Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022).
Όταν την περασμένη Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η έκθεση της ειδικής επιτροπής για την κατάσταση στην Ουγγαρία – η οποία κατέληγε ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δημοκρατική, και για αυτό η χρηματοδότησή της από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της – εγκρίθηκε πανηγυρικά: 433 ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ, 123 κατά, ενώ 28 απείχαν. Όμως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της ιταλικής Δεξιάς, που αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι, και η λεπενική Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι, ψήφισαν κατά.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για στάση αρχής: η απροκάλυπτη δυσανεξία απέναντι στα συνταγματικά αντίβαρα (ανεξάρτητος Τύπος, ανεξάρτητη δικαιοσύνη), η επιθετική ξενοφοβία, η υστερική υπεράσπιση της «φυσικής οικογένειας» διά της αποκατάστασης των διακρίσεων κατά των γυναικών και κατά των ομοφυλοφίλων, καθώς και η περιφρόνηση των ευρωπαϊκών θεσμών (όχι όμως των ευρωπαϊκών κονδυλίων), δηλ. όσα χαρακτηρίζουν την «ανελεύθερη δημοκρατία» του Βίκτωρ Όρμπαν, απηχούν επίσης τις πιο μύχιες επιθυμίες της ιταλικής – και όχι μόνο - Δεξιάς.
Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί στα πρόθυρα της εξουσίας σε μια χώρα που, μετά την καταστροφική εικοσαετία του μουσολινικού καθεστώτος, έγραψε τον αντιφασισμό στο σύνταγμά της; Καλή ερώτηση. Η απάντηση θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη σταδιακή φθορά των δημοκρατικών θεσμών από την κομματοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, την μαύρη και κόκκινη τρομοκρατία, τη διάβρωση του κράτους - και κυρίως από την πρωτοφανή στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, που έχει εμπεδώσει μια αίσθηση παρακμής και στενών οριζόντων.
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανυποληψίας και χαμηλής εμπιστοσύνης, σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος αδιαφορεί, ή είναι έτοιμο να δοκιμάσει κάποιον «νέο και άφθαρτο» πολιτικό - Μπερλουσκόνι (43% στις εθνικές εκλογές του 1994), και πιο πρόσφατα: Ρέντσι (41% στις ευρωεκλογές του 2014), Γκρίλλο (32% στις εθνικές εκλογές του 2018), Σαλβίνι (34% στις ευρωεκλογές του 2019) – και αμέσως μετά να απογοητευθεί από αυτόν και να του γυρίσει την πλάτη. (Στις εκλογές της Κυριακής, οι παραπάνω τέσσερις αναμένεται να κινηθούν στο 10% ή και παρακάτω.)
Θα τα καταφέρει καλύτερα η Μελόνι; Όχι, εκτός και εάν πιστεύετε ότι οι εθνικοποιήσεις (π.χ. της Αλιτάλια), ο «ναυτικός αποκλεισμός» (που θα κρατήσει μακριά τους πρόσφυγες), η επιβολή έκτακτης φορολογίας στις ξένες επιχειρήσεις (!), και η επαναδιαπραγμάτευση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (191,5 δις ευρώ, περίπου όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα βάλουν την ιταλική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Στην πόλη όπου ζω, στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, όπου ο πρώτος κινέζος μετανάστης άρχισε να πουλάει μεταξωτές γραβάτες στους φιλοπερίεργους αστούς με ρεντιγκότα και ημίψηλο καπέλο στην Πλατεία Ντουόμο στις αρχές του Εικοστού Αιώνα, όπου το 18% του πληθυσμού είναι ξένοι (ανάμεσά τους οι περισσότεροι φοιτητές μου), και όπου η εξωστρέφεια είναι το μυστικό της οικονομικής επιτυχίας, οι μουχλιασμένες συνταγές της Δεξιάς αντιμετωπίζονται με θυμηδία. Για αυτό άλλωστε, οι εύποροι αστοί της πόλης σνομπάρουν τον άξεστο Σαλβίνι, και πιθανότατα και τη Μελόνι, και είναι έτοιμοι να στραφούν προς το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι, καθώς και στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (οι οποίοι βέβαια απέτυχαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε άλλη μια θεαματική επίδειξη έλλειψης ενστίκτου αυτοσυντήρησης). Αντίθετα, οι λιγότερο μορφωμένοι (και φτωχότεροι) μικροαστοί και εργάτες θα εμπιστευθούν τη Δεξιά.
Αυτή δεν είναι η νέα πολιτική γεωγραφία της Δύσης; Νέα Υόρκη εναντίον Μεσοδυτικών Πολιτειών, Παρίσι εναντίον «Βαθιάς Γαλλίας», Μιλάνο εναντίον επαρχιακής Ιταλίας. Το χωριό περικυκλώνει την πόλη.
Αυτό είναι και το δράμα των οπαδών της ανοιχτής κοινωνίας. Εάν οι προοδευτικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις δεν καταφέρουν να εκπροσωπήσουν όσους μένουν πίσω - να τους υποστηρίξουν ώστε να μπορέσουν και αυτοί να γευθούν τους καρπούς της οικονομικής επιτυχίας, και να προστατεύσουν όσους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές –, ας ετοιμαστούν να υποστούν τις συνέπειες. Και μαζί τους και εμείς.