Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο σεμινάριο «Η γενοκτονία των Εβραίων (1942-1945): Ιστορία, μνήμη, αναπαραστάσεις» (επιμέλεια: Οντέτ Βαρών-Βασάρ). Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος (Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2022).
Όταν στις αρχές του μακρινού 1995, πρότεινα στον Θόδωρο Μαλικιώση (1932-2019), ψυχή των εκδόσεων «Θεμέλιο», να εκδώσει στα ελληνικά το «Αν όχι τώρα, πότε;» του Πρίμο Λέβι, για να τον πείσω εκθείασα το βιβλίο και τον συγγραφέα. Όπως απεδείχθη, υπήρξα πιο πειστικός από όσο περίμενα: δέχθηκε να το εκδώσει εάν αναλάμβανα εγώ τη μετάφρασή του. Εκείνη την εποχή εκτός από νέος και άμυαλος ήμουν επιπλέον και άνεργος: δέχθηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ, και αμέσως άρχισα να μεταφράζω, με τη βοήθεια της Κιάρα Μορόνι.
Το 1995 ο Πρίμο Λέβι ήταν ακόμη άγνωστος στην Ελλάδα. Είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας δύο μόνο βιβλία του: το «Περιοδικό σύστημα» (Καστανιώτης) και το «Λίλιθ και άλλες ιστορίες» (Ροδαμός). Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και η «Ανακωχή», τα αριστουργήματα που χάρισαν στον Πρίμο Λέβι εξέχουσα θέση στο πάνθεον της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, κυκλοφόρησαν λίγο μετά, το 1997 και το 1998 αντιστοίχως.
Από όλα τα βιβλία του Πρίμο Λέβι που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, το «Αν όχι τώρα, πότε;» είναι το μόνο που έχει εξαντληθεί. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι απόδειξη της μεγάλης του απήχησης, αλλά αντίθετα της χλιαρής υποδοχής του.
Μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς για τις αιτίες αυτής της χλιαρής υποδοχής. Υποψιάζομαι, όμως, ότι ίσως συνέβαλε σε αυτό η ιδιαιτερότητα του ίδιου του βιβλίου. Το «Αν όχι τώρα, πότε;» δεν μοιάζει με τα άλλα βιβλία του Πρίμο Λέβι: είναι fiction – επινοημένη μυθιστορία (βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα), αντί για αυτοβιογραφικό βίωμα (μετουσιωμένο σε υψηλή λογοτεχνία). Από εκεί και πέρα, έχοντας βγει από την ίδια πέννα, είναι γραμμένο με την ίδια «μαστοριά» όπως τα άλλα βιβλία του, και με το ίδιο ανεπιτήδευτο ύφος, που σχεδόν αφήνει να μιλήσουν μόνα τους τα γεγονότα που περιγράφει, απορρίπτοντας τη ρητορική, τη μεγαλοστομία, το συναισθηματισμό, τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Γράφει ο ίδιος ο Λέβι στο «Επίμετρο» του «Αν όχι τώρα, πότε;»:
Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από όσα μου διηγήθηκε πριν πολλά χρόνια ένας φίλος μου, που το καλοκαίρι του 1945 στο Μιλάνο είχε εργαστεί εθελοντικά στο γραφείο βοηθείας που περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο. Εκείνη την εποχή κατέφθαναν πραγματικά στην Ιταλία, μαζί με ένα τεράστιο κύμα επαναπατριζομένων και προσφύγων, ομάδες μαχητών παρόμοιες με αυτήν που επιχείρησα να περιγράψω: άντρες και γυναίκες που τους είχαν σκληρύνει μα όχι ταπεινώσει δοκιμασίες χρόνων, επιζήσαντες ενός πολιτισμού που ο ναζισμός είχε καταστρέψει μέχρι τις ρίζες, εξαντλημένοι μα με πλήρη συνείδηση της αξιοπρέπειάς τους. (σελ. 351)
Όπως έγραφα στον «Πρόλογο»:
Αντίθετα από ό,τι στα περισσότερα βιβλία του, στο «Αν όχι τώρα, πότε;» ο Πρίμο Λέβι εξιστορεί όχι τις – ευθέως ή εμμέσως – προσωπικές του εμπειρίες, αλλά τις σχεδόν απίστευτες περιπέτειες μιας ομάδας εβραίων παρτιζάνων, Ρώσων και Πολωνών, που βαδίζουν πολεμώντας από τα βαλτοτόπια της Λευκορωσίας μέχρι την ελεύθερη πια Ιταλία, σε μια περίοδο που εκτείνεται από τον Ιούλιο του 1943 ως τον Αύγουστο του 1945. Πρόκειται για μια ιστορία επινοημένη αλλά βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, μέρος της σχεδόν ξεχασμένης εποποιίας των δεκάδων χιλιάδων εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που, αντί να υποταχθούν στην φριχτή τους μοίρα της εξόντωσης, βρήκαν τη δύναμη να αντισταθούν και να ανταποδώσουν τα πλήγματα ενός εχθρού που είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο ολοκληρωτικής εξολόθρευσης. (σελ. 12–13)
Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε μια συνομιλία του με τον Φίλιπ Ροθ που αναδημοσιεύτηκε από το περιοδικό The New York Review of Books στην εφημερίδα La Stampa (26–27 Νοεμβρίου 1986), μίλησε ως εξής για το βιβλίο του:
Το «Αν όχι τώρα, πότε;» είναι ένα βιβλίο με απρόσμενη μοίρα. Διάφορα κίνητρα με ώθησαν να το γράψω. Τα απαριθμώ εδώ κατά σειρά σπουδαιότητας.
