Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Η ελληνική οικονομία έχει γίνει πράγματι πιο εξωστρεφής: το 2021 οι εξαγωγές έφταναν το 37% του ΑΕΠ, από 24% το 2008 (σε απόλυτες αξίες η βελτίωση υπήρξε λιγότερο θεαματική).
Όμως, περιθώρια για εφησυχασμό δεν υπάρχουν. Η αναζωογόνηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας έχει λιγότερο λαμπρές όψεις. Οι κυριότερες είναι 3+1: Πρώτον, όλα αυτά συνέβησαν σε περίοδο άνθησης του διεθνούς εμπορίου. Στην υπόλοιπη Ευρώπη οι εξαγωγές συνέχισαν να αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι στην Ελλάδα. Για αυτό, το μερίδιο της χώρας μας στη συνολική εξαγωγική επίδοση της ΕΕ έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, παρά την κάποια αναζωογόνηση της μεταποίησης, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών εξακολουθούν να αφορούν τουρισμό και καύσιμα (τα οποία εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται, αφήνοντας κέρδη μα λίγες θέσεις εργασίας, και μικρή διάχυση στην υπόλοιπη οικονομία). Τρίτον, παρότι οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί πολύ, ξεπερνώντας σε αξία τις εξαγωγές υπηρεσιών, το Made in Greece εξακολουθεί να αφορά κυρίως κλάδους και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.
Σε αυτό το τέταρτο άρθρο της μίνι σειράς επικεντρωνόμαστε στην πιο ανησυχητική όψη της εξωστρέφειας: τη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, και του εξωτερικού ελλείμματος.
Άνοδος των εισαγωγών
Τα τελευταία δεδομένα, για το πρώτο εννεάμηνο του 2022, δείχνουν θεαματική άνοδο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών: +18% σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019. Κατά την ίδια περίοδο, η άνοδος των εξαγωγών υπήρξε πολύ μικρότερη: μόλις 2%.
(Αυτά σε σταθερές τιμές. Σε τρέχουσες τιμές, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 55%, ενώ οι εξαγωγές κατά 38%. Με απλά λόγια, και οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ακριβαίνουν εξαιτίας του πληθωρισμού, όμως οι εξαγωγές ακριβαίνουν περισσότερο από τις εισαγωγές. Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, συνεπάγεται απώλεια ανταγωνιστικότητας – εκτός βέβαια εάν συνοδεύεται από σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των αγαθών και υπηρεσιών που εξάγουμε, για το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις.)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος των εισαγωγών αγαθών μόνο ήταν μεγαλύτερη: +22% την τριετία 2019-2022 σε σταθερές τιμές (με βάση πάντοτε τα στοιχεία για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου).
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το πρώτο εννεάμηνο του 2022 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν φτάσει το 44,3% (από 38,9% το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019).
Σύνθεση των εισαγωγών
Τι ακριβώς εισάγουμε; Δύο μεγάλες κατηγορίες εμπορευμάτων που θολώνουν την εικόνα είναι τα καύσιμα και τα πλοία. Και οι δύο αυτές κατηγορίες υπόκεινται σε μεγάλες διακυμάνσεις, ενώ η σύνδεσή τους με την υπόλοιπη οικονομία είναι αμφίβολη. Για αυτό, άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσιάζει τα δεδομένα για την εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών με και χωρίς καύσιμα και πλοία.
Κάναμε και εμείς το ίδιο: διασταυρώσαμε τα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος για τις εισαγωγές αγαθών (με και χωρίς καύσιμα και πλοία) με τα δεδομένα της Eurostat για την ταξινόμηση των εισαγωγών αγαθών ανά ευρεία οικονομική κατηγορία, δηλ. ανά καταναλωτικά, ενδιάμεσα, και κεφαλαιουχικά αγαθά. Αυτό είναι σημαντικό: Εάν οι εισαγωγές μας είναι κυρίως κεφαλαιουχικά αγαθά, αυτό δείχνει μεν υστέρηση στην παραγωγή τους, αλλά επίσης προετοιμασία μιας φάσης ανάκαμψης της μεταποίησης. Αντίθετα, εάν οι εισαγωγές μας είναι κυρίως καταναλωτικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι έχουμε επιστρέψει στην εποχή της αστακομακαρονάδας, με την επόμενη χρεωκοπία να είναι θέμα χρόνου.
