Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022).
«Σε υψηλά επίπεδα, όπως αναμενόταν, διαμορφώνονται τα ονομαστικά τιμολόγια ρεύματος για τον Σεπτέμβριο που ανακοινώνουν από αργά χθες το βράδυ οι προμηθευτές. Το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στο ύψος της επιδότησης που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση για τον επόμενο μήνα, με την οποία επιδιώκεται η διατήρηση των τελικών τιμών καταναλωτή κοντά στο επίπεδο του Αυγούστου» (Καθημερινή, 21 Αυγούστου 2022)
Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στα (κατά τεκμήριο) φιλελεύθερα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το αλφαβητάρι της οικονομίας της αγοράς; Όπως μάλλον γνωρίζουν και οι ίδιοι, οι τιμές ενσωματώνουν πολύτιμες πληροφορίες, που επιτρέπουν στη ζήτηση και στην προσφορά να ισορροπούν. Η αλλοίωση των τιμών, μέσω επιδοτήσεων ή φόρων κατανάλωσης, επιβάλλεται σε ειδικές συνθήκες, π.χ. όταν οι τιμές δεν περιλαμβάνουν το κόστος εξωτερικών επιδράσεων, θετικών (όπως η διάδοση της καινοτομίας) ή αρνητικών (όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση που επιλέγει να επιδοτήσει τις τιμές αλλοιώνει το σινιάλο, προκαλώντας σύγχυση στους καταναλωτές και στους παραγωγούς, και δυσχεραίνοντας την εξισορρόπηση των δυνάμεων της αγοράς.
Αυτό ακριβώς κάνει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση: Δαπανά τεράστια ποσά για επιδοτήσεις τιμών, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περιορίσει τη δυσαρέσκεια των καταναλωτών εν μέσω (;) προεκλογικής περιόδου.
Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι αυτή η πολιτική δεν είναι βιώσιμη. Για τρεις λόγους:
Ο πρώτος είναι δημοσιονομικός. Το κόστος των επιδοτήσεων (περίπου 700 εκατ. ευρώ μόνο για τον Ιούλιο) είναι απλώς εξωφρενικό. Σε ετήσια βάση, θα φτάσει το 5% του ΑΕΠ, δηλ. θα ξεπεράσει τη δημόσια δαπάνη για την Υγεία ή για την Παιδεία. Εάν οι τιμές αυξηθούν και άλλο, το ίδιο θα συμβεί και με το κόστος των επιδοτήσεων (εάν η κυβέρνηση επιμείνει στη σημερινή πολιτική). Αυτά τα χρήματα η χώρα δεν τα έχει – και αν τα είχε θα όφειλε να τα ξοδεύει καλύτερα. Με αυτόν το ρυθμό, η έξοδος από την οικονομική επιτήρηση κινδυνεύει να αποδειχθεί σύντομη παρένθεση.
Ο δεύτερος λόγος είναι κοινωνικός. Με πρόσχημα τη φοροδιαφυγή, που θολώνει την εικόνα για τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των καταναλωτών, η κυβέρνηση επέλεξε οι επιδοτήσεις τιμών να είναι «οριζόντιες». Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερο σπίτι (ή/και όσο περισσότερα σπίτια) διαθέτει κανείς, τόσο περισσότερο ρεύμα καταναλώνει, και τόσο περισσότερο ενισχύεται από το δημόσιο ταμείο. Ίσως είναι συμπτωματικό ότι οι πλέον ωφελημένοι τείνουν να υποστηρίζουν το κυβερνών κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τυπικό παράδειγμα ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος από ομάδα πίεσης με δυσανάλογα μεγάλη πολιτική ισχύ. Ένας πραγματικός φιλελεύθερος οφείλει να νιώθει την ίδια αποστροφή για μια τόσο σκανδαλώδη προσοδοθηρία, είτε πρόκειται για το ΔΣ της ΓΕΝΟΠ–ΔΕΗ είτε για όσους δροσίζουν το θηριώδες εξοχικό τους στη Μύκονο με την ευγενική χορηγία όλων των υπολοίπων.