Είχα βάλει ένα είδος στοιχήματος με τον εαυτό μου. Μετά από τόση αυτοβιογραφία, ανοιχτή ή μεταμφιεσμένη, είσαι ή δεν είσαι συγγραφέας με πλήρη δικαιώματα, ικανός να οικοδομήσεις ένα μυθιστόρημα, να δημιουργήσεις πρόσωπα, να περιγράψεις τοπία στα οποία δεν έχεις βρεθεί ποτέ; Απόδειξέ το!
Ήθελα να διασκεδάσω γράφοντας ένα «γουέστερν» προσαρμοσμένο σε ένα ασυνήθιστο σενάριο. Ήθελα να διασκεδάσω τους αναγνώστες μου διηγούμενος μια ιστορία ουσιαστικά αισιόδοξη, γεμάτη ελπίδα, εύθυμη κατά διαστήματα, αν και με υπόβαθρο τις σφαγές.
Ήθελα να διαλύσω έναν κοινό τόπο ακόμη διαδεδομένο στην Ιταλία: ότι οι Εβραίοι είναι πράοι, άνθρωποι των βιβλίων (θρήσκοι ή κοσμικοί), άτομα ταπεινωμένα που έχουν υποστεί αιώνες διώξεων χωρίς ποτέ να εξεγερθούν. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να αποτίσω φόρο τιμής σε εκείνους τους Εβραίους που σε συνθήκες απελπιστικές βρήκαν τη δύναμη και την ευφυΐα να αντισταθούν στους Ναζί.
Έτρεφα επίσης τη φιλοδοξία να γίνω ο πρώτος ιταλός συγγραφέας που περιγράφει τον κόσμο των γίντις. Ήθελα με άλλα λόγια να «χρησιμοποιήσω» τη δημοτικότητά μου στην Ιταλία για να βάλω στα χέρια πολλών αναγνωστών ένα βιβλίο που να έχει ως αντικείμενό του την κουλτούρα, τη γλώσσα, τη νοοτροπία και την ιστορία του ασκεναζικού εβραϊσμού, που στην Ιταλία είναι ουσιαστικά άγνωστος.
Η εγκυρότητα αυτών των κινήτρων αναγνωρίστηκε σε διαφορετικό βαθμό στις διάφορες χώρες στις οποίες εκδόθηκε το βιβλίο. Στην Ιταλία γνώρισε πλήρη επιτυχία σε όλους τους τομείς. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Αγγλία και τη Γερμανία, κρίνοντας τουλάχιστον από τις πρώτες αντιδράσεις κοινού και κριτικών. Στη Γαλλία πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε μέτρια επιτυχία: η Yiddishkeit του κρίθηκε ήδη πασίγνωστη – θέμα, με άλλα λόγια, υπερβολικά οικείο ώστε να μιλά κανείς ακόμη για αυτό. Εξ άλλου, ο αμερικανός αναγνώστης συνειδητοποίησε ένα πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα βιβλίο «γιντ» γραμμένο από έναν συγγραφέα που δεν είναι «γιντ», μα που προσπάθησε να γίνει μελετώντας κείμενα και ακούγοντας αφηγήσεις.
Προσωπικά είμαι ικανοποιημένος από αυτό το βιβλίο, κυρίως επειδή διασκέδασα πολύ σχεδιάζοντας και γράφοντάς το. Για πρώτη και μοναδική φορά στη συγγραφική μου καριέρα είχα την εντύπωση ότι τα πρόσωπα του βιβλίου μου ήταν ζωντανά, ότι βρίσκονταν γύρω μου, και ότι μου υποδείκνυαν τα ίδια τις περιπέτειες τους και τους διαλόγους τους. Ο ένας χρόνος που είχα αφιερώσει στο γράψιμό του υπήρξε χρόνος ευτυχισμένος. Για αυτό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, για μένα το βιβλίο αυτό υπήρξε απελευθερωτικό.