Φαίνεται ότι τίποτε από τα δύο δεν ισχύει. Το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, οι ελληνικές εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών (στα οποία η Eurostat συμπεριλαμβάνει τα επιβατικά αυτοκίνητα, ευλόγως) αποτελούσαν το 36% των συνολικών εισαγωγών αγαθών εκτός καυσίμων και πλοίων. Δεν είναι λίγο – αλλά το 2019 το μερίδιο των καταναλωτικών αγαθών στις εισαγωγές ήταν 41%, ενώ το 2009 ήταν 49%. Συνεπώς, δεν έχουμε επιστρέψει στην εποχή της αστακομακαρονάδας (ακόμη). Καλό αυτό.
Ούτε όμως αυξάνεται το μερίδιο των κεφαλαιουχικών αγαθών (πλην πλοίων) στις συνολικές εισαγωγές (πλην καυσίμων και πλοίων): το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 ήταν 13%, όσο και το 2019, ενώ το 2009 ήταν 16%. Συνεπώς, τα στοιχεία δεν δείχνουν σοβαρή αύξηση των εισαγωγών μηχανημάτων που θα χρησιμοποιηθούν στη μεταποίηση ώστε μετά να ανακάμψει η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων. Κακό αυτό.
Τι απομένει; Τα λεγόμενα ενδιάμεσα αγαθά, τα οποία αποτελούν τα δύο τρίτα των συνολικών εισαγωγών αγαθών. Οι μισές εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών αφορούν καύσιμα, οι άλλες μισές εμπορεύματα (πρώτες ύλες ή ανταλλακτικά, ή άλλα ημιτελή μεταποιημένα προϊόντα) που χρησιμοποιούνται ως εισροές στην παραγωγή.
Συνεχίζοντας όπως προηγουμένως, διαπιστώνουμε ότι το μερίδιο των ενδιάμεσων αγαθών (πλην πλοίων) στις συνολικές εισαγωγές (πλην καυσίμων και πλοίων) βρίσκεται σε ανοδική τροχιά: 50% το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, έναντι 45% το 2019, και 39% το 2009.
Τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη, αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για μόνιμη αλλαγή; Δεν είμαστε σίγουροι: το θέμα χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση και πιο λεπτομερή δεδομένα. Η εικασία του Χρυσάφη Ιορδάνογλου (τον οποίο συμβουλευθήκαμε) είναι ότι η θέση των ελληνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία ενδέχεται να μετατοπίζεται προς τα τελικά στάδια των γραμμών παραγωγής (δηλαδή συναρμολογήσεις).
Ένα παράδειγμα από την (ισχνή) προσωπική εμπειρία του ενός από τους δύο συντάκτες του άρθρου: τα ποδήλατα Ideal προσφέρουν πολύ καλή ποιότητα σε προσιτές τιμές, χρησιμοποιώντας εισαγόμενα μέρη (αλυσίδες, ταχύτητες, φρένα κτλ.), τα οποία συναρμολογούνται στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στην Πάτρα. Καλό αυτό; Φυσικά – πολύ περισσότερο που η Ideal εξάγει ποδήλατα στη Γερμανία, στη Σουηδία, και στη Βρετανία!
(Διευκρίνηση: Τα παραπάνω δεν συνιστούν «γκρίζα» διαφήμιση, ή εάν συνιστούν τα γράφουμε δωρεάν. Οι συντάκτες του άρθρου στερούνται εμπορικού δαιμονίου.)
