17 Ιουλίου 2022

Η Ιταλία στους μαιάνδρους της αβεβαιότητας









Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 17 Ιουλίου 2022).

Ότι πίσω από τη στιβαρή πρόσοψη μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας (όλα τα κόμματα εκτός από το μετανεοφασιστικό της Τζόρτζια Μελλόνι), με επικεφαλής έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες Ευρωπαίους ηγέτες, κρύβονταν όλες οι ιστορικές αδυναμίες του ιταλικού πολιτικού συστήματος ήταν γνωστό σε όλους. Ότι αυτές οι αδυναμίες – το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ο επαρχιωτισμός, η αδυναμία άρθρωσης ενός πολιτικού λόγου που να αφορά τους πολίτες και τις έγνοιές τους, η απουσία ενδοιασμών για το τι επιτρέπεται και τι όχι, το προβάδισμα στο κόμμα σε βάρος της χώρας, και στο σήμερα σε βάρος του αύριο – θα έφταναν σε βαθμό παροξυσμού τώρα, που η Ιταλία και η Ευρώπη παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό, και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφήνει άναυδο και τον πιο κυνικό παρατηρητή.

Υπό μια έννοια, πρόκειται για τον τελευταίο σπασμό του Κοινοβουλίου που αναδείχθηκε από τις κάλπες του Μαρτίου 2018, με νικητές τον κεντροδεξιό συνασπισμό (37%) και μεγαλύτερο κόμμα το Κίνημα Πέντε Αστέρων (33%). Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε τότε στηριζόταν από τη Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι και το Κ5Α, με πρωθυπουργό τον Τζουζέπε Κόντε. Στη συνέχεια η Λέγκα αποχώρησε από την κυβέρνηση για να προκαλέσει εκλογές, με στόχο την αυτοδυναμία, αλλά αντί για αυτό το Κοινοβούλιο έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε νέα κυβέρνηση, με τον ίδιο πρωθυπουργό, από το Κ5Α και το Δημοκρατικό Κόμμα.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον Μάριο Ντράγκι τον Φεβρουάριο 2021 ήταν η απάντηση του Σέρτζιο Ματαρέλλα, Προέδρου της Δημοκρατίας (με αυξημένες εξουσίες στην Ιταλία) στην πολιτική παράλυση που οφείλεται στη δυσαρμονία του Κοινοβουλίου με τη νέα εκλογική γεωγραφία της χώρας: το Κ5Α βρίσκεται σε διάλυση, η Λέγκα βρίσκεται σε πτώση, πολλοί ψηφοφόροι και των δύο έχουν μεταναστεύσει στο μετανεοφασιστικό κόμμα που προηγείται στις δημοσκοπήσεις με 22%, όσο περίπου και το Δημοκρατικό Κόμμα.

Η μαεστρία του Ντράγκι ήταν να δώσει στην Ιταλία μια δυναμική κυβέρνηση που εργάστηκε πυρετωδώς για την ανοικοδόμηση (αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα 200 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης), αποκατέστησε το διεθνές κύρος της χώρας, και ανέλαβε ηγετικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη, ορθώνοντας αποφασιστικά το ανάστημά της στη ρωσική επιθετικότητα. Και όλα αυτά παρά την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τη Ρωσία, και παρά τον αντιευρωπαϊσμό και φιλοπουτινισμό, κρυφό ή φανερό, των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (Λέγκα και Κ5Α) του Κοινοβουλίου και της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Η αφορμή για την κυβερνητική κρίση είναι το ίδιο καταγέλαστη όσο και ο πανικός των Πέντε Αστέρων, που ποντάρουν σε μερικούς μήνες ανερμάτιστης αντιπολίτευσης μήπως και περισώσουν μια ή δυο ποσοστιαίες μονάδες. Ο υπολογισμός τους διατυπώθηκε με σαφήνεια από έναν γερουσιαστή του Κινήματος: «Τι πρόβλημα υπάρχει; Αποχωρήσαμε από την αίθουσα την ώρα της ψήφου εμπιστοσύνης. Δεν αποσύραμε τους υπουργούς μας, δεν ζητάμε ανασχηματισμό, παραμένουμε στην κυβέρνηση.» Με άλλα λόγια: αφήστε μας να είμαστε με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω, εκλογές έρχονται.

Λογικό, και έχει ξαναγίνει (στα χρόνια της Χριστιανικής Δημοκρατίας). Όχι όμως με τον Ντράγκι, που όπως φαίνεται καμμιά όρεξη δεν έχει να παίξει θέατρο σκιών, και μάλιστα κακής ποιότητας. «Η πλειοψηφία εθνικής ενότητας που υποστήριζε αυτή την κυβέρνηση δεν υφίσταται πια. Παραβιἀστηκε το σύμφωνο εμπιστοσύνης στο οποίο βασιζόταν.»

Τι θα γίνει τώρα; Ο Πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος την απέρριψε. Μέχρι την Τετἀρτη, που ο Ντράγκι θα απευθύνει ομιλία στο Κοινοβούλιο, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Να ζητήσει νέα ψήφο εμπιστοσύνης. Να επιμείνει στην παραίτησή του. Να σχηματιστεί νέα μεταβατική κυβέρνηση. Να προκηρυχθούν εκλογές.

Εάν το μέλλον ξαναγίνεται αβέβαιο για την Ιταλία, αντίθετα το παρόν έχει γίνει εντελώς προβλέψιμο: τα σπρεντ ανεβαίνουν, τα ειρωνικά πρωτοσέλιδα του ξένου Τύπου επιστρέφουν, οι Ευρωπαίοι εταίροι δυσκολεύονται να καταλάβουν τι συνέβη, και γιατί ήταν τόσο σημαντικό. Δεν είναι οι μόνοι.