Δεν είναι μόνο το θέμα του βιβλίου συναρπαστικό: είναι και οι χαρακτήρες του γοητευτικοί. Όχι επειδή είναι ήρωες (αν και το να πολεμάς ένας εναντίον εκατό είναι οπωσδήποτε ηρωικό), αλλά επειδή είναι γεμάτοι ατέλειες, σέρνουν πίσω τους φριχτές μνήμες, και όμως καταφέρνουν να διατηρήσουν μέσα στις πιο εφιαλτικές συνθήκες τον αυτοσεβασμό τους και την ανθρωπιά τους.
Ας αρχίσουμε με τον Γκένταλε, τον ιδιόρρυθμο ηγέτη της ομάδας των εβραίων παρτιζάνων:
Μερικοί κοιμούνταν ήδη όταν ο Γκένταλε πήρε το βιολί και άρχισε να τραγουδά. Μα δεν τραγουδούσε για να τον χειροκροτήσουν. Τραγουδούσε χαμηλόφωνα, αυτός που ήταν τόσο φωνακλάς όταν μιλούσε. Άλλοι γκενταλιστές άρχισαν και αυτοί να τραγουδούν. Κάποιες από τις φωνές της χορωδίας ήταν αρμονικές και άλλες λιγότερο, μα όλοι τραγουδούσαν με πεποίθηση και συγκίνηση. Ο Μέντελ και οι δικοί του άκουγαν κατάπληκτοι τον ρυθμό, που ήταν γοργός, σχεδόν μαρς, και τα λόγια, που ήταν αυτά:
Μας αναγνωρίζετε; Είμαστε τα πρόβατα του γκέττοΚουρεμένα για χίλια χρόνια, παραιτημένα στην προσβολή.Είμαστε οι ράφτες, οι γραφιάδες, και οι ψάλτεςΜαραμένοι στον ίσκιο του Σταυρού.Τώρα μάθαμε τα μονοπάτια του δάσουςΜάθαμε να ρίχνουμε, και χτυπάμε στα ίσια.Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;Τα αδέλφια μας ανέβηκαν στον ουρανόΜέσα από τις καμινάδες του Σομπιμπόρ και της ΤρεμπλίνκαΣκάψανε οι ίδιοι έναν τάφο στον αέρα.Μόνο εμείς οι λίγοι επιζήσαμεΓια την τιμή του καταποντισμένου μας λαούΓια την εκδίκηση και τη μαρτυρία.Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;Είμαστε οι γιοι του Δαυίδ, οι πεισματάρηδες της ΜακηδάΟ καθένας από μας κουβαλά στην τσέπη του την πέτραΠου κομμάτιασε το μέτωπο του Γολιάθ.Αδέλφια, μακριά από την Ευρώπη των μνημάτων:Ας κατεβούμε μαζί προς τη γη εκείνηΌπου θα είμαστε άνθρωποι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους.Αν δεν είμαι εγώ για τον εαυτό μου, ποιος θα είναι για μένα;Αν όχι έτσι πώς; Κι αν όχι τώρα, πότε;
Μόλις σταμάτησαν να τραγουδάνε, αποκοιμήθηκαν όλοι τυλιγμένοι στις κουβέρτες. Ξαγρυπνούσαν μόνο οι σκοποί, σκαρφαλωμένοι στα δέντρα στις τέσσερις γωνίες του στρατοπέδου. Το άλλο πρωί ο Μέντελ ρώτησε τον Γκένταλε:
«Τι τραγουδούσατε χθες το βράδυ; Είναι ο ύμνος σας;»
«Πες το έτσι αν θέλεις. Αλλά δεν είναι ύμνος, είναι απλώς ένα τραγούδι.»
«Εσύ το έχεις συνθέσει;»
«Η μουσική είναι δική μου, αλλά αλλάζει λίγο από μήνα σε μήνα, γιατί δεν είναι γραμμένη πουθενά. Τα λόγια, αντίθετα, δεν είναι δικά μου. Να τα, κοίτα, είναι γραμμένα εδώ.»
Από την εσωτερική τσέπη της χλαίνης του ο Γκένταλε ανέσυρε έναν φάκελο από μουσαμά δεμένο με σπάγκο. Τον έλυσε και έβγαλε ένα φύλλο χαρτί, διπλωμένο, τσαλακωμένο, με την επικεφαλίδα 13 Juni Samstag. Ήταν σκισμένο άγαρμπα από μια ατζέντα, και ήταν όλο σκεπασμένο με γίντις χαρακτήρες γραμμένους με μολύβι. Ο Μέντελ το πήρε, το κοίταξε με προσοχή, και μετά το έδωσε πίσω στον Γκένταλε.
