21 Ιανουαρίου 2025

Ten years after

Συμβολή στην έρευνα της Αγγελικής Σπανού για τη συμπλήρωση 10 ετών από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της με τίτλο «Από την «πρώτη φορά» στην ιλιγγιώδη φθορά» στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025).


Η αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία υπήρξε ιλιγγιώδης, όσο και η κατακρήμνισή του στη συνέχεια. Μέχρι εδώ τίποτε πρωτότυπο. Παρόμοια τροχιά διέγραψαν τα υπόλοιπα κόμματα-κομήτες που θα άλλαζαν τον κόσμο την εποχή της οικονομικής κρίσης στη Νότια Ευρώπη: οι Podemos στην Ισπανία και το Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία.

Οι προβληματικές πλευρές της πολιτικής τους πρότασης – περιφρόνηση για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, παιδαριώδης ανάλυση της κρίσης ως συνωμοσίας σκοτεινών διεθνών κέντρων και των εγχώριων υπηρετών τους, χαρωπή συμμαχία (στην Ιταλία και στην Ελλάδα) με την εθνικιστική ακροδεξιά – έχουν πλέον αναλυθεί επαρκώς.

Όσοι αυτές τις προβληματικές πλευρές τις είδαν εγκαίρως, καλά θα κάνουν σήμερα να προχωρήσουν ένα βήμα πέρα από την ικανοποίηση ή χαιρεκακία που προκαλεί ο αυτοεξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ και των Podemos και του Κινήματος Πέντε Αστέρων, και να αναρωτηθούν για τις βαθύτερες αιτίες του θριάμβου τους τότε.

Πιστεύω ότι ο Cas Mudde, ο μελετητής του λαϊκισμού που στη φάση ανόδου του φαινομένου έγραψε ότι «οι λαϊκιστές θέτουν τα σωστά ερωτήματα, αλλά τους δίνουν λάθος απαντήσεις», ήταν και πάλι εύστοχος όταν πρόσφατα διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο λαϊκισμός είναι μια «δημοκρατική ανελεύθερη (illiberal) απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό», εννοώντας τον φιλελευθερισμό που απομακρύνει από το πεδίο της δημοκρατικής επιλογής, αναγορεύοντας τα σε ιερά θέσφατα που δεν επιτρέπεται να αμφισβητούνται, όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων.

Όσο για εκείνους που πριν δέκα χρόνια πίστεψαν τις υποσχέσεις των αυτόκλητων σωτήρων της χώρας, και σήμερα βιώνουν τη ματαίωση, ίσως τους φανεί ταιριαστός ο περίφημος μονόλογος του Μάκβεθ (5η Πράξη, 5η Σκηνή, εδώ σε μετάφραση Kωνσταντίνου Σπαντιδάκη):

«Σκιά πού διαβαίνει είν’ η ζωή

άθλιος θεατρίνος που καρπώνεται χαραμίζοντας την ώρα του στη σκηνή

και πια δεν ξανακούγεται.

Μια ιστορία ιστορημένη απ’ έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή, δίχως κανένα νόημα.»

15 Ιανουαρίου 2025

Πρώτος μεταξύ ίσων: Εκσυγχρονισμός και μεταρρυθμίσεις με «το σαθρό υλικό του ανθρώπου»

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2025).


