα θετικό: βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν.
Αυτό είναι το ερώτημα που προσπαθούμε να απαντήσουμε σε πρόσφατη εργασία μας με τη Χρύσα Λεβέντη(«Διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα»). Συγκεκριμένα, εκτιμάμε την έκταση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα ανά εισοδηματική ομάδα, καθώς και τις επιπτώσεις της στην κατανομή εισοδήματος.
Αξιοποιούμε τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται από δύο βάσεις δεδομένων: ένα μεγάλο δείγμα φορολογικών δηλώσεων και τη στατιστική έρευνα EU-SILC. Η απόκρυψη εισοδήματος σε μια φορολογική δήλωση αποφέρει χρηματικό όφελος, ενώ σε μια στατιστική έρευνα όχι. Συνεπώς, θεωρούμε ότι τα στοιχεία της δεύτερης είναι περισσότερο (αν και όχι εντελώς) αξιόπιστα.
Συγκρίνοντας τις δύο βάσεις δεδομένων διαπιστώνουμε ότι τα μέσα εισοδήματα από ελεύθερο επάγγελμα και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και από γεωργικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στο δείγμα φορολογικών δηλώσεων από ό,τι στην έρευνα EU-SILC (κατά 35% και 80% αντιστοίχως).
Επίσης, παρατηρούμε ότι η απόκλιση μεταξύ των δύο βάσεων δεδομένων είναι μεγαλύτερη στα δύο άκρα παρά στο μέσο της κατανομής: με άλλα λόγια, η απόκρυψη εισοδημάτων δείχνει μεγαλύτερη στα χαμηλά εισοδήματα από ό,τι στα μεσαία, και στα υψηλά εισοδήματα από ό,τι στα χαμηλά.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών EUROMOD, υπολογίζουμε ότι η κανονική φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων (δηλ. η πλήρης εξάλειψη της φοροδιαφυγής) θα αύξανε θεαματικά (κατά 33%) τα συνολικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, θα μείωνε τις εισοδηματικές ανισότητες (κατά 3% έως 8%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται), ενώ επίσης θα βελτίωνε σημαντικά (κατά 29%) την αναδιανεμητική επίδοση του φορολογικού συστήματος.
Τα ευρήματά μας διαψεύδουν την πεποίθηση ότι η φοροδιαφυγή ωφελεί τους φτωχούς: στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Επιπλέον, η εργασία μας συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για αυξημένη συμμετοχή των ελευθέρων επαγγελματιών και εμπόρων (καθώς και των αγροτών) στα φορολογικά βάρη, σύμφωνα βέβαια με το εισόδημά τους. Η δυσμενής, όμως, φορολογική μεταχείριση των κατηγοριών αυτών είναι ατελές υποκατάστατο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής: πλήττει περισσότερο τους συνεπείς φορολογούμενους από ό,τι εκείνους που φοροδιαφεύγουν - και συνεπώς αυξάνει αντί να μειώνει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Οι τοξικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής θα έπρεπε να είναι γνωστές. Όπως έλεγε ο πρόεδρος Ρούζβελτ, «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Γι' αυτό, οι «τζαμπατζήδες» που απολαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες χωρίς να συνεισφέρουν στο κόστος τους θα πρέπει να διώκονται, αφού υποσκάπτουν τα θεμέλια της ειρηνικής συμβίωσης όλων σε μια τέτοια κοινωνία.
Συχνά, όμως, στη δημόσια συζήτηση υπονοείται (και, σπανίως, λέγεται ρητά) ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον ένα θετικό: βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν.
Αυτό είναι το ερώτημα που προσπαθούμε να απαντήσουμε σε πρόσφατη εργασία μας με τη Χρύσα Λεβέντη(«Διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα»). Συγκεκριμένα, εκτιμάμε την έκταση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα ανά εισοδηματική ομάδα, καθώς και τις επιπτώσεις της στην κατανομή εισοδήματος.
Αξιοποιούμε τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται από δύο βάσεις δεδομένων: ένα μεγάλο δείγμα φορολογικών δηλώσεων και τη στατιστική έρευνα EU-SILC. Η απόκρυψη εισοδήματος σε μια φορολογική δήλωση αποφέρει χρηματικό όφελος, ενώ σε μια στατιστική έρευνα όχι. Συνεπώς, θεωρούμε ότι τα στοιχεία της δεύτερης είναι περισσότερο (αν και όχι εντελώς) αξιόπιστα.
Συγκρίνοντας τις δύο βάσεις δεδομένων διαπιστώνουμε ότι τα μέσα εισοδήματα από ελεύθερο επάγγελμα και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και από γεωργικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στο δείγμα φορολογικών δηλώσεων από ό,τι στην έρευνα EU-SILC (κατά 35% και 80% αντιστοίχως).
Επίσης, παρατηρούμε ότι η απόκλιση μεταξύ των δύο βάσεων δεδομένων είναι μεγαλύτερη στα δύο άκρα παρά στο μέσο της κατανομής: με άλλα λόγια, η απόκρυψη εισοδημάτων δείχνει μεγαλύτερη στα χαμηλά εισοδήματα από ό,τι στα μεσαία, και στα υψηλά εισοδήματα από ό,τι στα χαμηλά.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών EUROMOD, υπολογίζουμε ότι η κανονική φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων (δηλ. η πλήρης εξάλειψη της φοροδιαφυγής) θα αύξανε θεαματικά (κατά 33%) τα συνολικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, θα μείωνε τις εισοδηματικές ανισότητες (κατά 3% έως 8%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται), ενώ επίσης θα βελτίωνε σημαντικά (κατά 29%) την αναδιανεμητική επίδοση του φορολογικού συστήματος.
Τα ευρήματά μας διαψεύδουν την πεποίθηση ότι η φοροδιαφυγή ωφελεί τους φτωχούς: στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Επιπλέον, η εργασία μας συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για αυξημένη συμμετοχή των ελευθέρων επαγγελματιών και εμπόρων (καθώς και των αγροτών) στα φορολογικά βάρη, σύμφωνα βέβαια με το εισόδημά τους. Η δυσμενής, όμως, φορολογική μεταχείριση των κατηγοριών αυτών είναι ατελές υποκατάστατο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής: πλήττει περισσότερο τους συνεπείς φορολογούμενους από ό,τι εκείνους που φοροδιαφεύγουν - και συνεπώς αυξάνει αντί να μειώνει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.