24 Φεβρουαρίου 2023

Οι οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» (Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023).

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έβαλε τέλος στην διάχυτη αισιοδοξία για ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία. Το τι συνέβη μετά είναι γνωστό: οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία σκοτείνιασαν, η ενέργεια ακρίβυνε, ο πληθωρισμός επανήλθε. Ο κύκλος έκλεισε με την απόφαση των κεντρικών τραπεζών να ανεβάσουν το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις (στην Ευρωζώνη κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες), με σκοπό ακριβώς την συγκράτηση των τιμών, και με κίνδυνο την περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο 2022 μιλούσαν για ύφεση μέσα στο 2023.

Αντίθετα, οι συνέπειες των κυρώσεων της Δύσης για τη ρωσική οικονομία υπήρξαν μέχρι τώρα λιγότερο καταστροφικές από ό,τι αναμενόταν: σε πρόσφατη ομιλία του στο οικονομικό επιτελείο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίστηκε ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ δεν ήταν 20%, ούτε 10%, αλλά 2,1%. Πράγματι, παρά τη μεγάλη μείωση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου (σε ποσότητες), ιδίως στην Ευρώπη, η άνοδος των τιμών της ενέργειας ήταν τόσο θεαματική που οι εισπράξεις της Ρωσίας έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ.

Ήταν λοιπόν μάταιες οι κυρώσεις; Ή, ακόμη χειρότερα, έπληξαν τη Δύση περισσότερο από ό,τι τη Ρωσία; Πολλές ενδείξεις μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις θα είναι τελικά «όχι». Ας δούμε τις πιο σημαντικές.

Η επιτάχυνση της απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, και η σταδιακή εφαρμογή του ευρωπαϊκού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο (από τον Δεκέμβριο 2022), σημαίνουν ότι οι προοπτικές για τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας είναι τώρα λιγότερο ρόδινες. Η ρωσική κυβέρνηση αναμένει μείωση των εισπράξεων κατά 23% φέτος, ενώ ξένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Η απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς για τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας αποδεικνύεται δυσαναπλήρωτη: αγωγοί για την διοχέτευση του φυσικού αερίου στις ασιατικές αγορές δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να κατασκευαστούν γρήγορα. Η Κίνα και η Ινδία δεν μπορούν να απορροφήσουν την ενέργεια που δεν αγοράζει η Ευρώπη.

Χάρη στον ήπιο χειμώνα και στην εξοικονόμηση ενέργειας, η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει μειωθεί κατά 25% έναντι των προηγούμενων ετών. Η ευρωπαϊκή μεταποίηση έχει δείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα: παράγει περισσότερα προϊόντα με λιγότερη ενέργεια. Η μείωση της ζήτησης, η στροφή προς άλλους προμηθευτές ορυκτών καυσίμων, καθώς και η συνεχιζόμενη αύξηση του ειδικού βάρους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχουν φέρει μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.

Για τη Ρωσία οι σοβαρότερες συνέπειες της διεθνούς απομόνωσης είναι μακροπρόθεσμες. Η αποχώρηση πολλών ξένων επιχειρήσεων και η ακύρωση πολλών ξένων επενδύσεων έχουν στερήσει τη ρωσική οικονομία από πολύτιμους πόρους, τεχνογνωσία, δεξιότητες, και διασυνδέσεις. Η μαζική φυγή νεαρών Ρώσων επιστημόνων και τεχνικών πληροφορικής δεν θα αντιστραφεί όσο διαρκεί ο πόλεμος (και το καθεστώς Πούτιν). Οι εισαγωγές ανταλλακτικών και άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας έχουν καταρρεύσει, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στη ρωσική μεταποίηση: η εγχώρια παραγωγή εκσκαφέων έχει υποχωρήσει κατά 69%, τηλεοράσεων κατά 44%, φορτηγών κατά 40%. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της ρωσικής οικονομίας δεν ξεπερνούν το 0,7% ετησίως (από 3,5% το 2013, πριν την προσάρτηση της Κριμαίας).

Αντίθετα, για την Ευρώπη οι προοπτικές έχουν γίνει πιο αισιόδοξες. Οι τελευταίες οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα) μιλούν για υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (0,9% στην Ευρωζώνη) και αποφυγή της ύφεσης το 2023, χαμηλότερο πληθωρισμό (5,6%, από 8,4% το 2022), άνοδο των μισθών, και διατήρηση της ανεργίας στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαπενταετίας.

