24 Ιανουαρίου 2015

Διλήμματα της κάλπης

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015)

Οι φτωχοί και ο προστάτης τους

Στο πρόσφατο σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη στην «Καθημερινή», τρεις παπάδες συζητάνε την αγιοποίηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

«Είναι προστάτης της Εκκλησίας, φύλακας των φτωχών, έχει εκατομμύρια πιστούς, βλέπει οράματα, κάνει θαύματα ...» λέει ο ένας.

«Παναγιώτατε να τον αγιοποιήσουμε!» λέει ο άλλος.

Για την προσέγγιση Εκκλησίας-ΣΥΡΙΖΑ δεν έχω να πω τίποτε (ό,τι και να πω θα είναι λίγο). Ένα σύντομο σχόλιο μόνο για το «φύλακας των φτωχών».

Εάν μας έχει δείξει κάτι η εμπειρία των τελευταίων 5 χρόνων είναι ότι η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν γίνεται με τα λόγια, ούτε με επίδειξη φιλευσπλαχνίας (από τέτοια χορτάσαμε). Για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει αποφασιστική αναδιανομή της κοινωνικής δαπάνης. Ακόμη και εν μέσω κρίσης, ξοδεύουμε υπερβολικά για παροχές που αυξάνουν αντί να μειώνουν τις ανισότητες. Οι συντάξεις 50ρηδων (και 40ρηδων) και οι σπατάλες στην υγεία είναι τα πιο χτυπητά παραδείγματα – αλλά υπάρχουν πολλά άλλα.

Προϋποθέτει επίσης γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, με εισοδηματικές ενισχύσεις και πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν μένει το 90% των ανέργων χωρίς επίδομα, πουθενά αλλού δεν απουσιάζει κάποιο συστηματικό πρόγραμμα στήριξης των φτωχών, σε τοπικό επίπεδο έστω. Εδώ εντοπίζεται η απόκλιση μας από τον ευρωπαϊκό κανόνα, όχι στο συνολικό ύψος της κοινωνικής δαπάνης.

Τι έχει να πει για αυτά ο «φύλακας των φτωχών»; Όχι πολλά. Τον εξορθολογισμό στο ασφαλιστικό και στην υγεία τον πολεμά εδώ και χρόνια, με μεγάλη συνέπεια και κάποιες επιτυχίες (όπως το 2001 με τις προτάσεις Γιαννίτση). Αυτές τις επιτυχίες πληρώνουμε τώρα.

«Εντάξει, αλλά αυτά που λέει για την ανακούφιση της ανθρωπιστικής κρίσης είναι σωστά, έτσι δεν είναι;» θα πει κάποιος. Δεν θέλω να κάνω τον δύσπιστο, αλλά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στις (λίγες, ανεπαρκείς) προσπάθειες αντιμετώπισης της φτώχειας τα χρόνια της κρίσης δεν εμπνέει πολλή εμπιστοσύνη. «Κανένα παιδί χωρίς ένα πιάτο φαγητό» – αλλά τότε γιατί δεν στηρίζει το Δήμο της Αθήνας, που χωρίς πολλά ταρατατζούμ (και χωρίς πολλά χρήματα) καταφέρνει να μοιράζει 1.500+ γεύματα κάθε μέρα στα σχολεία των υποβαθμισμένων συνοικιών; Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ήταν προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 – αλλά τότε γιατί το συκοφάντησε όταν η κυβέρνηση (απρόθυμα, μετά από μύριες παλινωδίες, χάρη στην πίεση της ΕΕ) το θεσμοθέτησε το 2014;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Όλοι ξέρουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολέμησε κάθε προσπάθεια ανακούφισης της φτώχειας επειδή στην πραγματικότητα η ανακούφιση της φτώχειας τον ενδιαφέρει λιγότερο από ό,τι η αναρρίχηση στην εξουσία. ΟΚ, αυτά έχει η (κακή) πολιτική. Αλλά «προστάτης των φτωχών»; Ας μην υπερβάλλουμε.

Φυσικά, η σημαντικότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φτώχειας δεν αφορά καν την στενώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική. Με 25% ανεργία, οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής προστασίας θα δυσκολευόταν να αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή, πόσω μάλλον το δικό μας (που υπερασπίζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ). Η αύξηση της απασχόλησης είναι το μεγάλο ζητούμενο. Πώς θα γίνει αυτό; Δεν ξέρουμε, αφού το θέμα δεν προσφέρεται για ρητορείες. Οι ξαναζεσταμένες κονσέρβες ομιλιών  του Ανδρέα Παπανδρέου που εκφωνεί ο επίδοξος πρωθυπουργός δεν είναι πολύ διαφωτιστικές σε αυτό το σημείο.