«Με δυσκολία διαβάζω τυπωμένα γράμματα, χειρόγραφα δεν διαβάζω καθόλου. Έχω ξεχάσει.»
Ο Γκένταλε είπε: «Εγώ έμαθα να διαβάζω αργά, το ’42, στο γκέττο του Κοσσόβου. Εκεί ήταν μαζί μας ο Μαρτίν Φοντάς. Στο επάγγελμα ήταν ξυλουργός, και έτσι κέρδιζε το ψωμί του μέχρι το τέλος, αλλά το πάθος του ήταν να συνθέτει τραγούδια. Τα έγραφε όλα μόνος του, λόγια και μουσική, και ήταν γνωστός σε όλη τη Γαλικία. Τα συνόδευε με την κιθάρα, και τραγουδούσε τα τραγούδια του σε γάμους και γιορτές της υπαίθρου, καμιά φορά και σε καφέ με ζωντανή μουσική. Ήταν ειρηνικός άνθρωπος, και είχε τέσσερις γιους, αλλά ήταν μαζί μας στην εξέγερση του γκέττο, το έσκασε μαζί μας και ήρθε στο δάσος, μόνος και όχι πια νέος: όλοι οι δικοί του είχαν σκοτωθεί. Τον επόμενο χρόνο, την άνοιξη, στα μέρη του Νοβογκρουντόκ, έγινε μια άσχημη εκκαθαριστική επιχείρηση. Οι μισοί από εμάς πέθαναν πολεμώντας, ο Μαρτίν τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Γερμανός που του έκανε σωματική έρευνα βρήκε στην τσέπη του ένα φλάουτο. Ήταν περισσότερο φλογέρα παρά φλάουτο, ένα παιγνιδάκι της πεντάρας που ο Μαρτίν είχε φτιάξει μόνος του λαξεύοντας ένα κλαδί. Λοιπόν, εκείνος ο Γερμανός ήταν φλαουτίστας, και είπε του Μαρτίν ότι οι παρτιζάνοι απαγχονίζονται και οι Εβραίοι τουφεκίζονται, αλλά αφού εκείνος ήταν και Εβραίος και παρτιζάνος μπορούσε να διαλέξει. Αλλά ήταν και μουσικός, και έτσι, σαν Γερμανός που αγαπούσε τη μουσική, του επέτρεπε να εκφράσει μια τελευταία επιθυμία – αρκεί να ήταν λογική.
»Ο Μαρτίν ζήτησε να συνθέσει ένα τελευταίο τραγούδι, κι ο Γερμανός του παραχώρησε μισή ώρα καιρό, του έδωσε αυτό το φύλλο χαρτί, και τον έκλεισε σε ένα κελί. Πέρασε η μισή ώρα, γύρισε, τον έβαλε να του δώσει το τραγούδι, και τον σκότωσε. Ένας Ρώσος μας τη διηγήθηκε αυτή την ιστορία: στην αρχή συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, μετά οι Γερμανοί τον υποπτεύθηκαν ότι παίζει διπλό παιγνίδι και τον έκλεισαν στο διπλανό κελί από του Μαρτίν, αλλά κατάφερε να αποδράσει και έμεινε μερικούς μήνες μαζί μας. Φαίνεται ότι ο Γερμανός ήταν υπερήφανος για το τραγούδι του Μαρτίν, το έδειχνε σε όλους σαν αξιοπερίεργο, σχεδίαζε να το δώσει να του το μεταφράσουν με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά δεν πρόλαβε. Δεν τον αφήναμε από τα μάτια μας, τον ακολουθήσαμε, τον ξεμοναχιάσαμε, και μια νύχτα μπήκαμε ξυπόλυτοι στην επιταγμένη ίσμπα όπου έμενε. Σε εμένα αρέσει η δικαιοσύνη, και ήθελα να τον ρωτήσω ποια είναι η τελευταία του επιθυμία, μα ο Μόττελ με πίεζε να βιαστώ, και έτσι τον στραγγάλισα στο κρεβάτι του. Βρήκαμε πάνω του το φλάουτο του Μαρτίν και το τραγούδι: σε εκείνον δεν έφερε τύχη, αλλά για μας είναι σαν φυλαχτό. Να, κοίτα εδώ: μέχρι εδώ κάτω είναι οι στίχοι που μας άκουσες να τραγουδάμε, κι αυτά τα λόγια στο τέλος λένε τα εξής: «Γραμμένο από εμένα, τον Μαρτίν Φοντάς, που πρόκειται να πεθάνει. Σάββατο 13 Ιουνίου 1943.» Η τελευταία φράση δεν είναι στα γίντις αλλά στα εβραϊκά, λόγια που γνωρίζεις: «Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών Κύριος είς εστί.»