Παρά τον πόλεμο, η επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2022 (ρυθμός ανάπτυξης 5,5%) υπήρξε καλύτερη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη (3,5%), και καλύτερη από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λίγο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (4,9%). Για το 2023, η ΕΕ προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης (1,2%), καθώς και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (4,5%, από 9,3% το 2022).

Και πάλι, για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, οι θετικές επιπτώσεις της στήριξης της Ουκρανίας θα φανούν καλύτερα σε βάθος χρόνου. Η εναντίωση μας στη Ρωσία του Πούτιν δεν ήταν μόνο ηθικά επιβεβλημένη, αλλά επίσης συμφέρουσα: η επιθετικότητα ενός απειλητικού γείτονα («Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά») σπέρνει την απαισιοδοξία, αποθαρρύνει τις επενδύσεις, και συμπιέζει τις οικονομικές προοπτικές. Αντίθετα, η αναπτέρωση του ηθικού των Ευρωπαίων, και η περιχαράκωση όσων επιβουλεύονται την Ευρώπη, μπορεί να φέρει έναν νέο κύκλο ειρήνης, σταθερότητας, και ευημερίας.

22 Φεβρουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 6. Πέρα από την εσωτερική υποτίμηση

 


Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023).

Στο τελευταίο άρθρο αυτής της μίνι σειράς υπογραμμίζουμε ότι δεν έχουμε ακόμη ξεφύγει από το μοντέλο της φθηνής ανάπτυξης, δείχνουμε ότι η εσωτερική υποτίμηση του 2012 δεν μας έβγαλε από το λαγούμι των χαμηλών επιδόσεων (και από πολλές πλευρές μας έβαλε βαθύτερα σε αυτό), ενώ τέλος περιγράφουμε συνοπτικά τι άλλο πρέπει να γίνει για να περάσουμε σε ένα αναβαθμισμένο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Φθηνή ανάπτυξη

Όπως επισημάναμε στα προηγούμενα άρθρα μας, η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε δυναμική μετά το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας λόγω κορωνοϊού: το 2021 ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας του 2020, ενώ το 2022 η ανάκαμψη επιταχύνθηκε.

Όμως τα προβλήματα παραμένουν. Η οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα, έχοντας συρρικνωθεί απελπιστικά την περίοδο 2008-2020. Το ΑΕΠ της χώρας παραμένει 21% χαμηλότερο από ό,τι το 2007.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάκαμψης είναι επίσης προβληματικά. Το επενδυτικό κενό δεν έχει ακόμη καλυφθεί. Οι παραγωγικές επενδύσεις (δηλ. εκτός κατασκευών) αυξάνονται αργά, ιδίως αν αφαιρεθεί η δαπάνη για εξοπλιστικά προγράμματα. Με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως αυτές που αναφέραμε στο πρώτο άρθρο της σειράς, οι ξένες άμεσες επενδύσεις επικεντρώνονται κυρίως στα ακίνητα, που φέρνουν πλούτο (στους πρώην ιδιοκτήτες τους, στους μεσίτες, και στους συμβολαιογράφους), αλλά όχι ανάπτυξη – μάλιστα κάποτε μειώνουν την κοινωνική ευημερία (π.χ. εξορύξεις υδρογονανθράκων, ή περισσότερο τσιμέντο στα νησιά).

Οι εξαγωγές αυξάνονται, αλλά λιγότερο από τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου (του ενός από τα «δίδυμα ελλείμματα» που οδήγησαν στην κρίση χρέους). Εάν εξαιρεθούν οι τουριστικές υπηρεσίες, τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται), και τα πλοία (που ακολουθούν τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας), η αύξηση των εξαγωγών είναι λιγότερο θεαματική. Το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στις εξαγωγές της ελληνικής μεταποίησης είναι χαμηλότερο σήμερα από ό,τι το 2007. Παρά την αύξηση της εξωστρέφειας, η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης.

Εσωτερική υποτίμηση

Ένδεκα χρόνια μετά τη μείωση των κατώτατων μισθών του Φεβρουαρίου 2012, που τη συνόδευσαν νομοθετικές ρυθμίσεις αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων (που με τη σειρά τους βοήθησαν να μονιμοποιηθεί η καθήλωση των μισθών), είναι καιρός να αναρωτηθούμε πόσο συνέβαλε η εσωτερική υποτίμηση στην πολυπόθητη στροφή προς ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο που να βασίζεται στις εξαγωγές.

