Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016).
Στον παράλληλο κόσμο όπου κατοικεί μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου (και το σύνολο σχεδόν των τηλεαστέρων), το ασφαλιστικό μας είναι μια χαρά. Έχει βέβαια ελλείμματα, αλλά αυτά είναι λογιστικά πράγματα ανάξια σημασίας («οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς»). Οι συντάξεις έχουν πληρωθεί με τον ιδρώτα των ασφαλισμένων, άρα κάθε περικοπή είναι απαράδεκτη (ή, σύμφωνα με την ορολογία που εισήγαγε η πρώην αντιμνημονιακή παράταξη που κυβερνά σήμερα: «κοινωνική γενοκτονία»). Οι μόνοι που τολμούν να «πειράξουν» τις συντάξεις είναι οι κακοί ξένοι, μαζί με ελάχιστους ανάλγητους τεχνοκράτες ή/και δοσίλογους. Χρέος κάθε κυβέρνησης είναι να αντισταθεί στις πιέσεις τους. Αυτό κάνουν Τσίπρας και Καμμένος σήμερα, αυτό έκαναν Σαμαράς και Βενιζέλος χθες.
Στον πραγματικό κόσμο, το σύστημα συντάξεων, προτού χρεωκοπήσει δημοσιονομικά, ήταν από καιρό χρεωκοπημένο ηθικά και κοινωνικά. Δεν είναι καν «σύστημα», αλλά ζούγκλα ειδικών ρυθμίσεων, πελατειακού χαρακτήρα, υπέρ ειδικών κατηγοριών, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, σε βάρος των φτωχών ηλικιωμένων, και σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας και των παιδιών τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων εισπράττει συντάξεις κατά πολύ υψηλότερες από την αξία των εισφορών που είχαν πληρώσει οι ίδιοι και οι εργοδότες τους. Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ, στις Τράπεζες, στα ειδικά ταμεία ιατρών-νομικών-μηχανικών, στον ΟΓΑ και στο ΝΑΤ, η σχέση εισφορών-συντάξεων αντιστοιχεί σε αποδόσεις φούσκας χρηματιστηρίου. Το ίδιο ισχύει για μητέρες ανηλίκων (προστασία της μητρότητας Greek style, όταν τα παιδιά κοντεύουν τα 18), για βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (40% των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ, σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία) κ.ο.κ.
Το τίμημα υπήρξε βαρύ. Η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων την περίοδο 2000-2014 έφτασε το εξωφρενικό ποσό των 200 δις ευρώ (πάνω από 2/3 του συνολικού δημόσιου χρέους). Σε μερικές δεκαετίες, η δαπάνη για συντάξεις θα είναι 25% του ΑΕΠ, διπλάσια από το μέσο όρο της ΕΕ (αυτό πρακτικά σημαίνει κατάρρευση του συστήματος πολύ νωρίτερα). Η μεταρρύθμιση απαιτείται για τη συντεταγμένη υποχώρηση από ανεδαφικές δεσμεύσεις υπέρ των ευνοημένων του συστήματος. Κάθε αναβολή της σημαίνει απότομη προσαρμογή αργότερα, παρατεταμένη διαιώνιση των αδικιών, μονομερής μετάθεση του κόστους στις επόμενες γενιές.
Όλα αυτά είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες. Και όμως, ο πολιτικός κόσμος και τα μέσα ενημέρωσης συμπεριφέρονται στην πλειονότητά τους όπως τα δύο από τα τρία πιθηκάκια της γνωστής ιστορίας («Δεν ακούω» / «Δεν βλέπω»). Στη θέση του τρίτου («Δεν μιλάω») έχουμε τον συνηθισμένο διαγωνισμό αερολογίας. Τόνοι υστερικοί, γουρλωμένα μάτια και στομφώδες ύφος: «νέα πρόκληση», «προτάσεις-σοκ», «μεσαίωνας», «γενοκτονία».
Από τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου (1998) και των προτάσεων Γιαννίτση (2001), ο συνασπισμός της χρεωκοπίας ενεργοποιείται μαζικά και συχνά καταφέρνει να ματαιώσει τις μεταρρυθμίσεις. Σε αυτό το σπορ διακρίθηκε η εκάστοτε αντιπολίτευση, οι επαγγελματικοί σύλλογοι και τα συνδικάτα των συντεχνιών – υπό τις επευφημίες των ΜΜΕ και με μπροστάρηδες τους «αντιμνημονιακούς αγωνιστές» που σήμερα μας κυβερνούν. Κάπως έτσι πορευόταν η Ελλάδα, ανήμπορη να λύσει τα προβλήματα του χθες, ανυποψίαστη ακόμη για τα προβλήματα του σήμερα.