»Είχε συνθέσει κι άλλα πολλά τραγούδια, χαρούμενα και λυπητερά. Το πιο διάσημο το είχε γράψει πολλά χρόνια πριν φτάσουν οι Γερμανοί στην Πολωνία, με αφορμή ένα πογκρόμ: εκείνο τον καιρό τα πογκρόμ φρόντιζαν να τα κάνουν οι χωρικοί. Όλοι οι Πολωνοί το γνωρίζουν, όχι μόνο οι Εβραίοι, μα κανείς δεν ξέρει ότι το έχει συνθέσει ο Μαρτίν ο ξυλουργός.»
Ο Γκένταλε τακτοποίησε τον φάκελο και τον ξανάβαλε στην τσέπη. «Φτάνει τώρα: σκέψεις σαν κι αυτές δεν είναι για όλες τις μέρες. Είναι καλές για μια στο τόσο, αλλά αν τις αφήνεις μέσα σου σε δηλητηριάζουν, και μετά δεν είσαι πια παρτιζάνος. Και κράτα το καλά στο μυαλό σου ότι εγώ σε τρία πράγματα πιστεύω μόνο: στη βότκα, στις γυναίκες, και στο οπλοπολυβόλο. Κάποτε πίστευα και στη λογική, αλλά τώρα πια όχι.» (σελ. 165–169)
Να πώς γράφει ο συγγραφέας για τον Μέντελ τον ωρολογοποιό, τον εξαντλημένο και απρόθυμο πολεμιστή, που έχει χάσει τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπεια και την αίσθηση του δικαίου. Σε μια από τις πιο ελεγειακές σελίδες του βιβλίου, η ομάδα των Εβραίων παρτιζάνων, μαζί με μια ομάδα Πολωνών πατριωτών (παραδόξως, λιγότερο αντισημιτική), κατευθύνονται προς μια περιοχή όπου Πολωνοί και Ρώσοι μαχητές βρίσκονται περικυκλωμένοι από υπέρτερες δυνάμεις της Βέρμαχτ. Φτάνουν όταν η μάχη έχει μόλις τελειώσει, με νίκη των Γερμανών.
Ο βόμβος των οχημάτων των Γερμανών έγινε πιο ακαθόριστος, μέχρι που έσβησε. Ο Έντεκ διέταξε να προχωρήσουν αθόρυβα. Από δέντρο σε δέντρο, οι άντρες άρχισαν να ανεβαίνουν, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, ούτε κάποιο σημείο ζωής. Λίγο ψηλότερα τα δέντρα αραίωσαν, και μετά εξαφανίστηκαν: η ομίχλη είχε σηκωθεί, κι έγινε ορατό το πεδίο της μάχης. Η κορυφή του λόφου ήταν ένας χερσότοπος, αυλακωμένος από ίχνη μονοπατιών κι από έναν μοναδικό χωματόδρομο που έβγαζε σε ένα ογκώδες κτίσμα, ίσως κάποιο παλιό φρούριο. Το έδαφος ήταν γεμάτο νεκρούς, μερικοί ήταν ήδη παγωμένοι και αλύγιστοι, πολλοί ακρωτηριασμένοι ή κατακρεουργημένοι από τραύματα φριχτά. Δεν ήταν όλοι Πολωνοί της Armia Krajowa: μια συμπαγής ομάδα, που πρέπει να κράτησε μέχρι το τέλος, απαρτιζόταν από ρώσους παρτιζάνους. Άλλοι, στα όρια του πεδίου, ήταν της Βέρμαχτ.
«Είναι όλοι νεκροί. Δεν καταλαβαίνω από ποιον ζητούσαν να παραδοθεί», είπε ο Γκένταλε: χωρίς να το συνειδητοποιεί μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να ήταν σε εκκλησία.
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Έντεκ. «Ίσως οι πυροβολισμοί που ακούσαμε φτάνοντας να ήταν των τελευταίων που είχαν εναπομείνει.»
Ο Μέντελ είπε: «Η ομίχλη προηγουμένως ήταν πολύ πυκνή, κι έτσι ζητούσαν από τους νεκρούς να παραδοθούν».
«Ίσως», είπε ο Μαριάν, «ο λόγος του μεγαφώνου να ήταν χαραγμένος σε δίσκο: οι Γερμανοί το έχουν κάνει κι άλλες φορές».