Η δική μας ανάγνωση είναι ότι η υπόσχεση ότι η εσωτερική υποτίμηση θα έθετε σε κίνηση έναν «ενάρετο κύκλο» δεν έχει και δεν μπορεί να επαληθευθεί. Ας θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τους εισηγητές της, (α) η μείωση των μισθών θα οδηγούσε σε μείωση των τιμών, (β) η μείωση των τιμών θα έδινε ώθηση στην ανταγωνιστικότητα και στην άνοδο των εξαγωγών, (γ) η άνοδος των εξαγωγών θα γινόταν ατμομηχανή της ανάπτυξης, και (δ) η ανάπτυξη θα έφερνε αύξηση της απασχόλησης και στη συνέχεια και των μισθών.

Η μείωση των τιμών δεν συνέβη ποτέ. Μάλιστα, οι προτεινόμενες (από την Τρόικα) μεταρρυθμίσεις για την τόνωση του ανταγωνισμού προσέκρουσαν στις αντιδράσεις των επιχειρηματικών συμφερόντων που κυριαρχούν στις αγορές προϊόντων, και ματαιώθηκαν. (Αντίθετα, οι αντιδράσεις των συνδικάτων δεν ματαίωσαν τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας κάνει όλους σοφότερους για το ποιες ακριβώς είναι «οι συντεχνίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη».) Αποτέλεσμα: οι τιμές πολλών αγαθών στην Ελλάδα είναι υψηλότερες από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Η απασχόληση πράγματι αυξήθηκε. Το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ο συνολικός αριθμός απασχολουμένων ήταν 10,9% υψηλότερος από ό,τι το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2012. (Πάντως, η απασχόληση στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερη από ό,τι το 2009: περίπου 420 χιλιάδες άτομα που χάθηκαν στην κρίση δεν έχουν ακόμη αναπληρωθεί. Συγκριτικά, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία η συνολική απασχόληση έχει εδώ και χρόνια ξεπεράσει τα προ κρίσης επίπεδα.)

Το ότι η αύξηση του ΑΕΠ (μόλις 3,3% την δεκαετία 2012-2022) ήταν τόσο χαμηλότερη από την άνοδο της απασχόλησης υποδηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η μείωση των μισθών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας έφεραν αναιμική ανάπτυξη. Δεύτερον, ότι κατά κανόνα οι νέες θέσεις εργασίας είναι χαμηλής παραγωγικότητας.

Όσο για τους μισθούς, η καθήλωσή τους – ύστερα από την τεράστια μείωση της περασμένης δεκαετίας – συνεχίζεται και μετά την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2022 οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 0,8%, ενώ ο πληθωρισμός κατά 10,4% (σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021). Αντίθετα στην Ευρωζώνη η αύξηση των μισθών ήταν μεγαλύτερη (4,1%), ενώ η αύξηση των τιμών μικρότερη (8,0%).

Επίσης, παρά την πρόσφατη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, οι αμοιβές των μισθωτών παραμένουν απελπιστικά χαμηλές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», οι μέσες αποδοχές των μισθωτών το 2022 ήταν 1.176 ευρώ το μήνα (μεικτά).

Τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά; Καταρχάς, ότι η ελληνική οικονομία είναι εγκλωβισμένη σε μια νέα εκδοχή του παραγωγικού μοντέλου φθηνής ανάπτυξης και χαμηλών επιδόσεων που οδήγησε στην κρίση του 2010. Επί πλέον, ότι η υποτίμηση της εργασίας έχει εξαντλήσει τα όποια οφέλη της και έχει πλέον γίνει αντιπαραγωγική.

Στροφή πολιτικής

Η χρεωκοπία της κρατικοδίαιτης οικονομίας το 2010, και στη συνέχεια η διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019, κατέστησαν ανυπόληπτη την έννοια της συμβολής του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη. Με αυτή την έννοια, η φιλελευθεροποίηση της οικονομικής πολιτικής την τελευταία τριετία ήταν φυσιολογική, και ως ένα βαθμό απαραίτητη.