Προφανώς, όλα εδώ πληρώνονται. Κυρίως για τη χώρα, που βρίσκεται από το 2007 σε ύφεση και από το 2010 σε κοινωνική κρίση και πολιτική αστάθεια. Αλλά και για τη σημερινή κυβέρνηση, την οποία κοσμούν πολιτευτές που σήμερα ζητούν τη συναίνεση που δυναμίτιζαν μέχρι χθες, με αρμόδιο υπουργό τον χθεσινό (ίσως και σημερινό) θεωρητικό της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων πολιτικών δεν είναι της αρεσκείας του.
Ωραίο θα ήταν να μπορούσε κανείς να τα παραβλέψει όλα αυτά, παραμερίζοντας το παρελθόν και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία. Αλλά δεν μπορεί. Οι πρώτες αντιδράσεις στις προτάσεις που έδωσε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα, αν και πολύ πιο συγκρατημένες από όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί του ήταν στην αντιπολίτευση, σημειώνουν αξιόλογες επιδόσεις στο πεδίο της αερολογίας. Η σημερινή αντιπολίτευση ψαρεύει στα ίδια θολά νερά της χθεσινής, οι εφημερίδες ανασύρουν τα δοκιμασμένα πρωτοσέλιδα του παρελθόντος, τα κανάλια φρεσκάρουν το ρεπερτόριο της εμβρόντητης καταγγελίας των νέων περικοπών. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρέσεις.
Μετά από αυτή τη μακροσκελή (αλλά αναγκαία) εισαγωγή, ας περάσουμε στο κυρίως θέμα. Λύνουν το ασφαλιστικό οι προτάσεις της κυβέρνησης; Ή τουλάχιστον συμβάλλουν στην επίλυσή του;
Κατ’ αρχήν, η σωστή βάση σύγκρισης των προτάσεων της κυβέρνησης δεν είναι το ισχύον σύστημα αλλά οι νόμοι του 2010: το ασφαλιστικό που επέβαλε η Τρόικα, παρά το κατενάτσιο και τα δάκρυα του Λοβέρδου υπέρ του παλιού συστήματος. Το σύστημα δύο πυλώνων (με σχεδόν ενιαία Βασική Σύνταξη και σχεδόν ανταποδοτική Αναλογική Σύνταξη) που προέβλεπαν επρόκειτο να αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά από το 2015, προτού δηλ. ανασταλεί από τη σημερινή κυβέρνηση.
Με τις τωρινές προτάσεις, η κυβέρνηση υιοθετεί το σύστημα δύο πυλώνων, προβάλλοντας επιμέρους αλλαγές. Ταυτόχρονα, προστατεύει τις συντάξεις των ήδη συνταξιούχων, μεταφέροντας το κόστος σε όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν από φέτος, επιταχύνοντας τη μετάβαση στο νέο σύστημα.
Για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι, οι συντάξεις διατηρούνται στο σημερινό τους ύψος μέχρι το τέλος του Μνημονίου. Στη συνέχεια, θα συγκλίνουν σταδιακά στο επίπεδο που θα ισχύει για τους νέους συνταξιούχους. Το πώς ακριβώς θα γίνει αυτό δεν διευκρινίζεται στην πρόταση, αλλά η πρόθεση της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η εξαίρεση των ήδη συνταξιούχων από τις αυξήσεις που θα παίρνουν οι υπόλοιποι. Προφανώς, όσο πιο αργή είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και όσο πιο χαμηλός ο πληθωρισμός, τόσο θα διαιωνίζεται η ευνοϊκή μεταχείριση των «παλαιών» σε βάρος των «νέων» συνταξιούχων.
Με το τέχνασμα αυτό η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πανηγυρίσει ότι «έβαλε τέλος στις περικοπές». Το κόστος θα το πληρώσουν όσοι συνταξιοδοτηθούν από φέτος, ιδιαίτερα οι πιο αδύναμοι.
