Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024).
Η πρόσφατη ετυμηγορία του Αρείου Πάγου ότι το φιλοδώρημα είναι μέρος του μισθού, και άρα θα πρέπει να υπόκειται σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, εγείρει διάφορα ζητήματα: φορολογικής πολιτικής, ρύθμισης της αγοράς εργασίας, ακόμη και ηθών και εθίμων. Ας δούμε μερικά από αυτά.
Η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, με ενιαίο τρόπο αποτελεί καλή πρακτική, αφού καθιστά ατελέσφορα διάφορα τερτίπια φοροαποφυγής, ενώ επίσης εγγυάται την ορθή εφαρμογή της φορολογικής κλίμακας που επιλέγει ο νομοθέτης. Αυτή όμως η καλή πρακτική συχνά παραβιάζεται. Σε πολλές χώρες, κάποια εισοδήματα φορολογούνται με διαφορετική, ευνοϊκότερη κλίμακα από ό,τι οι αμοιβές μισθωτής εργασίας. Στην Ελλάδα, η (κακή) αυτή πρακτική εφαρμόζεται ευρύτατα, στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους, αδιανέμητα κέρδη, ακίνητη περιουσία κ.ά. Επιπλέον, οι αγρότες απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος ή περίπου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες νομίμως καταβάλλουν χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές – όσο για τους δικαστές, με απόφαση του διαβόητου Μισθοδικείου (που απαρτίζεται από καθηγητές Νομικής και ... δικαστές), το 25% των αποδοχών τους απαλλάσσεται από τη φορολόγηση.
Στο δημόσιο τομέα ευδοκιμούν τα παντός είδους επιδόματα, από τα αλήστου μνήμης «προθέρμανσης αυτοκινήτου» (ΟΤΕ), «πλυσίματος χεριών (ΟΣΕ), «έγκαιρης προσέλευσης» (ΕΘΕΛ), «αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης υποθέσεων» (υπουργείο Δικαιοσύνης), έως το «επίδομα βιβλιοθήκης» που καταβάλλεται ακόμη στους πανεπιστημιακούς. Όλα αυτά επινοήθηκαν ακριβώς για να μην φορολογούνται (και να μην υπολογίζονται για τη σύνταξη, ή παλαιότερα στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή). Όμως, όταν η απόκλιση από τον κανόνα γίνεται η ίδια κανόνας, η επίκλησή του για τη φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μοιάζει με κακόγουστο αστείο.
Όμως για να φορολογηθεί το φιλοδώρημα θα πρέπει πρώτα να αποδίδεται στους εργαζόμενους, πράγμα που, όπως εμμέσως παραδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εστιατόρων, κληθείς να σχολιάσει την απόφαση του Αρείου Πάγου, συχνά δεν συμβαίνει (ο κ. Κουράσης μίλησε για «εύκολη παράβαση»).
Προφανώς, το πρόβλημα έχει προκύψει από τη σταδιακή υποχώρηση των πληρωμών με μετρητά, καθώς και από τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. Παλιά όλα τα «πουρμπουάρ» πήγαιναν σε έναν κουμπαρά, το περιεχόμενο του οποίου μοιραζόταν στους σερβιτόρους στο τέλος της βάρδιας. Τώρα ο πελάτης πρέπει να επιλέξει εάν δέχεται να χρεωθεί ένα επιπλέον 10% για φιλοδώρημα, το οποίο ίσως στο τέλος καταβληθεί στους σερβιτόρους, ίσως όχι.
Ο υπογράφων αισθάνεται πάντοτε αμήχανα όταν πρέπει να επιλέξει πόσο φιλοδώρημα θα αφήσει. Βρίσκει όλο αυτό κάπως υποτιμητικό για τον εργαζόμενο που τον εξυπηρέτησε. Για αυτό θα προτιμούσε σαφείς κανόνες («φιλοδώρημα = +χ% επί του λογαριασμού»), ή ακόμη καλύτερα την πλήρη κατάργηση αυτής της κάπως απηρχαιωμένης συνήθειας. Και για αυτό είναι ευτυχής που ζει σε μια πόλη όπου κανείς δεν δίνει – ούτε περιμένει – φιλοδώρημα.
Πράγματι, το savoir faire του φιλοδωρήματος διαφέρει σημαντικά ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο πελάτης που δεν θα αφήσει φιλοδώρημα ίσο με 15% ή 20% του λογαριασμού θεωρείται απίστευτα αγενής, ή αυστηρός κριτής της εξυπηρέτησής του. Για αυτό άλλωστε οι απανταχού φιλελεύθεροι λατρεύουν τα φιλοδωρήματα ως μέθοδο αποκεντρωμένης αξιολόγησης και συνακόλουθης κατανομής πόρων. Όμως η κακή εξυπηρέτηση συνήθως οφείλεται στην κακή οργάνωση του εστιατορίου, οπότε μου φαίνεται άδικο να την πληρώνει ο σερβιτόρος. Από την άλλη, η προσδοκία φιλοδωρήματος κρατάει χαμηλά τους μισθούς. Ο νομοθέτης των ΗΠΑ προβλέπει χαμηλότερο ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό για την κατηγορία «tipped employees»: 2,13 δολλάρια την ώρα αντί για 7,25.
Αντίθετα στην Ιαπωνία το φιλοδώρημα θεωρείται προσβλητικό. Τείνω να συμφωνήσω με τους Ιάπωνες (και με τους Μιλανέζους). Όχι μόνο λόγω αμηχανίας. Αλλά και επειδή, ως πανεπιστημιακός, θα φρίκαρα αν κάποιος φοιτητής μου έλεγε «ωραίο το μάθημά σου, πάρε 10 ευρώ να πιεις ένα ποτό από εμένα». Όλοι οι συνάδελφοί μου σε όλο τον κόσμο το ίδιο θα ένιωθαν. Βέβαια, άλλα «ευγενή επαγγέλματα» στη χώρα μας δεν φαίνεται να έχουν παρόμοιες αναστολές: π.χ. οι γιατροί, όπου το «φακελάκι» είναι συχνά τετραψήφιο. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.