Η φιγούρα του Κώστα Σημίτη φάνταζε αταίριαστη μέσα στο κόμμα που σφράγισε με την παρουσία του ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πράγματι, οι διαφορές του με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ήταν από την αρχή ορατές σε όλους. Πολιτεύθηκε ως Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης σε ένα κόμμα (ή μάλλον «κίνημα») λαϊκιστικό και τριτοκοσμικό. Η συνεργασία του Σημίτη με τον Ανδρέα βασιζόταν στην αναγνώριση της διαφοράς τους, και στον αμοιβαίο σεβασμό, που δεν εμπόδιζε τον πρώτο να υπηρετεί την πολιτική του από όποια θέση ευθύνης στο κόμμα και στην κυβέρνηση αναλάμβανε, ούτε τον δεύτερο να τον αποπέμπει από αυτήν όταν οι διαφορές ξεπερνούσαν κάποιο όριο. Αυτό συνέβη το 1979, όταν ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Εκτελεστικό Γραφείο μετά το σάλο που προκάλεσε η δικής του έμπνευσης αφίσα με τίτλο «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών», ενώ το ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΚΚΕ διαδήλωνε ζητώντας να αποχωρήσει η Ελλάδα από την (τότε) ΕΟΚ. Ή το 1987, όταν πάλι ο Σημίτης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αυτή τη φορά από την κυβέρνηση, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία του σταθεροποιητικού προγράμματος της προηγούμενης διετίας, ή μάλλον εξαιτίας της.

Όμως οι διαφορές του Σημίτη με το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο πολιτικές – ήταν επίσης πολιτισμικές. Όταν ο Ανδρέας (με τον Τσοχατζόπουλο, και με τα άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη) στροβιλιζόταν στην πίστα χορεύοντας ζεϊμπέκικο και πίνοντας ουίσκυ, ο Σημίτης έμενε στο τραπέζι, και από μακριά παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν με το γνωστό στραβό χαμόγελο, κρατώντας ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Και ενώ ο Ανδρέας ξεκινούσε τις ομιλίες του σαν τον πατέρα του («Λαέ της Αθήνας» κτλ.), φιλοτεχνώντας μια διονυσιακή σχεδόν συνεύρεση με το πλήθος που παραληρούσε στην πλατεία, ο Σημίτης στην πρώτη του προεκλογική ομιλία ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (στη Μυτιλήνη, τον Σεπτέμβριο 1996), έβγαλε τα χαρτιά του, φόρεσε τα γυαλιά του, κοίταξε τους πολίτες που είχαν έρθει να τον ακούσουν, και είπε με κανονική φωνή: «Κυρίες και κύριοι καλησπέρα».

Είναι γνωστό ότι ο Σημίτης βρισκόταν στη μειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που τον εξέλεξε πρωθυπουργό τον Ιανουάριο 1996, με τον Ανδρέα ανήμπορο πια να ασκήσει τα καθήκοντά του. Στην πρώτη ψηφοφορία, οι τρεις υποψήφιοι (Σημίτης, Τσοχατζόπουλος, Αρσένης) είχαν υποστηριχθεί από σχεδόν ένα τρίτο των βουλευτών ο καθένας. Στην δεύτερη ψηφοφορία, ο Σημίτης επικράτησε οριακά έναντι του Τσοχατζόπουλου: 86-75 με 5 λευκά. Το ίδιο οριακά εκλέχτηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο του Ανδρέα: στο 4ο συνέδριο (Ιούνιος 1996) υπερψηφίστηκε από μόλις 53,8% των συνέδρων. 

Ως πρωθυπουργός, κυβέρνησε ως πρώτος μεταξύ ίσων, με απόλυτο σεβασμό στις συλλογικές διαδικασίες. Ο Σημίτης δεν ήταν τεχνοκράτης: ήταν ένας προοδευτικός πολιτικός, ένας μεταρρυθμιστής διανοούμενος, με το βλέμμα στραμμένο στη μακρά διάρκεια – τον ενδιέφερε η ετυμηγορία των βιβλίων της Ιστορίας, όχι των πρωτοσέλιδων της επόμενης μέρας. Οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε προϋπέθεταν τη συναίνεση, καταρχάς του υπουργικού συμβουλίου, και στη συνέχεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Στην κατανόηση των ζητημάτων βρισκόταν πάντοτε ένα βήμα μπροστά από τα υπόλοιπα στελέχη, και για αυτό τον ξένιζε η ένταση των αντιδράσεων. Όπως τον Απρίλιο 2001, όταν μαζί με τον αρμόδιο υπουργό κατέθεσε τις περίφημες «Προτάσεις Γιαννίτση» για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, οι οποίες πολεμήθηκαν λυσσαλέα, παρότι συνιστούσαν μια ήπια και λελογισμένη μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως άλλωστε ταίριαζε σε μια προοδευτική ηγετική ομάδα που επιζητούσε τις συναινέσεις. Λέγεται ότι στην κρίσιμη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου πήραν το λόγο μόνο ο Ευάγγελος Βενιζέλος («Πρόεδρε αυτά δεν περνάνε») και ο Αλέκος Παπαδόπουλος («Τα μέτρα που προτείνετε είναι αντιδημοφιλή αλλά αναγκαία»). Οι υπόλοιποι απλώς ενέκριναν – για να διαχωρίσουν τη θέση τους αμέσως μετά, μιλώντας στα μικρόφωνα των καναλιών που τους περίμεναν έξω.