Για ηλικιωμένους με λιγότερα από 15 έτη εισφορών, η κυβέρνηση προτείνει ασθενέστερη προστασία κατά της φτώχειας. Αντί για Βασική Σύνταξη 360 ευρώ, θα δικαιούνται μόνο το συμπληρωματικό «Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων» (αξίας 20-360 ευρώ). Και αντί για (μειωμένη) Αναλογική Σύνταξη όπως προέβλεπαν οι νόμοι του 2010 για 5 ή 10 έτη εισφορών, δεν θα πάρουν ούτε ευρώ «Ανταποδοτικής Σύνταξης».
Για ασφαλισμένους με περισσότερα από 15 έτη ασφάλισης, οι προτάσεις της κυβερνησης συνεπάγονται χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης και άμεση μετάβαση στο νέο σύστημα (από 1 Ιανουαρίου 2016). Επί πλέον, η θεσμοθέτηση «πλαφόν» ανώτατης σύνταξης στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα, ενώ η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών επιβαρύνει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Χωρίς όμως ανταποδοτικότητα και χωρίς αυξημένη απασχόληση δεν μειώνονται τα ελλείμματα. Όσο για την «κατανόηση» των εργοδοτικών οργανώσεων, δείχνει ότι εκπροσωπούν όχι τις εξαγωγικές επιχειρήσεις από τις οποίες θα έλθει (αν έλθει) η πολυπόθητη ανάκαμψη, αλλά τις εισαγωγικές που ενδιαφέρονται «να πέφτει χρήμα στην αγορά».
Θετικά σημεία υπάρχουν. Η ενοποίηση του συστήματος, με άμεση ένταξη όλων των φορέων κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ (που μετονομάζεται σε «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης»), θα έχει ιστορική εμβέλεια εάν προχωρήσει. Έχοντας επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός ενιαίου συστήματος συντάξεων από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 (υπό τις αγανακτισμένες διαμαρτυρίες αρκετών από τους σημερινούς υπουργούς), θα είμαι ο τελευταίος που θα θρηνήσει για το τέλος των χωριστών ταμείων, αυτού του απίστευτα αποδοτικού μηχανισμού ιδιοποίησης του δημόσιου χρήματος.
Η καθιέρωση εισφοράς ανάλογης με το εισόδημα για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, όπως δηλ. ισχύει για τους μισθωτούς, είναι επίσης καλή ιδέα – παρά τις ενστάσεις των ενδιαφερομένων. Πέραν του προφανούς σημερινού παραλογισμού πλούσιοι και φτωχοί να πληρώνουν το ίδιο ποσό εισφοράς, το μέτρο θα ανακουφίσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες που δεν τα βγάζουν πέρα, και ίσως ενθαρρύνει κάποιους νέους να ανοίξουν επιχείρηση. Αναπόφευκτα, η εισφορά θα υπολογίζεται στα (συχνά ψευδή) δηλωθέντα εισοδήματα. Όμως, όσο πιο ανταποδοτικό είναι ένα σύστημα συντάξεων, τόσο «εσωτερικεύεται» η εισφοροδιαφυγή στους εισφοροδιαφεύγοντες.
Αλλά πόσο ανταποδοτικό είναι το σύστημα που προτείνει η κυβέρνηση; Όχι πολύ.
Κατ’ αρχήν, ένα ανταποδοτικό (και δίκαιο) σύστημα προϋποθέτει ενιαία ηλικία συνταξιοδότησης για όλους, με αναλογιστικές μειώσεις σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Αντίθετα, πολλές κατηγορίες εξακολουθούν να δικαιούνται πλήρη σύνταξη πολύ νωρίτερα από το υποτιθέμενο γενικό όριο των 67 ετών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 75% όσων συνταξιοδοτήθηκαν το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2015 είχαν ηλικία κάτω από 67 (στο Δημόσιο το 85%). Η πρόταση της κυβέρνησης για πλήρη Ανταποδοτική και Βασική Σύνταξη σε όσους πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις ανεξαρτήτως ηλικίας είναι απαράδεκτη: διαιωνίζει τις παθογένειες, παραβιάζει στοιχειώδεις αρχές δικαιοσύνης, αναπαράγει ελλείμματα, και μεταφέρει πόρους από τα χαμηλότερα εισοδήματα στα υψηλότερα.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αρνείται την καταβολή (μειωμένης) Ανταποδοτικής Σύνταξης σε όσους δεν συμπληρώνουν 15 έτη ασφάλισης. Μια άδικη ρύθμιση που πλήττει τους αδύναμους, παραβιάζει την ανταποδοτικότητα και εξασθενίζει τα κίνητρα για καταβολή εισφορών.