Βέβαια, θα ήταν ακόμη καλύτερο εάν τα ανταλλακτικά που εισάγονται παράγονταν στη χώρα μας, από την ίδια την Ideal ή από άλλες μικρότερες εταιρείες που την προμηθεύουν. Αυτό θα σήμαινε αναβάθμιση της τεχνολογικής στάθμης της ελληνικής μεταποίησης, υψηλότερη προστιθέμενη αξία, περισσότερες θέσεις εργασίας, καλύτερες αποδοχές για τους εργαζόμενους του κλάδου. Από αυτό το σημείο, απέχουμε ακόμη πολύ.
Να σημειώσουμε ότι όλα τα στοιχεία της ενότητας αυτής αφορούν τις εισαγωγές αγαθών. Οι εισαγωγές υπηρεσιών αποτελούν μικρό μέρος των συνολικών εισαγωγών (κάτω από ένα τέταρτο), ενώ έχουν μείνει σταθερές στα επίπεδα του 2019.
Διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος
Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές. Αποτέλεσμα: το εξωτερικό έλλειμμα διογκώνεται. Γίνεται ακόμη πιο σαφές αυτό που ξέραμε ήδη: ότι η εξάλειψη του τα χρόνια της κρίσης (πλεόνασμα το 2014 και ξανά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2019) έγινε χάρη στη συμπίεση των εισαγωγών, λόγω καθίζησης του εισοδήματος, και ότι η ανάκαμψη κινδυνεύει να τροφοδοτήσει εκτίναξη των εισαγωγών και του εξωτερικού ελλείμματος.
Αυτό γίνεται τώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το τελευταίο δωδεκάμηνο για το οποίο έχουμε δεδομένα (Οκτώβριος 2021 – Σεπτέμβριος 2022) είχε φτάσει τα 16,1 δις ευρώ (6,1% του ΑΕΠ), έναντι 2,2 δις ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) το αντίστοιχο δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2018 – Σεπτεμβρίου 2019 προ τριετίας. Όταν θα δημοσιευθούν τα δεδομένα για το τελευταίο τρίμηνο του 2022, το εμπορικό έλλειμμα θα φτάνει ή θα ξεπερνά τα 20 δις ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας το δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2021 – Σεπτεμβρίου 2022 ήταν σε απόλυτα μεγέθη το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για αξιοσημείωτο κατόρθωμα, για τόσο μικρή οικονομία.
Ας διευκρινιστεί εδώ ότι το εμπορικό ισοζύγιο, ή ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, είναι ίσο με τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές. Αντίθετα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ευρύτερο μέγεθος: συμπεριλαμβάνει επίσης και το ισοζύγιο εισοδημάτων, των πρωτογενών (Ελλήνων από επενδύσεις και τοποθετήσεις στο εξωτερικό, και ξένων από τις αντίστοιχες στην Ελλάδα), καθώς και των δευτερογενών (μεταβιβάσεις, μεταναστευτικά εμβάσματα και τα λοιπά).
Εντάξει, απέχουμε ακόμη από τα δυσθεώρητα ύψη της προ κρίσης εποχής, όταν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ (το 2007 και το 2008). Τότε η προσοχή όλων εστιαζόταν στο δημοσιονομικό έλλειμμα, στο οποίο επίσης ήμαστε πρωταθλητές (15,2% του ΑΕΠ το 2009), αν και αργότερα καταλάβαμε ότι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των χωρών που επλήγησαν από την κρίση της Ευρωζώνης, από την Ελλάδα έως την Ισπανία (όπου το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν χαμηλό, όπως και το δημόσιο χρέος), δεν ήταν το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά το εξωτερικό έλλειμμα. Αυτό δηλ. που αυξάνεται με γοργό ρυθμό στη χώρα μας σήμερα.
Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή μήπως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία της προηγούμενης δεκαετίας. Το μάθημα αυτό ήταν πολύ σκληρό για τη χώρα και για τους ανθρώπους της. Θα ήταν κρίμα να το ξεχάσουμε τόσο γρήγορα.