Με τον ίδιο τρόπο πολιτεύθηκε και ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Σε ένα κόμμα μαθημένο στην αυθαιρεσία του χαρισματικού ηγέτη (από το 1974 έως το 1994 το ΠΑΣΟΚ διοργάνωσε μόνο τρία συνέδρια, στα οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλεγόταν πάντοτε διά βοής), η επανεκλογή του Σημίτη στην προεδρία του κόμματος, αν και χωρίς αντίπαλο, δεν ήταν ποτέ θριαμβευτική: στο 5ο συνέδριο (Μάρτιος 1999) υποστηρίχθηκε από το 64,7% των συνέδρων, στο 6ο (Οκτώβριος 2001) από το 71,2%.

Παρά τη σκανδαλολογία, κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον ίδιο τον Σημίτη για διαφθορά. Ούτε καν ο Κώστας Καραμανλής, ο πρωθυπουργός της χρεωκοπίας, που τον απεκάλεσε «αρχιερέα της διαπλοκής». Δίχως αμφιβολία, η διαφθορά των δημόσιων αξιωματούχων, και των κυβερνητικών στελεχών, δεν έπαψε να υφίσταται το 1996-2004, πόσω μάλλον που επί πρωθυπουργίας Σημίτη οι δημόσιες επενδύσεις (στην εθνική άμυνα, και στις υποδομές) αυξήθηκαν πολύ. Όμως τον τόνο τον έδινε πάντοτε η δωρική λιτότητα του ίδιου του πρωθυπουργού, του Νίκου Θέμελη, και των άλλων στενών συνεργατών του. Και κάθε φορά που γινόταν γνωστό κάποιο νέο κρούσμα διαφθοράς, το θέμα έπαιρνε το δρόμο του στη Δικαιοσύνη, ενώ η ηγετική ομάδα συνέχιζε τη δουλειά της με σύνθημα: «προχωράμε παρά τα βαρίδια». Ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν παρά να προχωρήσουν (όπως προχώρησαν) με το μόνο έμψυχο υλικό που ήταν διαθέσιμο: «το σαθρό υλικό του ανθρώπου».

Και όταν το 2004 ο Σημίτης αποχώρησε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και στη συνέχεια από την πρωθυπουργία, εκείνοι που τον διαδέχθηκαν απέφυγαν να υπερασπιστούν το έργο των κυβερνήσεών του. Ο δε άμεσος διάδοχός του, ο Γιώργος Παπανδρέου, διέγραψε τον Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή μια απλή πολιτική διαφωνία (ο πρώτος ζητούσε δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο δεύτερος επεσήμανε ότι τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για δημοψήφισμα αλλά για κοινοβουλευτική συζήτηση και απόφαση).

Παρότι η απόσταση (πολιτική και πολιτισμική) που τον χώριζε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, από όσους τον διαδέχθηκαν, και από τα περισσότερα μέλη και στελέχη του Κινήματος, υπήρξε οφθαλμοφανής, ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν «ξένο σώμα στο ΠΑΣΟΚ»: αντίθετα, υπήρξε συνιδρυτής του, και παρέμεινε μέχρι τέλους ψυχικά ταυτισμένος με το κόμμα αυτό. Υπό αυτή την έννοια, ίσως το αξιοπερίεργο, αυτό που πρέπει να εξηγηθεί, να μην είναι τόσο το γιατί «το ΠΑΣΟΚ δεν αγάπησε ποτέ τον Σημίτη», αλλά το πώς ένας Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης από τη μειοψηφία του κόμματος αναδείχθηκε στην ηγεσία του, και στη συνέχεια κέρδισε δύο βουλευτικές εκλογές, και μάλιστα τη δεύτερη (το 2000) με 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και 200.000 ψήφους παραπάνω από ό,τι την πρώτη (το 1996), εξαντλώντας δύο φορές την τετραετία.