Εξερεύνησαν το έδαφος, εξετάζοντας τα σώματα ένα προς ένα: ίσως κάποιος να ήταν ακόμη ζωντανός. Κανείς δεν ήταν ζωντανός, μερικοί είχαν στον αυχένα ή στον κρόταφο το σημάδι της χαριστικής βολής. Ακόμη και στο φρούριο δεν υπήρχαν παρά νεκροί, Ρώσοι και Πολωνοί, κατά μεγάλο μέρος κλεισμένοι σε ένα πυργίσκο που τον είχε κάνει συντρίμμια μια βολή πυροβολικού. Πρόσεξαν ότι μερικοί από τους πεσόντες ήταν υπερβολικά αδύνατοι. Γιατί;
«Άρα είναι αληθινή η φήμη που κυκλοφορεί», είπε ο Μαριάν.
«Ποια φήμη;» ρώτησε ο Μέντελ.
«Ότι στα Όρη του Αγίου Σταυρού υπήρχε μια φυλακή, κι ότι οι Γερμανοί άφηναν τους φυλακισμένους να πεθάνουν από την πείνα».
Πράγματι, στα υπόγεια του φρουρίου βρήκαν διαδρόμους και κελιά, οι ξύλινες πόρτες των οποίων είχαν παραβιαστεί. Ο Μέντελ βρήκε δυσανάγνωστες λέξεις γραμμένες με κάρβουνο πάνω σε έναν τοίχο, και φώναξε τον Έντεκ να τις αποκρυπτογραφήσει.
«Είναι τρεις στίχοι ενός ποιητή μας» είπε ο Έντεκ. «Λένε τα εξής»:
Μαρία, μην γεννάς στην ΠολωνίαΑν δεν θέλεις να δεις το γιο σουΚαρφωμένο στο σταυρό μόλις γεννηθεί.
«Πότε τους έγραψε αυτούς τους στίχους ο ποιητής σας;» ρώτησε ο Γκένταλε.
«Δεν ξέρω. Αλλά για τη χώρα μου, οποιοσδήποτε αιώνας θα ταίριαζε».
Ο Μέντελ σιωπούσε, κι ένιωθε να κυριεύεται από σκέψεις πελώριες και μπερδεμένες. Όχι μόνο εμείς. Η θάλασσα της οδύνης δεν έχει πέρατα, δεν έχει βυθό, δεν μπορεί κανείς να την μετρήσει. Ορίστε, οι Πολωνοί, οι φανατικοί του Σταυρού, εκείνοι που μαχαίρωναν τους πατεράδες μας και εισέβαλλαν στη Ρωσία για να καταπνίξουν την επανάσταση. Και ο Έντεκ Πολωνός είναι. Και τώρα πεθαίνουν σαν κι εμάς, μαζί με εμάς. Πληρώνουν, δεν χαίρεσαι; Όχι, δεν χαίρομαι, το χρέος δεν μειώθηκε, αυξήθηκε, κανείς πια δεν μπορεί να το ξεπληρώσει. Μακάρι να μην πέθαινε κανένας πια. Ούτε κι οι Γερμανοί; Δεν ξέρω. Θα το σκεφτώ μετά, όταν θα έχουν όλα τελειώσει. Ίσως το να σκοτώνεις Γερμανούς είναι όπως όταν ο χειρουργός κάνει μια εγχείρηση: το να κόβεις ένα χέρι είναι φριχτό, αλλά πρέπει να γίνει και γίνεται. Ας τελειώσει ο πόλεμος Θεέ μου, που σε σένα δεν πιστεύω. Αν υπάρχεις, κάνε να τελειώσει ο πόλεμος. Γρήγορα και παντού. Ο Χίτλερ έχει ήδη ηττηθεί, αυτοί οι νεκροί δεν εξυπηρετούν πια κανέναν.
Δίπλα του, με τα πόδια όπως κι εκείνος μέσα στα ρείκια που ήταν λεκιασμένα από το αίμα και μουσκεμένα από τη βροχή, ο Έντεκ τον κοίταζε με πρόσωπο ωχρό.
