Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Εξοδόχαρτο / Μοναστηράκι» (εκδόσεις «Πόλις», Σεπτέμβριος 2022).
Τα κείμενα που απαρτίζουν το «Εξοδόχαρτο» του Βαγγέλη Σιαφάκα είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον κύκλο των αναγνωστών του από την αρχή, όταν τα δημοσίευε ένα-ένα στο fb, τους μήνες του εγκλεισμού, από τα μέσα του 2020 έως τα μέσα του 2021. Υπήρξα ένας από εκείνους που τον ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσει σε βιβλίο. Με μοναδικό προσόν αυτό, βρέθηκα να το προλογίζω.
Ο λόγος που είχα
σκεφτεί ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο δεν είναι (τόσο) ότι
για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας ο τυπωμένος λόγος έχει πάντοτε μεγαλύτερη
αξία από τα έπεα πτερόεντα του ψηφιακού. Είναι ότι μου είχαν φανεί «μικρά
κοσμήματα», πρωτότυπα και απολαυστικά, με πρώτες ύλες μια μεγάλη ποικιλία
θεμάτων (τον έρωτα και το θάνατο, την πολιτική και το ποδόσφαιρο, την πόλη και
το χωριό, το ευτελές και το πολύτιμο της ανθρώπινης κωμωδίας), με αναγνωρίσιμους
ήρωες που μένουν μαζί μας αφού έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή, και με
ενοποιητική ουσία τη μοναδική φωνή του αφηγητή-συγγραφέα,
αυτοσαρκαστική και επιεική, κυνική και τρυφερή. Έχοντας μόλις ξαναδιαβάσει ολόκληρη
τη συλλογή, αισθάνομαι ότι όσοι γοητεύτηκαν από αυτά τα κείμενα και προέτρεψαν
τον συγγραφέα να τα τυπώσει δικαιώνονται διπλά: αφενός η γοητεία τους αντέχει
στο χρόνο, αφετέρου το σύνολο έχει μεγαλύτερη αξία από το άθροισμα των μερών.
Ας ξεκινήσουμε από τη μορφή. Το «Εξοδόχαρτο», χωρίς να το επιδιώκει, διαφημίζει τα θέλγητρα της βραχείας φόρμας. «Χωρίς να το επιδιώκει», επειδή εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το μέγεθος των κειμένων (500 περίπου λέξεις το καθένα) δεν υπαγορεύθηκε από προγραμματικές φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον θα απέρριπτε ειρωνικά, αλλά κυρίως από το ένστικτο του παλιού δημοσιογράφου, παρότι το μέσο στο οποίο πρωτοεμφανίστηκαν (fb) καλλιεργεί πολύ λιγότερο την αυτοπειθαρχία από ό,τι η εφημερίδα ή το δελτίο ειδήσεων. Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως προθέσεων, τη σπουδαία και κάπως παραγνωρισμένη παράδοση των «μικροδιηγημάτων» ακολουθεί το «Εξοδόχαρτο», παράδοση στην οποία διέπρεψαν ο Μπόρχες και άλλοι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς. Πόσο βραχεία μπορεί να είναι αυτή η φόρμα το έδειξε ο Αουγκούστο Μοντερόσο με τον περίφημο «Δεινόσαυρο», ένα μικροδιήγημα επτά μόλις λέξεων: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμη εκεί». Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν και ο Ίταλο Καλβίνο, που γνώριζε καλά την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και είχε έφεση στα λογοτεχνικά πειράματα (όπως άλλωστε δείχνει η δραστηριοποίησή του στο OuLiPo, το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας», μαζί με τον Ρεϊμόν Κενώ και άλλους). Τόσο πολύ θαύμαζε τον Μοντερόσο ο Καλβίνο που για να τον τιμήσει αφιέρωσε στο ίδιο θέμα ένα από τα κεφάλαια των «Κοσμοκωμικών» του («Οι δεινόσαυροι»).