Όμως, η βιώσιμη ανάκαμψη δεν θα έρθει με την απλή απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στη φορολογία, στην κοινωνική προστασία, και στις εργασιακές σχέσεις. Η αύξηση της παραγωγικότητας, της απασχόλησης, και των μισθών προϋποθέτει τομές στη δημόσια πολιτική:
  • Συστηματική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο: στην προαγωγή της υγείας των πολιτών, και κυρίως στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων, καθώς και στη βελτίωση των διαχειριστικών δεξιοτήτων των μάνατζερ και των επιχειρηματιών (που σήμερα είναι τραγικά χαμηλές)
  • Φορολογικό σύστημα δίκαιο και μη στρεβλωτικό: χωρίς διακρίσεις κατά της μισθωτής εργασίας, με μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την εργασία και την παραγωγή προς την κατανάλωση και τον πλούτο.
  • Νέα ρύθμιση της αγοράς εργασίας: εργασιακές σχέσεις που να διευκολύνουν τις απαραίτητες αναπροσαρμογές σε βάθος χρόνου για την αναβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
  • Κοινωνικό κράτος επιταχυντή της ανάπτυξης: με έμφαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και σε όλες τις άλλες πολιτικές «συμφιλίωσης» των εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων των νέων ζευγαριών, και ιδίως των γυναικών.

8 Φεβρουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 5. Κάτω από την επιφάνεια των επενδύσεων

 


Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023).

Στα προηγούμενα άρθρα αυτής της μίνι σειράς επισημάναμε ότι η χώρα πλέον βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, και αναφερθήκαμε στις πιο προβληματικές πτυχές αυτής της θετικής εξέλιξης: στη σύνθεση (και χαμηλή τεχνολογική στάθμη) των εξαγωγών, και στη διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος, που φανερώνουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτό το άρθρο επικεντρωνόμαστε σε μια από τις μεγαλύτερες πληγές που άφησε πίσω της η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας: το επενδυτικό κενό, που καθηλώνει την εθνική οικονομία σε χαμηλές επιδόσεις, και υποθηκεύει τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης.

Η κρισιμότητα των επενδύσεων 

Η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω των επενδύσεων είναι αποφασιστική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Χωρίς επενδύσεις, ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός συρρικνώνεται. Για να διατηρηθεί το απόθεμα κεφαλαίου (σε κτίρια, μηχανήματα κτλ.) στα σημερινά επίπεδα, θα πρέπει ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») να φτάσει το επίπεδο που αντικαθιστά την απαξίωση του κεφαλαιακού αποθέματος λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Κατ’ αναλογία, για να αυξηθεί το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου, θα πρέπει οι επενδύσεις να ξεπερνούν τις αποσβέσεις.

Βέβαια, σημασία δεν έχει μόνο το ύψος των επενδύσεων, αλλά επίσης η σύνθεσή τους. Οι παραγωγικές επενδύσεις συμβάλλουν στην αναβάθμιση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας, στον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης και των υποδομών, καθώς και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Όλα αυτά οδηγούν στην άνοδο της παραγωγικότητας, από την οποία εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση η ευημερία κάθε χώρας.

Αντίθετα, οι μη παραγωγικές επενδύσεις, ενώ βραχυπρόθεσμα τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα, δεν διευρύνουν τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες της εθνικής οικονομίας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν π.χ. οι δημόσιες επενδύσεις σε σήραγγες που μένουν κλειστές, οι επιχειρηματικές επενδυτικές επιλογές που στη συνέχεια αποδεικνύονται άστοχες, ακόμη και οι επενδύσεις των νοικοκυριών σε εξοχικές κατοικίες που αυξάνουν την ευμάρεια των ιδιοκτητών τους αλλά οπωσδήποτε όχι την παραγωγή της επόμενης περιόδου.

Οι επενδύσεις από την υιοθέτηση του ευρώ έως την κρίση χρέους

Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο λόγος των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, έφτανε το 23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009 (έναντι 22,5% στο σύνολο της Ευρωζώνης).

Ωστόσο, πολλές από αυτές τις επενδύσεις δεν αναβάθμιζαν τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας μέσω της ενσωμάτωσης νέας γνώσης και τεχνολογίας. Έως και το 2013, πάνω από τις μισές επενδύσεις ετησίως αφορούσαν τις κατασκευές (ιδίως κατοικίες). Αντίθετα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό περιορίζονταν στο 30% ή 40% των συνολικών επενδύσεων. Άλλωστε, οι περισσότερες επενδύσεις προέρχονταν από τα νοικοκυριά, και όχι από τις επιχειρήσεις.

