Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 26 Αυγούστου 2018).
Όσοι αμφέβαλλαν για την παρακμή του «ενδιάμεσου χώρου», το θέαμα των τελευταίων μηνών θα πρέπει να τους έπεισε. Από τη μια, η άρνηση των οργανωμένων δυνάμεων της κεντροαριστεράς να βαδίσουν γρήγορα και αποφασιστικά στο δρόμο της ανανέωσης και της ενότητας (που είναι ο μόνος που οδηγεί στην ανασυγκρότηση). Από την άλλη, ο αποδεκατισμός του χώρου, η εγκατάλειψή του υπέρ της ιδιώτευσης, ή υπέρ της δημόσιας υποστήριξης στη Νέα Δημοκρατία ή ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η απόδοση ιδιοτελών κινήτρων στους τελευταίους είναι επίσης ένδειξη παρακμής: του δημόσιου διαλόγου. Τα επιχειρήματα πρέπει να απαντώνται με επιχειρήματα, όποια και να είναι τα πραγματικά - αλλά άγνωστα - κίνητρα όσων τα προβάλλουν. Στο κάτω-κάτω, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα (π.χ. δόξα και υστεροφημία) δεν γίνεται πολιτική – ίσως μάλιστα να μην γίνεται τίποτε απολύτως. Το ζήτημα είναι άλλο: εάν η ιδιοτέλεια είναι απόλυτη ή αντίθετα εάν υπηρετεί ευγενέστερες επιδιώξεις συλλογικού συμφέροντος.
Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να μην ανησυχεί για το ενδεχόμενο μελλοντικής επικράτησης μιας ρεβανσιστικής δεξιάς, που θα δικαιώνει π.χ. όσους με περισσή γενναιότητα (εκατό εναντίον ενός) θεώρησαν επιβεβλημένο να ξυλοκοπήσουν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, επειδή δεν συμμερίζεται τις εθνικιστικές τους φαντασιώσεις. Έχουν άδικο όμως όσοι σήμερα προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν ότι η ενίσχυσή του είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αποτραπεί αυτό που απεύχονται.
Αν κάτι έδειξε το διάγγελμα του πρωθυπουργού στην Ιθάκη, που λοιδωρώντας «τον τραπεζίτη που έγινε πρωθυπουργός» έδωσε πολιτική κάλυψη στα διαταραγμένα άτομα που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν, ήταν ότι ο διχαστικός λόγος και η συκοφάντηση του αντιπάλου είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει καλά ο κ. Τσίπρας και οι γύρω του: αυτή τους έφερε από το πολιτικό περιθώριο στα σαλόνια της Ευρώπης, την ίδια γλώσσα θα επιστρατεύσουν – σε ένα κρεσέντο μίσους – για να γραπωθούν στην εξουσία μέχρι την τελευταία στιγμή. Και τι άλλο ανέδειξε τη Χρυσή Αυγή σε υπολογίσιμη δύναμη, εάν όχι ο εξευτελισμός των θεσμών, η καταρράκωση του κοινοβουλευτισμού, και η νομιμοποίηση της βίας, αυτό το βρώμικο σπορ στο οποίο τόσο εξαιρετικές επιδόσεις σημείωσε το αντιμνημονιακό στρατόπεδο από το «καλοκαίρι των αγανακτισμένων» μέχρι τις μέρες μας;
Επί πλέον, τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την πολιτική γεωγραφία, που τοποθετεί την κεντροαριστερά πλησιέστερα στην αριστερά παρά στη δεξιά, όταν αυτή η αριστερά δεν δίστασε να συμπορευθεί – σε έναν αρραβώνα έρωτα και συναντίληψης, όχι απλώς συμφέροντος – επισήμως με την πιο ψεκασμένη δεξιά, και ανεπισήμως με την άλλη «δεξιά συνιστώσα», ακόμη περισσότερο επικίνδυνη λόγω της επιρροής της στο βαθύ κράτος;
Κανείς κεντροαριστερός δεν επιθυμεί την «εξόντωση του ΣΥΡΙΖΑ». Εάν ήταν στο χέρι μας, η χώρα θα είχε μια αριστερά (και ένα κέντρο, και μια δεξιά) που σέβεται τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού και αναγνωρίζει στους αντιπάλους το δικαίωμα να σκέφτονται διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι στο χέρι μας, και η αριστερά που έχουμε κινείται εδώ και πολύ καιρό στην αντίθετη κατεύθυνση.