«Προσεύχεσαι, Εβραίε;» τον ρώτησε. Μα στο στόμα του Έντεκ η λέξη «Εβραίος» δεν έσταζε φαρμάκι. Γιατί; Γιατί όλοι είναι Εβραίοι για κάποιον άλλον, γιατί και οι Πολωνοί είναι Εβραίοι για τους Γερμανούς και τους Ρώσους. Γιατί ο Έντεκ είναι άνθρωπος πράος, που έμαθε να πολεμάει. Διάλεξε το ίδιο με μένα κι είναι αδελφός μου, ακόμη κι αν εκείνος είναι Πολωνός και μορφωμένος, κι εγώ είμαι Ρώσος από χωριό και εβραίος ωρολογοποιός.» (σελ. 253–255)
Δεν βασανίζονται όλοι οι ήρωες του βιβλίου από αμφιβολίες και από τύψεις, όπως ο Μέντελ. Η Λίνε, για παράδειγμα, η υπερήφανη και γενναία πολεμίστρια, είναι γεμάτη βεβαιότητες. Να πώς φιλοτεχνεί το πορτραίτο της ο συγγραφέας:
«Η Λίνε μιλούσε λίγο, και ποτέ χωρίς λόγο: λίγες λέξεις μετά από σκέψη και χωρίς έμφαση, ειπωμένες με φωνή χαμηλή και ελαφρά ακατάληπτη, με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του συνομιλητή. Είχε τρόπους διαφορετικούς από εκείνους των γυναικών που είχε συναντήσει ο Μέντελ μέχρι τότε, Εβραίες ή όχι. Δεν ήταν ανάποδη, ούτε έκανε ψευτοντροπές, δεν έπαιζε θέατρο και δεν έκανε καπρίτσια. Όμως, όταν μιλούσε με κάποιον, πλησίαζε πρόσωπο με πρόσωπο, σαν να ήθελε να παρατηρήσει από κοντά τις αντιδράσεις του, συχνά ακουμπούσε και το χέρι της, μικρό και δυνατό, με τα νύχια μασημένα, στον ώμο ή στο μπράτσο του συνομιλητή της. Είχε άραγε συναίσθηση της θηλυκής φόρτισης αυτής της χειρονομίας; Ο Μέντελ την αντιλαμβανόταν έντονα, και δεν του έκανε έκπληξη που ο Λεονίντ ακολουθούσε τη Λίνε όπως ένας σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. Ήταν ίσως αποτέλεσμα της μακρόχρονης αποχής, αλλά του Μέντελ, όταν παρατηρούσε τη Λίνε, του ερχόταν στο μυαλό η Ραάβ, η πλανεύτρα της Ιεριχούς, και οι άλλες σαγηνεύτρες του ταλμουδικού θρύλου. Είχε βρει τα ίχνη τους σε ένα παλιό βιβλίο του ραββίνου δασκάλου του: ένα βιβλίο απαγορευμένο, μα ο Μέντελ ήξερε που ήταν κρυμμένο, και το είχε ξεφυλλίσει στα κρυφά αρκετές φορές, με όλη την περιέργεια ενός δεκατριάχρονου, ενώ ο ραββίνος κοιμόταν στην πνιγηρή ζέστη του μεσημεριού στην πολυθρόνα με την ψηλή πλάτη. Η Μελχόλ, που γοήτευε όποιον την έβλεπε. Η Ιαήλ, η θανατηφόρα παρτιζάνα του καιρού της, που είχε τρυπήσει το μέτωπο ενός στρατηγού με ένα καρφί, και που όμως πλάνευε όλους τους άντρες μόνο και μόνο με τον ήχο της φωνής της. Η Αβιγαία, η συνετή βασίλισσα, που μάγευε όποιον τη σκεφτόταν. Μα η Ραάβ ήταν ανώτερη όλων: όποιος άντρας πρόφερε απλώς το όνομά της έχυνε αμέσως το σπέρμα του.
Όχι, το όνομα της Λίνε δεν είχε αυτή την ιδιότητα. Όλοι στο Νοβοσέλσκι ήξεραν την ιστορία της Λίνε και του ονόματός της, που δεν είναι ούτε ρωσικό, ούτε γίντις, ούτε εβραϊκό. Οι γονείς της Λίνε, Ρωσοεβραίοι φοιτητές φιλοσοφίας, την είχαν φέρει στον κόσμο χωρίς να το πολυσκεφτούν μέσα στα πύρινα χρόνια της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Ο πατέρας της είχε καταταγεί εθελοντής και είχε χαθεί στη Βολίνια, σε μάχη εναντίον των Πολωνών. Η μητέρα της είχε βρει δουλειά ως εργάτρια σε ένα υφαντουργείο. Νωρίτερα είχε πάρει μέρος στην οκτωβριανή επανάσταση επειδή είχε δει σε αυτήν τη δική της απελευθέρωση, ως Εβραία και ως γυναίκα. Είχε οργανώσει συγκεντρώσεις στις πλατείες, και είχε βγάλει λόγους στα Σοβιέτ: ήταν οπαδός και θαυμάστρια της Έμμελιν Πάνκχερστ, της ευγενικής και αδάμαστης κυρίας που το 1918 