Πράγματι, σε μια οικονομία χωρίς μεγάλες επιχειρήσεις και σοβαρά συνδικάτα, δεν είναι παράξενο που η μη κομμουνιστική αριστερά υπήρξε ιστορικά περισσότερο μαξιμαλιστική παρά ρεφορμιστική. Σε μια τέτοια χώρα, η σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα μπορούσε να είναι κτήμα μόνο κάποιων διανοουμένων, που η σκέψη τους ξεπερνούσε τα στενά όρια της ελληνικής πολιτικής. Ένας τέτοιος ήταν ο Κώστας Σημίτης.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει αφομοιώσει καλά τα μαθήματα της ιστορίας, και για αυτό δεν ξέρει πάντα πώς να σταθεί στη σύγχρονη Ελλάδα. Η αφαίμαξη του στελεχιακού δυναμικού και της δεξαμενής ψήφων του από τον ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έγινε ακριβώς επειδή είχε ξεχάσει αυτά τα μαθήματα, είχε αρνηθεί να υπερασπιστεί τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση του 1996-2004, και είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις του ίδιου του Σημίτη για την επερχόμενη χρεωκοπία.

Όμως η αφαίμαξη είχε και κάτι θετικό: οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι πλέον κατά κανόνα αντιλαϊκιστές, «μνημονιακοί», και «μενουμευρωπαίοι». Όχι επειδή νοσταλγούν τη λιτότητα και την ανεργία της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά επειδή αναγνώρισαν εγκαίρως ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τα Μνημόνια ήταν να τα εφαρμόσουμε, και για αυτό στάθηκαν απέναντι στον αντιμνημονιακό συρφετό που παραλίγο να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε Βενεζουέλα.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών συνέβαλε στην ενηλικίωσή του. Η Λιβύη του Καντάφι και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, σταθερές πηγές έμπνευσης για το τριτοκοσμικό και αυτοδιαχειριστικό ΠΑΣΟΚ αντιστοίχως της δεκαετίας του ’70 (και πιο μετά), έχουν πάψει να υφίστανται στο φαντασιακό των στελεχών του, όπως άλλωστε έχουν πάψει να υφίστανται στην πραγματικότητα. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι απόλυτο κεκτημένο για τη χώρα, και το ΠΑΣΟΚ (μαζί με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη) είναι εγγυητής του.

Σε έναν παρατηρητή που το παρακολουθεί από απόσταση, αλλά με συμπάθεια, φαίνεται προφανές τι πρέπει να κάνει ένα προοδευτικό μεταρρυθμιστικό κόμμα για να είναι χρήσιμο στη χώρα και στον εαυτό του. Να προετοιμάσει ένα επικαιροποιημένο εγχείρημα προοδευτικού εκσυγχρονισμού στις νέες συνθήκες. Να προτείνει λύσεις θετικού αθροίσματος που αυξάνουν την απασχόληση και βελτιώνουν τις αμοιβές προστατεύοντας την κερδοφορία των υγιών επιχειρήσεων. Να ανανεώσει το κράτος ώστε να μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας κοινωνικά αγαθά προσιτά σε όλους (υγεία, παιδεία, κατοικία, μεταφορές).

Το ερώτημα είναι αν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σημερινή και μελλοντική, θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό το ιστορικό καθήκον.

12 Ιανουαρίου 2025

Η μακρά ήττα του 2001

Δημοσιεύθηκε στο ειδικό ένθετο «Κώστας Σημίτης 1936-2025» της εφημερίδας «Καθημερινή» (Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025).



Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οπισθοχώρηση της κυβέρνησης Κώστα Σημίτη από την «Πρόταση ασφαλιστικής μεταρρύθμισης» που κατέθεσε τον Απρίλιο 2001 ο Τάσος Γιαννίτσης, τότε Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σηματοδότησε την εξάντληση της προωθητικής ορμής του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Η αποτυχία της μεταρρύθμισης των συντάξεων αποδείχθηκε μοιραία. Αφενός για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ: παρότι ο νόμος Ρέππα του 2002 ουσιαστικά υπαγορεύθηκε από τα συνδικάτα που είχαν πολεμήσει με νύχια και με δόντια τις «Προτάσεις Γιαννίτση», η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης δεν απέτρεψε την ραγδαία φθορά της, που τελικά οδήγησε στην ήττα στις βουλευτικές εκλογές του 2004. Αφετέρου για τη χώρα: μέχρι το τέλος της δεκαετίας η διόγκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης συνέβαλε καθοριστικά στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους, στην οιονεί χρεωκοπία της Ελλάδας, και στα Μνημόνια.

Θα μπορούσε ο Κώστας Σημίτης, του οποίου τη μνήμη τιμάμε με αυτό το αφιέρωμα, να έχει επιμείνει στις «Προτάσεις Γιαννίτση», παρά τις αντιδράσεις, για το καλό της χώρας; Με τη στερνή γνώση της κρίσης του 2010, και όσων επακολούθησαν, πιθανώς ναι. Στις συνθήκες του παρόντος χρόνου όπου κινούνται τα δρώντα άτομα, σαφώς όχι.

Στην επιφάνεια, η συγκυρία του 2001 ήταν απόλυτα ευνοϊκή: το ΠΑΣΟΚ όχι απλώς κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2000, αλλά – ασυνήθιστο για κυβερνών κόμμα – αύξησε τις ψήφους του κατά 200.000 και το ποσοστό του κατά 2,3 μονάδες. Ο τότε πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του θεώρησαν ότι η νίκη αυτή δικαίωνε την εκσυγχρονιστική διακυβέρνηση της πρώτης τετραετίας 1996-2000, και ότι προσέφερε νομιμοποιητική βάση για μια νέα απόπειρα μεταρρύθμισης των συντάξεων, μετά την αναβολή της μπροστά στις αντιδράσεις στην «Έκθεση Σπράου» τον Οκτώβριο 1997. Η προσδοκία τους αυτή διαψεύστηκε: όπως η «Έκθεση Σπράου» απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας παρότι εν πολλοίς απλώς τεκμηρίωνε τη μη βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεων, έτσι και οι «Προτάσεις Γιαννίτση» πολεμήθηκαν λυσσαλέα αν και συνιστούσαν μια ήπια και λελογισμένη μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως άλλωστε ταίριαζε σε μια προοδευτική ηγετική ομάδα που επιζητούσε τις συναινέσεις.

Πράγματι, η ματαιωμένη μεταρρύθμιση στόχευε αφενός στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του συστήματος συντάξεων και αφετέρου την αποκατάσταση της ισονομίας και την άρση των ανισοτήτων στο εσωτερικό του, στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος. Τα κύρια σημεία των «Προτάσεων Γιαννίτση» ήταν συνοπτικά τα εξής: (α) θεσμοθέτηση του 65ου έτους ως ενιαίου ορίου ηλικίας, (β) αντικατάσταση των μειωμένων ορίων συνταξιοδότησης για τις μητέρες ανηλίκων από έναν πλασματικό χρόνο ασφάλισης για κάθε παιδί, (γ) υπολογισμό του ύψους της σύνταξης με ποσοστό αναπλήρωσης το 60% και συντάξιμες αποδοχές το μέσο όρο των δέκα καλύτερων ετών της τελευταίας 15ετίας, καθώς και (δ) εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη μελλοντική χορήγηση της κατώτατης σύνταξης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης, η υιοθέτησή τους θα μείωνε το αναλογιστικό έλλειμμα του συστήματος κατά ένα έκτο (εξοικονόμηση 21 τρις. από τα 120 τρις. δρχ. σε βάθος χρόνου 50ετίας).