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες εκλογές θα κρίνουν το έργο μιας κυβέρνησης που εξαπάτησε τους ψηφοφόρους, εφάρμοσε σχέδια άλωσης της δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, ξεχαρβάλωσε το κράτος (από την αστυνομία έως τις δημόσιες συγκοινωνίες, και από την πολιτική προστασία έως την ανώτατη εκπαίδευση), και καθήλωσε την οικονομία καθυστερώντας και επιβραδύνοντας την ανάκαμψη. Η κατηγορηματική ήττα στις κάλπες του ιδιαίτερου μείγματος ανικανότητας και χυδαιότητας με το οποίο πολιτεύεται αυτή η κυβέρνηση δεν είναι εκδικητικότητα: είναι αναγκαία συνθήκη για να ορθοποδήσει ο τόπος.
Αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή. Η διαμάχη για το «Μακεδονικό» έχει δώσει το φιλί της ζωής στις πιο καθυστερημένες δυνάμεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας που είχαν ηττηθεί με την εκλογή του κ. Μητσοτάκη. Οι δυνάμεις αυτές υλοποίησαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας την περίοδο 2005-2009, απέρριψαν την εθνική συνεννόηση με πρόσχημα τις ανύπαρκτες εναλλακτικές των Ζαππείων το 2010-2011, δεν έμαθαν τίποτε από την τραυματική εμπειρία της κρίσης, και σήμερα ονειρεύονται διορισμούς και ρουσφέτια. Όλοι αυτοί έχουν περισσότερα κοινά με τον ΣΥΡΙΖΑ (και ιδίως με τους ΑΝΕΛ) από ό,τι οι ίδιοι θέλουν να παραδεχθούν. Η υπερσυντηρητική, εθνικιστική δεξιά που εκπροσωπούν είναι ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια τυχόν επικράτησή της θα ήταν για τον κ. Τσίπρα ο ασφαλέστερος τρόπος για να επιστρέψει στην εξουσία στις μεθεπόμενες εκλογές.
Και το αντίστροφο: ο διχαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει τις ακραίες συντηρητικές δυνάμεις, μέσα και έξω από τη Νέα Δημοκρατία. Για αυτό κάνουν τραγικό λάθος όσοι θεωρούν ότι η σύμπυξη ενός δήθεν «προοδευτικού μετώπου» είναι ο καλύτερος τρόπος για την αναχαίτισή τους. Θα είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: εμφυλιοπολεμική πόλωση που θα εξασφάλιζε την καθήλωση της χώρας για πολλές δεκαετίες.
Έχοντας βγει από τα Μνημόνια (χωρίς να βγούμε από τη διεθνή οικονομική επιτήρηση), βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με το φάσμα της στασιμότητας. Για να την αποφύγουμε, στις επόμενες εκλογές θα πρέπει όχι απλώς να αλλάξουμε κυβέρνηση αλλά να γυρίσουμε σελίδα. Ο τόπος διαθέτει ακόμη ζωντανές δυνάμεις, παρά τη μετανάστευση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων νέων, και παρά την περιθωριοποίηση πολλών από όσους έμειναν στην Ελλάδα. Όσοι ονειρεύονται να ζήσουν σε μια χώρα ευνομούμενη, που προστατεύει όσους έχουν ανάγκη, και που δίνει ευκαιρίες σε όσους (και είναι πολλοί) εργάζονται έντιμα και σκληρά, θα απαιτήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να τους εκπροσωπήσει. Άλλα περιθώρια αποτυχίας δεν υπάρχουν.