Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 24 Μαρτίου 2023).
Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο μερικοί άνθρωποι να περιφέρουν μια εικόνα του εαυτού τους πολύ πιο κολακευτική από την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εκείνους. Όταν κάποια ταπείνωση γεφυρώνει το χάσμα, κάνοντας σαφές ακόμη και στους ίδιους πόσο υπερφίαλη ήταν η προηγούμενη αντίληψή τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο επιλογές: είτε να αποδεχθούν την δημόσια εικόνα τους (ακόμη καλύτερα: να εργαστούν για να την βελτιώσουν), είτε να συνεχίσουν να αυταπατώνται, ρίχνοντας στους άλλους την ευθύνη για τις αναπόφευκτες αποτυχίες.
Ό,τι ισχύει για τα άτομα ενίοτε ισχύει και για τα έθνη. Η Κρίση του Σουέζ (1956) έδειξε στους Βρετανούς ότι η εποχή της παντοκρατορίας είχε παρέλθει. Το ίδιο έδειξε και στους Γάλλους, όμως εκείνοι αποδείχθηκαν κάπως ανεπίδεκτοι, παρότι τους είχε προϊδεάσει η πανωλεθρία του Ντιεν Μπιεν Φου (1954): μόνο το 1962 αποσύρθηκαν από την Αλγερία. Ίσως να μην είναι εντελώς τυχαίο ότι η έκφραση «illusion de grandeur» είναι γαλλική.
Είναι τα Τέμπη το ανάλογο του Σουέζ, και του Ντιεν Μπιεν Φου; Όχι ακριβώς: η Μικρασιατική Καταστροφή, μάλιστα – και, σε λιγότερο αιματηρή εκδοχή, η πτώχευση του 2010. Τι μάθαμε από την τελευταία; Όχι πολλά, αν αναλογιστούμε με πόση ευκολία όλοι (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, τοπικά συμφέροντα, κοινή γνώμη) κύλισαν στην πεπατημένη.
Θα ήταν ωραίο να ελπίζει κανείς ότι τα Τέμπη θα μας ωθήσουν να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή μας αντίληψη για το Δημόσιο ως ξέφραγο αμπέλι – ιδεώδες για ρουσφέτι (αν είμαστε πολιτικοί προϊστάμενοι), για πλιάτσικο (αν είμαστε προμηθευτές, ή καμμιά φορά και συνδικαλιστές), ή για λούφα (αν είμαστε απλοί εργαζόμενοι). Η πρόσληψη στον ΟΣΕ των συγγενών των θυμάτων δείχνει ότι απέχουμε πολύ.
Και η άλλη Ελλάδα, των ευσυνείδητων εργαζομένων, των έντιμων επιχειρηματιών, των ακέραιων πολιτικών; Ίσως υπάρχει ακόμη. Εάν ναι, ας δώσει σήμα.