Εάν όμως η μορφή «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη, αυτό που τον συναρπάζει είναι το περιεχόμενο. Στην ταινία «Μπάρτον Φινκ» των αδελφών Κοέν, ο ομώνυμος ήρωας (τον υποδύεται ο Τζον Τορτούρο), συγγραφέας το επάγγελμα, άσημος ακόμη, συναντιέται με τον νέο του εργοδότη, έναν κινηματογραφικό παραγωγό, που τον υποδέχεται δίπλα στην πισίνα, λέγοντάς του: «Ένα μόνο πράγμα μας ενδιαφέρει, Μπαρτ. Μπορείς να πεις μια ιστορία; Μπορείς να μας κάνεις να γελάσουμε; Μπορείς να μας κάνεις να κλάψουμε;» Το «Εξοδόχαρτο» δείχνει ότι ο Βαγγέλης Σιαφάκας ξέρει να κάνει και τα τρία. Είναι fabulator: έμαθε να λέει ιστορίες με τον τρόπο του τεχνίτη, όπως οι «πετράδες» της Ηπείρου (και της Αλβανίας) έμαθαν να σμιλεύουν την πέτρα – και οι ιστορίες που λέει είναι αστείες και συγκινητικές, διασκεδαστικές και σπαραχτικές, εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Ο αναγνώστης του «Απαγορευμένο σεξ στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ», ή του «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου», ή του «Δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες: με ταράζουν» διατρέχει τον κίνδυνο να αρχίσει ξαφνικά να γελάει φωναχτά, κάνοντας τους γύρω του να στραφούν προς το μέρος του απορημένοι. Και όταν φτάσει να διαβάζει το «Μη φοβηθείς», ή το «Το τελευταίο όνειρο», ή το «Εξοδόχαρτο» (που δίνει το όνομα στη συλλογή), πάλι θα πρέπει να προσέχει αν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο – εκτός αν φοράει γυαλιά ηλίου, ή έχει πρόχειρα χαρτομάντηλα. Όσο για «Το κλάμα του πατέρα», ή για το «Κατηγορώ» (με το οποίο κλείνει η συλλογή), αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, συγκλονισμένο, σαν να έχει γίνει μόλις μάρτυρας ενός οδυνηρού τραύματος, που ο συγγραφέας δεν έχει διστάσει να αποκαλύψει, και που έχει καταφέρει να μιλήσει για αυτό με μαστοριά, διαύγεια και εντιμότητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν (αρχίζοντας από τον εαυτό του), μετατρέποντας έτσι με τρόπο σχεδόν αλχημικό κάτι προσωπικό σε κάτι άλλο οικουμενικό. Αυτή δεν είναι η μαγεία της μεγάλης λογοτεχνίας;
Όλα αυτά – και πολλά ακόμη – με την αμίμητη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, η οποία είναι ανευλαβής (με την έννοια ότι δεν έχει ιερό και όσιο), αμείλικτα αυτοσαρκαστική, δυσανεκτική ως προς τα πολλά «δήθεν» του κόσμου γύρω μας, επιεικής με τους χαρακτήρες που επινοεί, φιγούρες της διπλανής πόρτας, παρά την ευτέλειά τους (ή μήπως εξαιτίας της;), με μια λέξη: μοναδική. Μια φωνή που μιλάει μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, χωρίς φτιασίδια, όπως οι γοητευτικές γυναίκες του συγγραφέα, που δεν νοιάζονται καθόλου αν έχουν λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω, ξέροντας άλλωστε καλά ότι ούτε οι άνδρες νοιάζονται.
Δεν θα επεκταθώ στα άλλα που με συνδέουν με τους κόσμους που πλάθει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, και που με κάνουν να τον αισθάνομαι σαν δικό μου άνθρωπο, παρότι δεν είχαμε γνωριστεί (και βέβαια τώρα δεν θα γνωριστούμε ποτέ): ο Ρήγας, η Ιταλία, η Ήπειρος, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι το (σαθρό) υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Δεν θα επεκταθώ επειδή το «Εξοδόχαρτο» πάει πολύ πέρα από όλα αυτά, τα μεταχειρίζεται απλώς ως αφορμή, για να πει κάτι μεγαλύτερο, που «μιλάει» σε κάθε αναγνώστη, όποια και αν είναι η καταγωγή του, η ηλικία του, το φύλο του, τα πολιτικά ή ποδοσφαιρικά του φρονήματα.