Και όμως, η κατάργηση των ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις προνομιούχες ομάδες (εργαζόμενοι στις τράπεζες, στις ΔΕΚΟ, ασφαλισμένοι στα ευγενή ταμεία γιατρών-δικηγόρων-μηχανικών-δημοσιογράφων κ.ά.) φάνηκε αρκετή για να παραλύσει την Ελλάδα. Το αντιμεταρρυθμιστικό μέτωπο εκτεινόταν πέρα από τα συνδικάτα (όπου οι ΔΕΚΟ και οι τράπεζες υπερεκπροσωπούνταν, ενώ οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υποεκπροσωπούνταν), και τα κόμματα της Αριστεράς: συμπεριλάμβανε τις επαγγελματικές οργανώσεις της μεσαίας τάξης, και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (που θεώρησε ορθό να καταγγείλει την κυβέρνηση Σημίτη για «κοινωνική αναλγησία»). Επιπλέον, στην πρωτοπορία του αγώνα κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης βρισκόταν το ίδιο το κυβερνών κόμμα: με εξαίρεση τον Αλέκο Παπαδόπουλο, κανείς πρωτοκλασάτος υπουργός δεν έδωσε μάχη υπέρ των «Προτάσεων Γιαννίτση». Κάποιοι πρωτοστάτησαν στις αντιδράσεις, οι περισσότεροι τήρησαν αιδήμονη σιωπή.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι κινητοποιήσεις που οδήγησαν στη ματαίωση της μεταρρύθμισης του 2001 ήταν η πρόβα τζενεράλε όσων συνέβησαν την επόμενη δεκαετία: της τραγωδίας της Μαρφίν, του καλοκαιριού των Αγανακτισμένων, της επικράτησης του «αντιμνημονιακού» μετώπου. Θριάμβευσε μια ανώριμη κοινωνική πλειοψηφία που, έχοντας γαλουχηθεί επί μακρόν από δημαγωγούς όλων των αποχρώσεων (στην πολιτική, στις κοινωνικές οργανώσεις, στα μέσα ενημέρωσης), αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Ηττήθηκε ο Κώστας Σημίτης, και το όραμά του για προοδευτικό εκσυγχρονισμό με κοινωνική συναίνεση. Και μαζί του ηττήθηκε «μια ορισμένη ιδέα της Ελλάδας» ως σοβαρής χώρας.

5 Ιανουαρίου 2025

Φόβοι και ελπίδες για την οικονομία το 2025

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025).



Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά δεν αμφισβητείται στα σοβαρά από κανέναν. Αυτό που μπορεί – και πρέπει – να αμφισβητηθεί είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης αυτής. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ δεν αρκούν: για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως τις παραμονές της μεγάλης κρίσης, η Ελλάδα σημείωνε τη δεύτερη καλύτερη – μετά την Ιρλανδία – οικονομική επίδοση στην Ευρώπη. Και όλοι ξέρουμε τι συνέβη στη συνέχεια. Το ότι σήμερα το εμπορικό έλλειμμα έχει ξανά διογκωθεί, οι επενδύσεις κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε ακίνητα, ενώ το ειδικό βάρος του τουρισμού είναι μεγαλύτερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να προκαλεί περισσότερο προβληματισμό, και πολύ λιγότερο εφησυχασμό.