είχε κατακτήσει το δικαίωμα της ψήφου για τις Αγγλίδες, και ήταν ευτυχής που είχε φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι μερικούς μήνες αργότερα, γιατί έτσι είχε μπορέσει να της δώσει το όνομα Έμμελιν, που όλοι από το νηπιαγωγείο ακόμη είχαν συντομεύσει σε Λίνε. Αλλά ούτε κι η γιαγιά της Λίνε από τη μητέρα της, η Άννα Καμίνσκαγια, ήταν γυναίκα για κουζίνα, μωρά, και εκκλησία. Είχε γεννηθεί το 1858, τον ίδιο χρόνο, μήνα και μέρα με την Πάνκχερστ, το είχε σκάσει από το σπίτι για να σπουδάσει οικονομικά στη Ζυρίχη, και είχε γυρίσει μετά στη Ρωσία για να κηρύξει την παραίτηση από όλα τα γήινα αγαθά, την καταγγελία του γάμου, και την ισότητα όλων των εργατών, χριστιανών ή εβραίων, αντρών ή γυναικών. Για αυτό την είχαν εκτοπίσει στο Ομσκ, όπου είχε γεννηθεί η μητέρα της Λίνε. Στη μικροσκοπική κάμαρα όπου κατοικούσαν, στο Τσέρνικωβ, η Λίνε θυμόταν να κρέμεται κορνιζαρισμένη στον τοίχο πίσω από τη σόμπα η φωτογραφία της Πάνκχερστ που η μητέρα της είχε κόψει από ένα περιοδικό: στη σύλληψή της το 1914, η μικροσκοπική επαναστάτρια με τη μακριά φούστα και το καπελάκι με φτερά στρουθοκάμηλου ήταν μετέωρη στον αέρα, δυο πιθαμές από το λονδρέζικο πλακόστρωτο που γυάλιζε στη βροχή, αξιοπρεπής και απαθής μέσα στα χέρια ενός βρετανού αστυνομικού που έσφιγγε την ισχνή της πλάτη πάνω στην τεράστια κοιλιά του.
Στο Τσέρνικωβ, και μετά στο Κίεβο όπου είχε μετακομίσει για να σπουδάσει δασκάλα, η Λίνε σύχναζε σε σιωνιστικούς κύκλους και ταυτόχρονα στην τοπική Κομσομόλ. Δεν έβλεπε καμιά αντίφαση ανάμεσα στον σοβιετικό κομμουνισμό και στον αγροτικό κολλεκτιβισμό που κήρυτταν οι σιωνιστές. Όμως μετά το 1932 η ζωή των σιωνιστικών οργανώσεων έγινε όλο και πιο δύσκολη, μέχρι που διαλύθηκαν επίσημα. Στους Εβραίους που επιθυμούσαν μια γη δική τους, στην οποία να οργανωθούν και να ζήσουν σύμφωνα με τις δικές τους παραδόσεις, ο Στάλιν είχε προσφέρει μια άθλια περιοχή στην ανατολική Σιβηρία, το Μπιρομπιτζάν: όποιος ήθελε να ζήσει ως Εβραίος ας πήγαινε στη Σιβηρία, αν κάποιος απέρριπτε τη Σιβηρία πάει να πει ότι προτιμούσε να είναι Ρώσος. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αλλά τι μπορεί να κάνει ένας Εβραίος που θέλει να είναι Ρώσος, όταν ο Ρώσος τον αποκλείει από το πανεπιστήμιο, τον φωνάζει «Γιντ», παρακινεί εναντίον του τους οργανωτές των πογκρόμ, και συνάπτει συμμαχία με τον Χίτλερ; Τίποτε δεν μπορεί να κάνει, ειδικά αν είναι γυναίκα. Η Λίνε είχε μείνει στο Τσέρνικωβ, όταν ήρθαν οι Γερμανοί έκλεισαν τους Εβραίους στο γκέττο, εκεί είχε ξαναβρεί μερικούς από τους φίλους της, σιωνιστές του Κιέβου. Μαζί, κι αυτή τη φορά με τη βοήθεια των σοβιετικών παρτιζάνων, είχαν αγοράσει λιγοστά όπλα, και είχαν μάθει να τα χρησιμοποιούν. Η Λίνε δεν είχε κλίση στις θεωρίες: στο γκέττο είχε υποφέρει από την πείνα, το κρύο και την κούραση, αλλά είχε αισθανθεί τις πολλές ψυχές της να ενώνονται. Η γυναίκα, η Εβραία, η σιωνίστρια και η κομμουνίστρια είχαν συμπυκνωθεί σε μια μόνο Λίνε, που είχε έναν και μόνο εχθρό.» (σελ. 127–129)
Έχει περάσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα από την έκδοση του βιβλίου, έκτοτε έγραψα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις για διάφορα θέματα, και για όλα τα γραπτά μου είμαι υπερήφανος. Για κανένα όμως δεν είμαι τόσο περήφανος όσο για αυτή τη μετάφραση.