Με άλλα λόγια, είχαμε μια οικονομία όπου το ύψος των επενδύσεων φαινομενικά κυμαινόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά η σύνθεσή τους υποδήλωνε κυριαρχία των αντιπαραγωγικών επενδύσεων.

Όμως ένα παραγωγικό μοντέλο με τέτοια χαρακτηριστικά δεν είναι διατηρήσιμο μακροπρόθεσμα. Το ξέσπασμα της κρίσης χρέους επιβεβαίωσε αυτή την πικρή αλήθεια.

Οι επενδύσεις από την κρίση χρέους έως την πανδημία

Εξαιτίας της κρίσης, οι επενδύσεις στην Ελλάδα χωρίς υπερβολή κατέρρευσαν. Οι συνολικές επενδύσεις το 2019 (τελευταίο έτος πριν τον κορωνοϊό) ήταν 70% χαμηλότερες από ό,τι το 2007 (τότε που η ελληνική οικονομία έφτασε το υψηλότερο σημείο της πριν από την κρίση χρέους). Κατά μέσο όρο, την περασμένη δεκαετία οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα μας έπεσαν στο 11,8% του ΑΕΠ (έναντι 20,7% στο σύνολο της Ευρωζώνης).

Παραδόξως, η κρίση καταβαράθρωσε μεν τις επενδύσεις, αλλά διόρθωσε κάπως την ποιότητα τους. Αυτό συνέβη επειδή οι επενδύσεις σε ακίνητα εξανεμίστηκαν, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις (π.χ. σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό) υποχώρησαν σε μικρότερο βαθμό. Συγκεκριμένα, το 2007-2019 οι επενδύσεις των νοικοκυριών – κυρίως σε ακίνητα – μειώθηκαν κατά 89%, ενώ οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κατά 44%. (Η μείωση των δημόσιων επενδύσεων ήταν 62%.)

Το πλήγμα στην ελληνική οικονομία ήταν βαθύ και παρατεταμένο. Η επενδυτική αποχή στέρησε πολύτιμους πόρους από τον παραγωγικό ιστό. Η μείωση των επενδύσεων ήταν τρομακτική. Μετά το 2010, το ύψος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου δεν αρκούσε ούτε για την αντικατάσταση του εξοπλισμού που απαξιωνόταν. Για ένδεκα συνεχόμενα έτη ο συνολικός όγκος παγίου κεφαλαίου συρρικνωνόταν, καθώς οι νέες επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων. Η σωρευτική διαφορά σε όλη την περίοδο έφτασε το ιλιγγιώδες ποσό των 100 δις. Αυτό είναι το επενδυτικό κενό που λέγαμε στην αρχή του άρθρου.

Οι επενδύσεις από την πανδημία έως σήμερα

Με το τέλος της πανδημίας, οι επενδύσεις στη χώρα μας σημείωσαν σημαντική άνοδο: το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν 30% υψηλότερες από ό,τι στην αντίστοιχη περίοδο του 2019. Είναι ικανοποιητική αυτή η άνοδος; Μας φέρνει πιο κοντά στο να κερδίσουμε το κρίσιμο στοίχημα για το μέλλον της οικονομίας, δηλαδή τη βιώσιμη ανάπτυξη;

Η πορεία των επενδύσεων είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντική, αλλά δύσκολα δικαιολογεί πανηγυρισμούς. Παρά την πρόσφατη άνοδο, οι επενδύσεις παραμένουν κάτω από το μισό του επιπέδου στο οποίο είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Συγκεκριμένα, το συνολικό ύψος τους το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν 59% χαμηλότερο από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2007. Απέχουμε ακόμη απελπιστικά πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας.

Επί πλέον, μια προσεκτική ματιά στο είδος των επενδυτικών δαπανών που αυξάνονται ταχύτερα δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα. Παράλληλα, παρότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν επίσης σημάδια τόνωσης, ο τομέας που πρωταγωνιστεί στις σχετικές εισροές είναι τα ακίνητα.