Πράγματι, πέντε χρόνια μετά την πανηγυρική υποδοχή της Έκθεσης Πισσαρίδη, και την επίσημη αναγνώριση της ανάγκης για αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στη φτηνή ανάπτυξη. Τα «ζωώδη ένστικτα» που απελευθερώθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν ως επί το πλείστον στραφεί στις διαχρονικές σταθερές της ελληνικής επιχειρηματικότητας: στην αξιοποίηση ευκαιριών βραχυπρόθεσμου κέρδους που προκύπτουν από κρατικές ρυθμίσεις πρόσβασης στους κοινούς πόρους – από τα πεζοδρόμια των πόλεων, που παραχωρήθηκαν «προσωρινά» την εποχή του κορωνοϊού στους μαγαζάτορες και στα τραπεζοκαθίσματά τους, έως τα κυκλαδονήσια που μετατρέπονται ταχύτατα σε τσιμεντένια θέρετρα, που κινδυνεύουν να καταλήξουν όπως τα γήπεδα του μπέιζμπολ και του σόφτμπολ όταν έπεσε η αυλαία των Ολυμπιακών της Αθήνας. Οι επισφαλείς θέσεις εργασίας και οι χαμηλοί μισθοί είναι το φυσικό επακόλουθο μιας οικονομίας εξαρτημένης από την εστίαση, τα καταλύματα, και το λιανικό εμπόριο. Οι φωτεινές εξαιρέσεις των (μεταποιητικών, κυρίως) μονάδων που εξάγουν, επενδύουν, και πληρώνουν αξιοπρεπείς αποδοχές, είναι ακριβώς αυτό: εξαιρέσεις.

Σε έναν κόσμο που έχει γίνει απρόβλεπτος και επικίνδυνος, και σε μια γωνιά του πλανήτη που έχει πάρει φωτιά από τις πολεμικές συγκρούσεις και από τις φυσικές καταστροφές, η ανεμελιά της φτηνής ανάπτυξης είναι τραγική. Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο ΟΟΣΑ είχε δημοσιεύσει μια έκθεση για την «ανθεκτικότητα» της οικονομίας 47 χωρών σε συνθήκες καραντίνας: η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία 47η θέση. Τι θα απογίνει η οικονομία μας εάν συμβεί το παραμικρό θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ή όταν η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει κάνει το ελληνικό καλοκαίρι αβίωτο;

Φυσικά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε την οικονομία. Με δυσκολία: η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου είναι κοπιαστική και παίρνει χρόνο (αντίθετα με τις «αρπαχτές», που ως γνωστόν είναι γρήγορες και απαιτούν ελάχιστο κόπο). Οι ωφελημένοι της φτηνής ανάπτυξης είναι ισχυροί και οργανωμένοι, και αγωνίζονται με νύχια και δόντια (και ενίοτε με σφαίρες) για τη διατήρηση του μοντέλου στο οποίο οφείλουν τον πλουτισμό τους. Το μόνο αντίδοτο στην ισορροπία της παρακμής είναι ο πατριωτισμός των Ελλήνων, και ειδικά της πολιτικής τάξης. Η εμμονή της κυβέρνησης και η συναίνεση της αντιπολίτευσης στην υπεράσπιση της νομιμότητας παντού, από το φορολογικό έως τις χρήσεις γης. Και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων για τις ελάχιστες προϋποθέσεις ευημερίας της γενιάς των παιδιών μας και των παιδιών τους: ισχυροί θεσμοί, αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, υγιής επιχειρηματικότητα, επένδυση στις δεξιότητες.

Οι δυσκολίες είναι πολλές, όμως οι δυνατότητες είναι μεγάλες. Το πόσο μεγάλες φάνηκε τις προάλλες, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα είναι ένα από τα 7 κράτη μέλη όπου θα εγκατασταθούν και θα λειτουργήσουν ευρωπαϊκά εργοστάσια τεχνητής νοημοσύνης. Η εμπορική επιτυχία των εφαρμογών που θα προκύψουν δεν είναι εγγυημένη. Η απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ και από την Κίνα είναι μεγάλη στον τομέα αυτό. Ούτε η γενναία χρηματοδότηση, κρατική και ιδιωτική, αρκεί για να αποτρέψει τις αστοχίες – αυτό έδειξε η υπόθεση Northvolt. Όμως το παιγνίδι θα κριθεί εκεί: στην τεχνολογική επανάσταση, και στην καθαρή ενέργεια. Και στο παιγνίδι αυτό δεν επιτρέπεται να είμαστε θεατές.