Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022).
Η αλλεργία των οικονομολόγων (και ιδίως των φιλελεύθερων οικονομολόγων) στις επιδοτήσεις τιμών είναι γνωστή από καιρό. Άλλο είναι το ενδιαφέρον του χθεσινού άρθρου του Economist. Βλέπετε, δεν είναι τυχαίο περιοδικό: οι συντάκτες του παρακολουθούν τα πρόσφατα ευρήματα της επιστημονικής παραγωγής, αναλογίζονται τη σημασία τους για τη δημόσια πολιτική, και παρουσιάζουν τα κύρια σημεία με εύληπτο τρόπο σε ένα καλλιεργημένο μεν αλλά μη ειδικό (και πολυάσχολο) αναγνωστικό κοινό.
Το χθεσινό άρθρο λοιπόν σχολιάζει μια νέα γενιά οικονομικών ερευνών που χρησιμοποιούν νέες μεθόδους και νέα δεδομένα για να υπολογίσουν την ελαστικότητα της ζήτησης για καύσιμα ή για ενέργεια. Αυτό ακούγεται αφηρημένο, αλλά έχει μεγάλη σημασία. Εάν η ζήτηση είναι ανελαστική, καθώς οι τιμές αυξάνονται οι καταναλωτές κρατάνε σταθερή την ποσότητα που καταναλώνουν, συνεπώς επωμίζονται το σύνολο της επιβάρυνσης από την ακρίβεια. Όσο πιο ελαστική είναι η ζήτηση, τόσο περισσότερο μειώνουν οι καταναλωτές την ποσότητα που καταναλώνουν μετά από μια αύξηση της τιμής.
Τα πρόσφατα ευρήματα που παρουσιάζει το άρθρο του Economist ανατρέπουν προηγούμενες παραδοχές για τη δήθεν ανελαστικότητα της ζήτησης. Σύμφωνα με αυτά, όταν οι τιμές του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου αυξάνονται, οι καταναλωτές μειώνουν την κατανάλωση. Η ελαστικότητα δεν είναι μεγάλη: στις ΗΠΑ, μια αύξηση της τιμής κατά 10% υπολογίστηκε ότι έφερε μείωση της κατανάλωσης σε 3% (πετρέλαιο) ή 2% (φυσικό αέριο). Και το αντίστροφο: όταν η πολιτεία της Καλιφόρνιας μείωσε κατά 20% την οριακή τιμή του φυσικού αερίου για τα φτωχά νοικοκυριά, η κατανάλωση τους αυξήθηκε κατά 8,5%.
Όπως αναφέρει το άρθρο, το 2015 η ουκρανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τις επιδοτήσεις των καυσίμων, με αποτέλεσμα διπλασιασμό της τιμής. Όσα νοικοκυριά δεν επένδυσαν σε καλύτερη μόνωση κτλ., αναγκάστηκαν να μειώσουν την κατανάλωση τους κατά 16%.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει στη χώρα μας το 2012, μετά από την εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης: ο λόγος που η αύξηση του φόρου απέδωσε πολύ λιγότερο από ό,τι ήλπιζε η κυβέρνηση (και η Τρόικα) ήταν ότι πολλά νοικοκυριά στράφηκαν από την κεντρική θέρμανση σε άλλες λύσεις (pellet, ξύλα, ηλεκτρική σόμπα, αερόθερμο), ή απλώς άρχισαν να ζεσταίνουν το σπίτι τους λιγότερο από πριν. Αυτό το προηγούμενο δείχνει πολλά για τις οικονομικές, κοινωνικές, και περιβαλλοντικές συνέπειες μιας απότομης μεταβολής των τιμών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Διαψεύδει ωστόσο επίσης, και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την υπόθεση ότι οι καταναλωτές αφήνουν αμετάβλητες τις συνήθειες τους ακόμη και όταν οι τιμές αυξάνονται σημαντικά. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: η ζήτηση για ενέργεια είναι κάθε άλλο παρά “ανελαστική”.
Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται πραγματικά για την απεξάρτηση από τη Ρωσία, καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τότε θα πρέπει να διευκολύνουν τους καταναλωτές να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αύξηση των τιμών της ενέργειας καίγοντας λιγότερο ρεύμα ή πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Αντί να επιδοτούν τις τιμές της ενέργειας, θα πρέπει να επιδοτούν τις επενδύσεις σε μέτρα εξοικονόμησης, καθώς φυσικά και σε ανανεώσιμες πηγές. Βραχυπρόθεσμα, στη μεταβατική περίοδο, οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι εισοδηματικές (ώστε να μην επηρεάζουν τα κίνητρα εξοικονόμησης), και στοχευμένες (υπέρ φτωχών, ηλικιωμένων, κατοίκων ορεινών περιοχών κτλ).
Εάν, για πολιτικούς ή άλλους λόγους, προκρίνεται η επιδότηση των τιμών, τότε θα πρέπει να υπάρχει πλαφόν κατανάλωσης. Το άρθρο του Economist σχολιάζει ευνοϊκά την περίπτωση της Αυστρίας, όπου η επιδότηση δίνεται μόνο για το 80% της μέσης κατανάλωσης ενός νοικοκυριού. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις αφορούν αντίθετα “όλες τις παροχές, κύριας και μη κύριας κατοικίας, για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια”.