Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Τρίτη 23 Αυγούστου 2022).
Το χθεσινό άρθρο μου στο Kreport, καθώς και η μετέπειτα ανάρτησή μου, πυροδότησαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τους στόχους και τα μέσα της δημόσιας πολιτικής για την ενέργεια στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Παρόμοιες ανησυχίες είχαν διατυπώσει πριν από εμένα με άρθρα τους στην Καθημερινή ο Κώστας Κωστής (18 Ιουλίου 2022) και η Μιράντα Ξαφά (14 Αυγούστου 2022). Υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής, των επιδοτήσεων-βροχή, έγραψε ο Θάνος Πετραλιάς, γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής (26 Ιουλίου 2022). Έλαβα πολλά σχόλια, δημόσια ή ιδιωτικά, που σχολίαζαν ή διόρθωναν αυτά που έγραψα. Ευχαριστώ θερμά όσους και όσες μπήκαν στον κόπο.
Πολλά από τα επιμέρους θέματα είναι τεχνικά, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να τα συλλάβει ο ενημερωμένος αναγνώστης. Η εναλλακτική επιλογή, να ασχολούνται με αυτά αποκλειστικά οι ειδικοί, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, ερήμην της κοινής γνώμης, μου είναι απεχθής – και το λέω τόσο από πεποίθηση (μια δημοκρατική Πολιτεία χρειάζεται πολίτες που συμμετέχουν ενεργά στη δημόσια συζήτηση) όσο και από επαγγελματική διαστροφή (η οικονομική ανάλυση της δημόσιας πολιτικής είναι ο τομέας μου και επίσης το πάθος μου).
Πολλές πτυχές του ζητήματος (μου) είναι τώρα πιο σαφείς. Οι κυβερνητικές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από πόρους της ΕΕ (χάρη στους μηχανισμούς του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης), καθώς και από αυξημένα φορολογικά έσοδα (λόγω τουρισμού και λόγω πληθωρισμού). Συνεπώς, το κόστος των επιδοτήσεων, παρότι εξωφρενικό (1% του ΑΕΠ μόνο το μήνα Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών) δεν θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό του 2022.
Όλα καλά λοιπόν; Κατά τη γνώμη μου όχι. Η επιλογή της κυβέρνησης να προστατεύσει τα νοικοκυριά από απότομες αυξήσεις είναι θεμιτή. (Είναι επίσης εκλογικά προσοδοφόρα, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο θεμιτή.) Το πρόβλημα βρίσκεται στη δοσολογία της προστασίας. Η εποχή της φτηνής ενέργειας έχει παρέλθει οριστικά. Θα πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε (και να παράγουμε) διαφορετικά. Είμαστε πολύ τυχεροί που υπάρχει το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (και που είμαστε στην ΕΕ). Εάν όμως σπαταλήσουμε τους πόρους του όχι για να προετοιμάσουμε την ενεργειακή μετάβαση, αλλά για να κρατήσουμε τεχνητά στη ζωή το σημερινό παρωχημένο μοντέλο, θα έχουμε χάσει άλλη μια μεγάλη ευκαιρία. Επίσης, θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό: η ενέργεια δεν πρόκειται να ξαναγίνει φτηνή, οι πόροι του Ταμείου δεν θα είναι απεριόριστοι για πάντα, η Ελλάδα δεν θα πάψει να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ (193% του ΑΕΠ το 2021), με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ιταλία (151%).
Χρειαζόμαστε λοιπόν λιγότερες επιδοτήσεις (άρα ακριβότερους λογαριασμούς), λιγότερη σπατάλη ενέργειας (αυτοβούλως αλλά και με κίνητρα για επενδύσεις εξοικονόμησης), περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια (αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα) – και λιγότερα ελλείμματα: μια χώρα με το δικό μας παρελθόν (και με το δικό μας δημόσιο χρέος) δεν έχει την πολυτέλεια να πετάει λεφτά, μόνο και μόνο επειδή η φετινή χρονιά ήταν λίγο καλύτερη. Δεν ζούμε μέρες του 2008 λοιπόν (το παίρνω πίσω αυτό), ζούμε μέρες του 2005, εφησυχασμού και αμεριμνησίας. Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν δύσκολα. Είναι κρίμα να μην μάθουμε από αυτά.
Άλλες πτυχές του ζητήματος ελπίζω να αποσαφηνιστούν στη συνέχεια (από άλλους). Λειτουργεί σωστά η ρύθμιση της αγοράς ενέργειας; Γιατί καθυστερεί το νομικό πλαίσιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Η χωροταξική πολιτική της κυβέρνησης (π.χ. στα νησιά) ευνοεί την ενεργειακή μετάβαση; Προχωρούν ικανοποιητικά τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης για τις πράσινες επενδύσεις;
Από τέτοιου είδους ερωτήματα θα εξαρτηθεί η ευημερία μας, η δική μας και των παιδιών μας (και των παιδιών τους). Συνεπώς, η σιωπή γύρω από αυτά είναι το ίδιο καταστροφική (και το ίδιο ένοχη) όσο και η συνηθισμένη κακοφωνία της προεκλογικής δημαγωγίας.