Αλλά και τα λίγα που ξέρουμε δεν είναι καθόλου καθησυχαστικά. Η Ελλάδα δεν είναι Μπανανία (όχι ακόμη τουλάχιστον). Ακόμη και αν μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ (λέμε τώρα) δήμευε εντελώς την περιουσία του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού και μοίραζε τα χρήματα στο «99% που λεηλατήθηκε από το Μνημόνιο», δεν θα τους έφταναν ούτε για να πληρώσουν τον τελευταίο λογαριασμό του ρεύματος. Αυτά είναι καλά για να χαϊδεύουν τα αυτιά, όπως δίδαξε – πάλι – ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν κολάκευε τους μη προνομιούχους. Αλλά ως κυβερνητική πολιτική δεν βοηθάνε και πολύ.

Το κάδρο της ασυναρτησίας συμπληρώνεται από το υποτιθέμενο δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ: τη «σκληρή διαπραγμάτευση», που οι προηγούμενοι δεν τόλμησαν επειδή δεν ήταν αρκετά Έλληνες, ή αρκετά άντρες. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτό το θέμα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ιδέα μιας λελογισμένης χαλάρωσης της πολιτικής λιτότητας και μιας ευνοϊκότερης ρύθμισης του χρέους της Ελλάδας αρχίζει να ωριμάζει στην Ευρώπη. Υπό τον όρο βέβαια ότι παραμένουμε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά, μας περιμένει η διεθνής περιθωριοποίηση.

Αφήνω τους αναγνώστες να αναλογιστούν πόσο αντίξοο για την ελληνική οικονομία θα ήταν το περιβάλλον που θα διαμορφωνόταν μετά από μια τέτοια εξέλιξη. Σε ποια ύψη θα έφτανε η ανεργία. Και τι θα έλεγαν τότε οι φτωχοί για τον «προστάτη» τους.

Η λάθος εθνική ομοψυχία

Με αυτά και με αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς που οι ίδιες δημοσκοπήσεις που δίνουν προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, μας ενημερώνουν επίσης ότι το εκλογικό σώμα δεν θεωρεί τον αρχηγό του καταλληλότερο για πρωθυπουργό, ούτε πιστεύει ότι θα κάνει όσα υπόσχεται. Αυτό που νοιάζει τους ψηφοφόρους είναι να τιμωρήσουν αυτούς που μας κυβέρνησαν.

Αμφιβάλλω ότι θα νοσταλγήσει κανείς τη σημερινή κυβέρνηση. Το δίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος δεν φαίνεται να διδάχθηκε τίποτε από την πρόσφατη κρίση. (Ούτε, για να είμαστε δίκαιοι, το προηγούμενο τρίδυμο Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης.) Λυσσαλέα αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, υπεράσπιση των πελατών (όχι των αδυνάτων), διορισμοί ημετέρων. Και εθνικοφροσύνη, ανωτερότητα της φυλής, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Με τέτοια μυαλά, του 19ου αιώνα, ψάχνουμε να βρούμε το βηματισμό μας στον 21ο αιώνα. Για όλα αυτά, και άλλα πολλά, η σημερινή κυβέρνηση δεν αξίζει να επανεκλεγεί. Τελεία.

Αλλά μισό λεπτό. Για αυτά θέλουν να τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι τις «μνημονιακές κυβερνήσεις»; Όχι βέβαια. Τα ίδια πάνω-κάτω πιστεύει ο μισός ΣΥΡΙΖΑ (και βάλε), και όλος ο Καμμένος.

Πιστεύω ότι τα μέχρι πρότινος κυβερνητικά κόμματα αξίζουν όντως την τιμωρία που φαίνεται ότι τους επιφυλάσσουν οι κάλπες της Κυριακής – αλλά για τους αντίθετους λόγους από αυτούς που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι επειδή εφάρμοσαν το Μνημόνιο. Αλλά επειδή υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους όλες εκείνες τις παθογένειες που μας έσπρωξαν στη χρεωκοπία.

Τις ίδιες δηλαδή παθογένειες που υποστήριξε – και υποστηρίζει ακόμη – το «αντιμνημονιακό μπλοκ».

Και τώρα, τι κάνουμε;

Με μια τέτοια κυβέρνηση και μια τέτοια αντιπολίτευση (που για να της πάρει τη θέση παίζει τα ρέστα της, και μαζί με αυτά και τα δικά μας), δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί έχει πέσει τόσο πολύ το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όσοι από εμάς ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα σύγχρονη και ανοιχτή, χώρα προόδου και δημιουργίας, σήμερα κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εκπροσώπηση.



Οι θλιβερές παλινωδίες και το άδοξο τέλος της ΔΗΜΑΡ, η συνεχιζόμενη αφασία του ΠΑΣΟΚ, και οι ανεπάρκειες των φιλελεύθερων κινήσεων, δεν αφήνουν πολλές εναλλακτικές επιλογές. Όσες επιφυλάξεις και αν έχει κανείς για το Ποτάμι, η ενίσχυσή του σήμερα είναι η μόνη ευκαιρία που προσφέρεται για την επιβίωση του φιλευρωπαϊκού, μετριοπαθούς και προοδευτικού ρεύματος στην ελληνική πολιτική. Ας μην την χάσουμε.