Έχουμε βέβαια μια μοναδική ευκαιρία για να καλύψουμε το επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας: το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ εξασφαλίζουν στη χώρα μας σημαντικό μέρος των πόρων που απαιτούνται. Όμως, η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων από μόνη της δεν αρκεί. Το ζητούμενο είναι οι διαθέσιμοι πόροι να διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου, φυσικό και ανθρώπινο. (Τα προγράμματα κατάρτισης για να μπορούν να θεωρούνται παραγωγικές επενδύσεις θα πρέπει να αναβαθμίζουν τις πραγματικές δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων.)

Εάν τα ευρωπαϊκά κονδύλια σπαταληθούν για μια ακόμη φορά σε άχρηστα έργα, ή σε προσχηματικά προγράμματα, η μοναδική αυτή ευκαιρία θα χαθεί. Και τότε, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να παραμένει καθηλωμένη για πολλές ακόμη δεκαετίες.

Θα είναι κρίμα.

1 Φεβρουαρίου 2023

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: 4. Το (εξωτερικό) έλλειμμα ξανάρχεται;

 


Συνυπογράφεται από τη Σοφία Τσαρούχα και τον Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023).

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο μίνι εξαγωγικό θαύμα της τελευταίας διετίας. Η ελληνική οικονομία έχει γίνει πράγματι πιο εξωστρεφής: το 2021 οι εξαγωγές έφταναν το 37% του ΑΕΠ, από 24% το 2008 (σε απόλυτες αξίες η βελτίωση υπήρξε λιγότερο θεαματική).

Όμως, περιθώρια για εφησυχασμό δεν υπάρχουν. Η αναζωογόνηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας έχει λιγότερο λαμπρές όψεις. Οι κυριότερες είναι 3+1: Πρώτον, όλα αυτά συνέβησαν σε περίοδο άνθησης του διεθνούς εμπορίου. Στην υπόλοιπη Ευρώπη οι εξαγωγές συνέχισαν να αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι στην Ελλάδα. Για αυτό, το μερίδιο της χώρας μας στη συνολική εξαγωγική επίδοση της ΕΕ έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, παρά την κάποια αναζωογόνηση της μεταποίησης, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών εξακολουθούν να αφορούν τουρισμό και καύσιμα (τα οποία εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται, αφήνοντας κέρδη μα λίγες θέσεις εργασίας, και μικρή διάχυση στην υπόλοιπη οικονομία). Τρίτον, παρότι οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί πολύ, ξεπερνώντας σε αξία τις εξαγωγές υπηρεσιών, το Made in Greece εξακολουθεί να αφορά κυρίως κλάδους και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.

Σε αυτό το τέταρτο άρθρο της μίνι σειράς επικεντρωνόμαστε στην πιο ανησυχητική όψη της εξωστρέφειας: τη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, και του εξωτερικού ελλείμματος.

Άνοδος των εισαγωγών

Τα τελευταία δεδομένα, για το πρώτο εννεάμηνο του 2022, δείχνουν θεαματική άνοδο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών: +18% σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019. Κατά την ίδια περίοδο, η άνοδος των εξαγωγών υπήρξε πολύ μικρότερη: μόλις 2%.

(Αυτά σε σταθερές τιμές. Σε τρέχουσες τιμές, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 55%, ενώ οι εξαγωγές κατά 38%. Με απλά λόγια, και οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ακριβαίνουν εξαιτίας του πληθωρισμού, όμως οι εξαγωγές ακριβαίνουν περισσότερο από τις εισαγωγές. Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, συνεπάγεται απώλεια ανταγωνιστικότητας – εκτός βέβαια εάν συνοδεύεται από σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των αγαθών και υπηρεσιών που εξάγουμε, για το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις.)

Αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος των εισαγωγών αγαθών μόνο ήταν μεγαλύτερη: +22% την τριετία 2019-2022 σε σταθερές τιμές (με βάση πάντοτε τα στοιχεία για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου).

Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το πρώτο εννεάμηνο του 2022 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν φτάσει το 44,3% (από 38,9% το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2019).

Σύνθεση των εισαγωγών

Τι ακριβώς εισάγουμε; Δύο μεγάλες κατηγορίες εμπορευμάτων που θολώνουν την εικόνα είναι τα καύσιμα και τα πλοία. Και οι δύο αυτές κατηγορίες υπόκεινται σε μεγάλες διακυμάνσεις, ενώ η σύνδεσή τους με την υπόλοιπη οικονομία είναι αμφίβολη. Για αυτό, άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσιάζει τα δεδομένα για την εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών με και χωρίς καύσιμα και πλοία.

