Εισαγωγή στο βιβλίο μου «Γράμματα από την Αμερική» (εκδόσεις Κριτική, Μάρτιος 2016).
Το βιβλίο αυτό προέκυψε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Μια ωραία μέρα του Σεπτεμβρίου 2014 έλαβα μήνυμα από τον Ηλία Κανέλλη, εκδότη του Books Journal: ρωτούσε αν θα με ενδιέφερε να γράψω κάποιο κείμενο για το επόμενο τεύχος του περιοδικού. Συνήθως δέχομαι αμέσως τέτοιου είδους προτάσεις. Αυτή τη φορά δίστασα.
Είχα μόλις φτάσει στη Βοστώνη, όπου επρόκειτο να περάσω το πρώτο μέρος της επτάμηνης επίσκεψής μου στις ΗΠΑ. Μετά από 4 χρόνια έντονης ανάμειξης στη δημόσια συζήτηση και στην ενεργό πολιτική της εποχής των Μνημονίων, αισθανόμουν την ανάγκη να αποστασιοποιηθώ – ή, μάλλον, να ξαναδώ τη θλιβερή ιστορία της ελληνικής κρίσης πιο «επιστημονικά»: με πιο ψυχρό βλέμμα, σε διεθνές πλαίσιο (δηλ. σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης της Ευρωζώνης), και κυρίως από απόσταση. Δεν ήθελα να γράψω άλλο ένα άρθρο για την ελληνική κρίση, επαναλαμβάνοντας εν πολλοίς τα επιχειρήματα που είχα αναπτύξει σε δεκάδες άρθρα της προηγούμενης περιόδου. Δίχως αμφιβολία, κάποια στιγμή θα ξαναέγραφα για το θέμα – αλλά μόνο όταν είχα κάτι πρωτότυπο να πω. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο, έπρεπε πρώτα να κάνω αυτό για το οποίο είχα ταξιδέψει στην Αμερική: να μελετήσω.
Μήπως τότε να έγραφα κάτι για την αμερικανική πολιτική; Δεν ήταν κακή ιδέα, το είχα σκεφτεί και εγώ. Άλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά: προ αμνημονεύτων χρόνων, την περίοδο 1988-1993, ως πάρεργο των σπουδών μου στην Αγγλία, ως ανεπίσημος ανταποκριτής της «Αυγής», είχα στείλει αρκετά άρθρα για τις βρετανικές εκλογές, τα συνέδρια των Εργατικών, την παραίτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ κτλ. Όμως για την αμερικανική πολιτική ήξερα όσα περίπου γράφουν οι εφημερίδες, ούτε είχα ακόμη προλάβει να μάθω κάτι περισσότερο.
Είχα πάντως μια ιδέα, που πρότεινα δειλά στον Ηλία Κανέλλη. «Γράμματα από την Αμερική»: ένα κείμενο το μήνα, 600-1.000 λέξεις, με ό,τι τραβά την προσοχή μου «εδώ στα ξένα». Θα τον ενδιέφερε; Ναι, τον ενδιέφερε.
Η συνέχεια εκτυλίχθηκε στις σελίδες του Books Journal. Σε κάθε τεύχος από το Νοέμβριο 2014 μέχρι τον Ιούνιο 2015, το περιοδικό δημοσίευσε οκτώ τέτοια «Γράμματα» - και μάλιστα σε ειδική ρουμπρίκα, εξαιρετικά εικονογραφημένη με φωτογραφίες και σχέδια. Η έκταση τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχα αρχικά σχεδιάσει: από 3.000 έως 5.000 λέξεις, ανάλογα με τα συμβάντα του μήνα (και με τον οίστρο μου). Κάθε «Γράμμα» είχε μορφή ημερολογίου, όπου πράγματι κατέγραφα ό,τι τραβούσε την προσοχή μου: τις εκδηλώσεις που παρακολουθούσα, για θέματα σχετικά με την έρευνά μου (ή και όχι, βλ. τις ημερίδες, τα συνέδρια και τις εκθέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και τις εντυπώσεις μου από την καθημερινή ζωή (τους πρώτους τέσσερις μήνες στη Βοστώνη, τους υπόλοιπους τρεις στο Σαν Φρανσίσκο), καθώς και από τις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχα, υπό τον όρο ότι είχαν κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Από σεβασμό στους συνομιλητές μου, αλλά και προκειμένου να αποφύγω ένα ανιαρό name dropping, δεν αποκάλυπτα την ταυτότητά τους στις ιδιωτικές συζητήσεις τους μαζί μου: τους ανέφερα απλώς με τα αρχικά του ονόματός τους – με την ελπίδα ότι αυτό δεν έκανε τα «Γράμματα» να μοιάζουν με roman à clef.
Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις από την πατρίδα άρχισαν να επισκιάζουν την ανεμελιά της επίσκεψής μου στην Αμερική: αδιέξοδο στην προεδρική εκλογή, διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογών, νίκη του «αντιμνημονιακού μετώπου», κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με τους δανειστές, η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Αναπόφευκτα, οι ανταποκρίσεις μου σημαδεύτηκαν από τις (μαύρες, κατά κανόνα) σκέψεις μου, καθώς παρακολουθούσα με αγωνία τις εξελίξεις από την οθόνη του υπολογιστή.
Κάπως έτσι προέκυψαν τα «Γράμματα από την Αμερική». Και πάλι, δεν θα είχαν πάρει ποτέ τη μορφή βιβλίου χωρίς την ενθάρρυνση πολλών ανθρώπων – κατ’ αρχάς, των αναγνωστών τους (γνωστών και αγνώστων μου) που μου τα περιέγραφαν ως μια εισαγόμενη πνοή φρέσκου αέρα, από ένα δυναμικό και αισιόδοξο περιβάλλον, σε μια αποπνικτική εποχή. Νομίζω ότι υπερέβαλλαν, αλλά τους ευχαριστώ. Ούτε θα είχαν τυπωθεί χωρίς την υποστήριξη του Ηλία Κανέλλη, καθώς και της Μάγγης Μίνογλου, ψυχής των εκδόσεων «Κριτική». Ελπίζω να μην θεωρηθεί φιλοφρόνηση εάν σημειώσω ότι η φτωχή χώρα μας θα ήταν πνευματικά ακόμη φτωχότερη – και σαφώς πιο μίζερη – χωρίς τον ενθουσιασμό τους, την θετική ενέργειά τους, το μεράκι τους.
Φυσικά, τα «Γράμματα» δεν θα είχαν καν γραφτεί εάν δεν είχα βρεθεί στην Αμερική. Για αυτό, χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω αυτό το συναρπαστικό ταξίδι: στους συναδέλφους μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών που ενέκριναν την εκπαιδευτική μου άδεια, στο Ίδρυμα Fulbright που μου χορήγησε υποτροφία, στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Harvard και στο Κέντρο Δίκαιης Ανάπτυξης του Berkeley που με δέχθηκαν ως επισκέπτη ερευνητή, προσφέροντάς μου το ιδανικότερο περιβάλλον για μελέτη, αναστοχασμό, ανταλλαγή απόψεων.
Ελπίζω μόνο τα «Γράμματα από την Αμερική» να σας διασκεδάσουν διαβάζοντάς τα όσο διασκέδασαν εμένα γράφοντάς τα.