Η πρόταση για «πλαφόν» στην κύρια σύνταξη είναι εντελώς άστοχη. Είναι περιττή βραχυπρόθεσμα (αφορά το 1%-1,5% των σημερινών συνταξιούχων), και επιβλαβής μακροπρόθεσμα (στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα, συμπιέζει τις προσδοκίες των ασφαλισμένων, ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή).
Η προσαύξηση σύνταξης σε συνταξιούχους με παιδιά (ενδεικτικά: +30% για τρία παιδιά) στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα και μεροληπτεί υπέρ όσων βγαίνουν στη σύνταξη σε νεώτερη ηλικία (όσο τα παιδιά είναι ακόμη ανήλικα). Εάν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για τη στήριξη της οικογένειας, ας αναβαθμίσει το Ενιαίο Επίδομα Στήριξης Τέκνων του 2013.
Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για τα όρια ηλικίας διατηρούνται. Η υπερβολικά σταδιακή αύξησή τους θα επιτρέψει στους ασφαλισμένους ευνοημένων ομάδων (π.χ. ΔΕΚΟ) και προστατευμένων κατηγοριών (π.χ. μητέρες ανηλίκων) να συνταξιοδοτούνται με πλήρη σύνταξη σε πολύ νεώτερη ηλικία από τους υπόλοιπους.
Συμπέρασμα: Η πρόταση της κυβέρνησης είναι προβληματική, συντηρητική, άδικη για τους νέους και τους αδύναμους. Αλλά λιγότερο ανεδαφική από την υστερική άρνηση της πραγματικότητας στην οποία με τόση επιτυχία θήτευσαν τα στελέχη της. Για αυτό αξίζει να συζητηθεί στην ουσία της. Βέβαια, το σημαντικότερο εμπόδιο για μια ουσιαστική συζήτηση είναι η τοξική δημαγωγία του παρελθόντος. Μια ειλικρινής αυτοκριτική εκ μέρους τους ίσως βοηθούσε. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό. Ετοιμαστείτε λοιπόν για περισσότερη αερολογία.
Στον παράλληλο κόσμο όπου κατοικεί μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου (και το σύνολο σχεδόν των τηλεαστέρων), το ασφαλιστικό μας είναι μια χαρά. Έχει βέβαια ελλείμματα, αλλά αυτά είναι λογιστικά πράγματα ανάξια σημασίας («οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς»). Οι συντάξεις έχουν πληρωθεί με τον ιδρώτα των ασφαλισμένων, άρα κάθε περικοπή είναι απαράδεκτη (ή, σύμφωνα με την ορολογία που εισήγαγε η πρώην αντιμνημονιακή παράταξη που κυβερνά σήμερα: «κοινωνική γενοκτονία»). Οι μόνοι που τολμούν να «πειράξουν» τις συντάξεις είναι οι κακοί ξένοι, μαζί με ελάχιστους ανάλγητους τεχνοκράτες ή/και δοσίλογους. Χρέος κάθε κυβέρνησης είναι να αντισταθεί στις πιέσεις τους. Αυτό κάνουν Τσίπρας και Καμμένος σήμερα, αυτό έκαναν Σαμαράς και Βενιζέλος χθες.
Στον πραγματικό κόσμο, το σύστημα συντάξεων, προτού χρεωκοπήσει δημοσιονομικά, ήταν από καιρό χρεωκοπημένο ηθικά και κοινωνικά. Δεν είναι καν «σύστημα», αλλά ζούγκλα ειδικών ρυθμίσεων, πελατειακού χαρακτήρα, υπέρ ειδικών κατηγοριών, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, σε βάρος των φτωχών ηλικιωμένων, και σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας και των παιδιών τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων εισπράττει συντάξεις κατά πολύ υψηλότερες από την αξία των εισφορών που είχαν πληρώσει οι ίδιοι και οι εργοδότες τους. Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ, στις Τράπεζες, στα ειδικά ταμεία ιατρών-νομικών-μηχανικών, στον ΟΓΑ και στο ΝΑΤ, η σχέση εισφορών-συντάξεων αντιστοιχεί σε αποδόσεις φούσκας χρηματιστηρίου. Το ίδιο ισχύει για μητέρες ανηλίκων (προστασία της μητρότητας Greek style, όταν τα παιδιά κοντεύουν τα 18), για βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (40% των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ, σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία) κ.ο.κ.