Κάναμε και εμείς το ίδιο: διασταυρώσαμε τα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος για τις εισαγωγές αγαθών (με και χωρίς καύσιμα και πλοία) με τα δεδομένα της Eurostat για την ταξινόμηση των εισαγωγών αγαθών ανά ευρεία οικονομική κατηγορία, δηλ. ανά καταναλωτικά, ενδιάμεσα, και κεφαλαιουχικά αγαθά. Αυτό είναι σημαντικό: Εάν οι εισαγωγές μας είναι κυρίως κεφαλαιουχικά αγαθά, αυτό δείχνει μεν υστέρηση στην παραγωγή τους, αλλά επίσης προετοιμασία μιας φάσης ανάκαμψης της μεταποίησης. Αντίθετα, εάν οι εισαγωγές μας είναι κυρίως καταναλωτικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι έχουμε επιστρέψει στην εποχή της αστακομακαρονάδας, με την επόμενη χρεωκοπία να είναι θέμα χρόνου.

Φαίνεται ότι τίποτε από τα δύο δεν ισχύει. Το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, οι ελληνικές εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών (στα οποία η Eurostat συμπεριλαμβάνει τα επιβατικά αυτοκίνητα, ευλόγως) αποτελούσαν το 36% των συνολικών εισαγωγών αγαθών εκτός καυσίμων και πλοίων. Δεν είναι λίγο – αλλά το 2019 το μερίδιο των καταναλωτικών αγαθών στις εισαγωγές ήταν 41%, ενώ το 2009 ήταν 49%. Συνεπώς, δεν έχουμε επιστρέψει στην εποχή της αστακομακαρονάδας (ακόμη). Καλό αυτό.

Ούτε όμως αυξάνεται το μερίδιο των κεφαλαιουχικών αγαθών (πλην πλοίων) στις συνολικές εισαγωγές (πλην καυσίμων και πλοίων): το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 ήταν 13%, όσο και το 2019, ενώ το 2009 ήταν 16%. Συνεπώς, τα στοιχεία δεν δείχνουν σοβαρή αύξηση των εισαγωγών μηχανημάτων που θα χρησιμοποιηθούν στη μεταποίηση ώστε μετά να ανακάμψει η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων. Κακό αυτό.

Τι απομένει; Τα λεγόμενα ενδιάμεσα αγαθά, τα οποία αποτελούν τα δύο τρίτα των συνολικών εισαγωγών αγαθών. Οι μισές εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών αφορούν καύσιμα, οι άλλες μισές εμπορεύματα (πρώτες ύλες ή ανταλλακτικά, ή άλλα ημιτελή μεταποιημένα προϊόντα) που χρησιμοποιούνται ως εισροές στην παραγωγή.

Συνεχίζοντας όπως προηγουμένως, διαπιστώνουμε ότι το μερίδιο των ενδιάμεσων αγαθών (πλην πλοίων) στις συνολικές εισαγωγές (πλην καυσίμων και πλοίων) βρίσκεται σε ανοδική τροχιά: 50% το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, έναντι 45% το 2019, και 39% το 2009.

Τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη, αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για μόνιμη αλλαγή; Δεν είμαστε σίγουροι: το θέμα χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση και πιο λεπτομερή δεδομένα. Η εικασία του Χρυσάφη Ιορδάνογλου (τον οποίο συμβουλευθήκαμε) είναι ότι η θέση των ελληνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία ενδέχεται να μετατοπίζεται προς τα τελικά στάδια των γραμμών παραγωγής (δηλαδή συναρμολογήσεις).

Ένα παράδειγμα από την (ισχνή) προσωπική εμπειρία του ενός από τους δύο συντάκτες του άρθρου: τα ποδήλατα Ideal προσφέρουν πολύ καλή ποιότητα σε προσιτές τιμές, χρησιμοποιώντας εισαγόμενα μέρη (αλυσίδες, ταχύτητες, φρένα κτλ.), τα οποία συναρμολογούνται στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στην Πάτρα. Καλό αυτό; Φυσικά – πολύ περισσότερο που η Ideal εξάγει ποδήλατα στη Γερμανία, στη Σουηδία, και στη Βρετανία!