Ο τρίτος λόγος είναι γεωπολιτικός (και περιβαλλοντικός). Όπως και εάν εξελιχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εποχή της φτηνής ενέργειας από τη Ρωσία έχει παρέλθει οριστικά. Επιπλέον, για να έχουμε την παραμικρή ελπίδα να παραδώσουμε στα παιδιά μας και στα παιδιά τους έναν πλανήτη που να μην είναι εντελώς αβίωτος, θα πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Για να το πετύχουμε, θα πρέπει όλοι (καταναλωτές, κατασκευαστές, καινοτόμοι επιχειρηματίες) να εξοικονομούμε ενέργεια. Για να έχουμε κίνητρο να το κάνουμε, θα πρέπει να επιτραπεί στις τιμές να φτάσουν στο επίπεδο που υπαγορεύουν οι συνθήκες της αγοράς, δηλ. να αυξηθούν πολύ. Μόνο έτσι θα κατεβάσουμε τον θερμοστάτη, θα βάλουμε ηλιακό θερμοσίφωνα, θα χτίζουμε σπίτια με καλύτερη μόνωση, θα αρχίσουμε να βλέπουμε χωρίς παρωπίδες τα πλεονεκτήματα της ανεμογεννήτριας.
Για τους λόγους αυτούς, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ) συνιστούν στις κυβερνήσεις να αποφεύγουν τις επιδοτήσεις τιμών. Το πρόβλημα είναι ότι οι επιδοτήσεις είναι τόσο εθιστικές που η κατάργησή τους προκαλεί βίαιες αντιδράσεις. Ιδίως όταν είναι απότομη, και όταν δεν συνοδεύεται από τις απαραίτητες εισοδηματικές ενισχύσεις των πιο ευάλωτων καταναλωτών. Όπως με κάθε τι το εθιστικό, είναι προτιμότερο να απέχει κανείς εντελώς.
«Και τι να γίνει; Να αφήσουμε τους λογαριασμούς να ξεφύγουν;»
Δεν είναι πολύ δύσκολο να σχεδιάσει κανείς μια εναλλακτική απάντηση στην ενεργειακή κρίση. Η ιταλική κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, ήδη πριν από την κυβερνητική κρίση, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με βασικούς πυλώνες (1) την έκτακτη φορολόγηση των έκτακτων κερδών (windfall profit tax) των εταιρειών παροχής και διανομής ενέργειας, (2) τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (το μόνο οριζόντιο μέτρο), και (3) τη χορήγηση στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων στους πιο αδύναμους καταναλωτές. Παραλείπονται ως αυτονόητα τα συνοδευτικά μέτρα: η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης, ο περιορισμός της άσκοπης κατανάλωσης στα δημόσια κτίρια κτλ.
Στα καθ’ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι η εμμονή της κυβέρνησης στην επιδότηση των τιμών ενέργειας δεν είναι απλώς ανεύθυνη δημοσιονομικά, άδικη κοινωνικά, και κοντόφθαλμη περιβαλλοντικά: Έχει επίσης κοντινή ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό, ο προφανής, ανομολόγητος αντίλογος («εκλογές έρχονται») δεν στέκει – εκτός βέβαια εάν δεχθούμε ότι το εκλογικό σώμα είναι πολύ πιο ελαφρόμυαλο από ό,τι μέχρι τώρα νομίζαμε.
Πράγματι, δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι από την επομένη των εκλογών οι επιδοτήσεις θα αρχίσουν να «μαζεύονται». Μια στοιχειωδώς επαρκής αντιπολίτευση, αντί να πλειοδοτεί σε υποσχέσεις, θα καλούσε την κυβέρνηση να σοβαρευτεί. Τώρα, όχι μετά τις εκλογές.