Το τίμημα υπήρξε βαρύ. Η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων την περίοδο 2000-2014 έφτασε το εξωφρενικό ποσό των 200 δις ευρώ (πάνω από 2/3 του συνολικού δημόσιου χρέους). Σε μερικές δεκαετίες, η δαπάνη για συντάξεις θα είναι 25% του ΑΕΠ, διπλάσια από το μέσο όρο της ΕΕ (αυτό πρακτικά σημαίνει κατάρρευση του συστήματος πολύ νωρίτερα). Η μεταρρύθμιση απαιτείται για τη συντεταγμένη υποχώρηση από ανεδαφικές δεσμεύσεις υπέρ των ευνοημένων του συστήματος. Κάθε αναβολή της σημαίνει απότομη προσαρμογή αργότερα, παρατεταμένη διαιώνιση των αδικιών, μονομερής μετάθεση του κόστους στις επόμενες γενιές.
Όλα αυτά είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες. Και όμως, ο πολιτικός κόσμος και τα μέσα ενημέρωσης συμπεριφέρονται στην πλειονότητά τους όπως τα δύο από τα τρία πιθηκάκια της γνωστής ιστορίας («Δεν ακούω» / «Δεν βλέπω»). Στη θέση του τρίτου («Δεν μιλάω») έχουμε τον συνηθισμένο διαγωνισμό αερολογίας. Τόνοι υστερικοί, γουρλωμένα μάτια και στομφώδες ύφος: «νέα πρόκληση», «προτάσεις-σοκ», «μεσαίωνας», «γενοκτονία».
Από τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου (1998) και των προτάσεων Γιαννίτση (2001), ο συνασπισμός της χρεωκοπίας ενεργοποιείται μαζικά και συχνά καταφέρνει να ματαιώσει τις μεταρρυθμίσεις. Σε αυτό το σπορ διακρίθηκε η εκάστοτε αντιπολίτευση, οι επαγγελματικοί σύλλογοι και τα συνδικάτα των συντεχνιών – υπό τις επευφημίες των ΜΜΕ και με μπροστάρηδες τους «αντιμνημονιακούς αγωνιστές» που σήμερα μας κυβερνούν. Κάπως έτσι πορευόταν η Ελλάδα, ανήμπορη να λύσει τα προβλήματα του χθες, ανυποψίαστη ακόμη για τα προβλήματα του σήμερα.
Προφανώς, όλα εδώ πληρώνονται. Κυρίως για τη χώρα, που βρίσκεται από το 2007 σε ύφεση και από το 2010 σε κοινωνική κρίση και πολιτική αστάθεια. Αλλά και για τη σημερινή κυβέρνηση, την οποία κοσμούν πολιτευτές που σήμερα ζητούν τη συναίνεση που δυναμίτιζαν μέχρι χθες, με αρμόδιο υπουργό τον χθεσινό (ίσως και σημερινό) θεωρητικό της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων πολιτικών δεν είναι της αρεσκείας του.
Ωραίο θα ήταν να μπορούσε κανείς να τα παραβλέψει όλα αυτά, παραμερίζοντας το παρελθόν και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία. Αλλά δεν μπορεί. Οι πρώτες αντιδράσεις στις προτάσεις που έδωσε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα, αν και πολύ πιο συγκρατημένες από όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί του ήταν στην αντιπολίτευση, σημειώνουν αξιόλογες επιδόσεις στο πεδίο της αερολογίας. Η σημερινή αντιπολίτευση ψαρεύει στα ίδια θολά νερά της χθεσινής, οι εφημερίδες ανασύρουν τα δοκιμασμένα πρωτοσέλιδα του παρελθόντος, τα κανάλια φρεσκάρουν το ρεπερτόριο της εμβρόντητης καταγγελίας των νέων περικοπών. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρέσεις.