(Διευκρίνηση: Τα παραπάνω δεν συνιστούν «γκρίζα» διαφήμιση, ή εάν συνιστούν τα γράφουμε δωρεάν. Οι συντάκτες του άρθρου στερούνται εμπορικού δαιμονίου.)

Βέβαια, θα ήταν ακόμη καλύτερο εάν τα ανταλλακτικά που εισάγονται παράγονταν στη χώρα μας, από την ίδια την Ideal ή από άλλες μικρότερες εταιρείες που την προμηθεύουν. Αυτό θα σήμαινε αναβάθμιση της τεχνολογικής στάθμης της ελληνικής μεταποίησης, υψηλότερη προστιθέμενη αξία, περισσότερες θέσεις εργασίας, καλύτερες αποδοχές για τους εργαζόμενους του κλάδου. Από αυτό το σημείο, απέχουμε ακόμη πολύ.

Να σημειώσουμε ότι όλα τα στοιχεία της ενότητας αυτής αφορούν τις εισαγωγές αγαθών. Οι εισαγωγές υπηρεσιών αποτελούν μικρό μέρος των συνολικών εισαγωγών (κάτω από ένα τέταρτο), ενώ έχουν μείνει σταθερές στα επίπεδα του 2019.

Διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος

Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές. Αποτέλεσμα: το εξωτερικό έλλειμμα διογκώνεται. Γίνεται ακόμη πιο σαφές αυτό που ξέραμε ήδη: ότι η εξάλειψη του τα χρόνια της κρίσης (πλεόνασμα το 2014 και ξανά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2019) έγινε χάρη στη συμπίεση των εισαγωγών, λόγω καθίζησης του εισοδήματος, και ότι η ανάκαμψη κινδυνεύει να τροφοδοτήσει εκτίναξη των εισαγωγών και του εξωτερικού ελλείμματος.

Αυτό γίνεται τώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το τελευταίο δωδεκάμηνο για το οποίο έχουμε δεδομένα (Οκτώβριος 2021 – Σεπτέμβριος 2022) είχε φτάσει τα 16,1 δις ευρώ (6,1% του ΑΕΠ), έναντι 2,2 δις ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) το αντίστοιχο δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2018 – Σεπτεμβρίου 2019 προ τριετίας. Όταν θα δημοσιευθούν τα δεδομένα για το τελευταίο τρίμηνο του 2022, το εμπορικό έλλειμμα θα φτάνει ή θα ξεπερνά τα 20 δις ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας το δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2021 – Σεπτεμβρίου 2022 ήταν σε απόλυτα μεγέθη το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για αξιοσημείωτο κατόρθωμα, για τόσο μικρή οικονομία.

Ας διευκρινιστεί εδώ ότι το εμπορικό ισοζύγιο, ή ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, είναι ίσο με τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές. Αντίθετα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ευρύτερο μέγεθος: συμπεριλαμβάνει επίσης και το ισοζύγιο εισοδημάτων, των πρωτογενών (Ελλήνων από επενδύσεις και τοποθετήσεις στο εξωτερικό, και ξένων από τις αντίστοιχες στην Ελλάδα), καθώς και των δευτερογενών (μεταβιβάσεις, μεταναστευτικά εμβάσματα και τα λοιπά).

Εντάξει, απέχουμε ακόμη από τα δυσθεώρητα ύψη της προ κρίσης εποχής, όταν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ (το 2007 και το 2008). Τότε η προσοχή όλων εστιαζόταν στο δημοσιονομικό έλλειμμα, στο οποίο επίσης ήμαστε πρωταθλητές (15,2% του ΑΕΠ το 2009), αν και αργότερα καταλάβαμε ότι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των χωρών που επλήγησαν από την κρίση της Ευρωζώνης, από την Ελλάδα έως την Ισπανία (όπου το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν χαμηλό, όπως και το δημόσιο χρέος), δεν ήταν το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά το εξωτερικό έλλειμμα. Αυτό δηλ. που αυξάνεται με γοργό ρυθμό στη χώρα μας σήμερα.

Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή μήπως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία της προηγούμενης δεκαετίας. Το μάθημα αυτό ήταν πολύ σκληρό για τη χώρα και για τους ανθρώπους της. Θα ήταν κρίμα να το ξεχάσουμε τόσο γρήγορα.