Μετά από αυτή τη μακροσκελή (αλλά αναγκαία) εισαγωγή, ας περάσουμε στο κυρίως θέμα. Λύνουν το ασφαλιστικό οι προτάσεις της κυβέρνησης; Ή τουλάχιστον συμβάλλουν στην επίλυσή του;
Κατ’ αρχήν, η σωστή βάση σύγκρισης των προτάσεων της κυβέρνησης δεν είναι το ισχύον σύστημα αλλά οι νόμοι του 2010: το ασφαλιστικό που επέβαλε η Τρόικα, παρά το κατενάτσιο και τα δάκρυα του Λοβέρδου υπέρ του παλιού συστήματος. Το σύστημα δύο πυλώνων (με σχεδόν ενιαία Βασική Σύνταξη και σχεδόν ανταποδοτική Αναλογική Σύνταξη) που προέβλεπαν επρόκειτο να αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά από το 2015, προτού δηλ. ανασταλεί από τη σημερινή κυβέρνηση.
Με τις τωρινές προτάσεις, η κυβέρνηση υιοθετεί το σύστημα δύο πυλώνων, προβάλλοντας επιμέρους αλλαγές. Ταυτόχρονα, προστατεύει τις συντάξεις των ήδη συνταξιούχων, μεταφέροντας το κόστος σε όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν από φέτος, επιταχύνοντας τη μετάβαση στο νέο σύστημα.
Για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι, οι συντάξεις διατηρούνται στο σημερινό τους ύψος μέχρι το τέλος του Μνημονίου. Στη συνέχεια, θα συγκλίνουν σταδιακά στο επίπεδο που θα ισχύει για τους νέους συνταξιούχους. Το πώς ακριβώς θα γίνει αυτό δεν διευκρινίζεται στην πρόταση, αλλά η πρόθεση της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η εξαίρεση των ήδη συνταξιούχων από τις αυξήσεις που θα παίρνουν οι υπόλοιποι. Προφανώς, όσο πιο αργή είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και όσο πιο χαμηλός ο πληθωρισμός, τόσο θα διαιωνίζεται η ευνοϊκή μεταχείριση των «παλαιών» σε βάρος των «νέων» συνταξιούχων.
Με το τέχνασμα αυτό η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πανηγυρίσει ότι «έβαλε τέλος στις περικοπές». Το κόστος θα το πληρώσουν όσοι συνταξιοδοτηθούν από φέτος, ιδιαίτερα οι πιο αδύναμοι.
Για ηλικιωμένους με λιγότερα από 15 έτη εισφορών, η κυβέρνηση προτείνει ασθενέστερη προστασία κατά της φτώχειας. Αντί για Βασική Σύνταξη 360 ευρώ, θα δικαιούνται μόνο το συμπληρωματικό «Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων» (αξίας 20-360 ευρώ). Και αντί για (μειωμένη) Αναλογική Σύνταξη όπως προέβλεπαν οι νόμοι του 2010 για 5 ή 10 έτη εισφορών, δεν θα πάρουν ούτε ευρώ «Ανταποδοτικής Σύνταξης».
Για ασφαλισμένους με περισσότερα από 15 έτη ασφάλισης, οι προτάσεις της κυβερνησης συνεπάγονται χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης και άμεση μετάβαση στο νέο σύστημα (από 1 Ιανουαρίου 2016). Επί πλέον, η θεσμοθέτηση «πλαφόν» ανώτατης σύνταξης στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα, ενώ η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών επιβαρύνει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Χωρίς όμως ανταποδοτικότητα και χωρίς αυξημένη απασχόληση δεν μειώνονται τα ελλείμματα. Όσο για την «κατανόηση» των εργοδοτικών οργανώσεων, δείχνει ότι εκπροσωπούν όχι τις εξαγωγικές επιχειρήσεις από τις οποίες θα έλθει (αν έλθει) η πολυπόθητη ανάκαμψη, αλλά τις εισαγωγικές που ενδιαφέρονται «να πέφτει χρήμα στην αγορά».
Θετικά σημεία υπάρχουν. Η ενοποίηση του συστήματος, με άμεση ένταξη όλων των φορέων κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ (που μετονομάζεται σε «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης»), θα έχει ιστορική εμβέλεια εάν προχωρήσει. Έχοντας επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός ενιαίου συστήματος συντάξεων από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 (υπό τις αγανακτισμένες διαμαρτυρίες αρκετών από τους σημερινούς υπουργούς), θα είμαι ο τελευταίος που θα θρηνήσει για το τέλος των χωριστών ταμείων, αυτού του απίστευτα αποδοτικού μηχανισμού ιδιοποίησης του δημόσιου χρήματος.
Η καθιέρωση εισφοράς ανάλογης με το εισόδημα για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, όπως δηλ. ισχύει για τους μισθωτούς, είναι επίσης καλή ιδέα – παρά τις ενστάσεις των ενδιαφερομένων. Πέραν του προφανούς σημερινού παραλογισμού πλούσιοι και φτωχοί να πληρώνουν το ίδιο ποσό εισφοράς, το μέτρο θα ανακουφίσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες που δεν τα βγάζουν πέρα, και ίσως ενθαρρύνει κάποιους νέους να ανοίξουν επιχείρηση. Αναπόφευκτα, η εισφορά θα υπολογίζεται στα (συχνά ψευδή) δηλωθέντα εισοδήματα. Όμως, όσο πιο ανταποδοτικό είναι ένα σύστημα συντάξεων, τόσο «εσωτερικεύεται» η εισφοροδιαφυγή στους εισφοροδιαφεύγοντες.
Αλλά πόσο ανταποδοτικό είναι το σύστημα που προτείνει η κυβέρνηση; Όχι πολύ.
Κατ’ αρχήν, ένα ανταποδοτικό (και δίκαιο) σύστημα προϋποθέτει ενιαία ηλικία συνταξιοδότησης για όλους, με αναλογιστικές μειώσεις σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Αντίθετα, πολλές κατηγορίες εξακολουθούν να δικαιούνται πλήρη σύνταξη πολύ νωρίτερα από το υποτιθέμενο γενικό όριο των 67 ετών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 75% όσων συνταξιοδοτήθηκαν το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2015 είχαν ηλικία κάτω από 67 (στο Δημόσιο το 85%). Η πρόταση της κυβέρνησης για πλήρη Ανταποδοτική και Βασική Σύνταξη σε όσους πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις ανεξαρτήτως ηλικίας είναι απαράδεκτη: διαιωνίζει τις παθογένειες, παραβιάζει στοιχειώδεις αρχές δικαιοσύνης, αναπαράγει ελλείμματα, και μεταφέρει πόρους από τα χαμηλότερα εισοδήματα στα υψηλότερα.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αρνείται την καταβολή (μειωμένης) Ανταποδοτικής Σύνταξης σε όσους δεν συμπληρώνουν 15 έτη ασφάλισης. Μια άδικη ρύθμιση που πλήττει τους αδύναμους, παραβιάζει την ανταποδοτικότητα και εξασθενίζει τα κίνητρα για καταβολή εισφορών.
Η πρόταση για «πλαφόν» στην κύρια σύνταξη είναι εντελώς άστοχη. Είναι περιττή βραχυπρόθεσμα (αφορά το 1%-1,5% των σημερινών συνταξιούχων), και επιβλαβής μακροπρόθεσμα (στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα, συμπιέζει τις προσδοκίες των ασφαλισμένων, ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή).
Η προσαύξηση σύνταξης σε συνταξιούχους με παιδιά (ενδεικτικά: +30% για τρία παιδιά) στρεβλώνει την ανταποδοτικότητα και μεροληπτεί υπέρ όσων βγαίνουν στη σύνταξη σε νεώτερη ηλικία (όσο τα παιδιά είναι ακόμη ανήλικα). Εάν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για τη στήριξη της οικογένειας, ας αναβαθμίσει το Ενιαίο Επίδομα Στήριξης Τέκνων του 2013.
Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για τα όρια ηλικίας διατηρούνται. Η υπερβολικά σταδιακή αύξησή τους θα επιτρέψει στους ασφαλισμένους ευνοημένων ομάδων (π.χ. ΔΕΚΟ) και προστατευμένων κατηγοριών (π.χ. μητέρες ανηλίκων) να συνταξιοδοτούνται με πλήρη σύνταξη σε πολύ νεώτερη ηλικία από τους υπόλοιπους.
Συμπέρασμα: Η πρόταση της κυβέρνησης είναι προβληματική, συντηρητική, άδικη για τους νέους και τους αδύναμους. Αλλά λιγότερο ανεδαφική από την υστερική άρνηση της πραγματικότητας στην οποία με τόση επιτυχία θήτευσαν τα στελέχη της. Για αυτό αξίζει να συζητηθεί στην ουσία της. Βέβαια, το σημαντικότερο εμπόδιο για μια ουσιαστική συζήτηση είναι η τοξική δημαγωγία του παρελθόντος. Μια ειλικρινής αυτοκριτική εκ μέρους τους ίσως βοηθούσε. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό. Ετοιμαστείτε λοιπόν για περισσότερη αερολογία.