Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2025). Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (14 Μαρτίου 2025).
Ποια είναι τα οικονομικά οφέλη της έρευνας;
Εν συντομία: Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, το μέγεθος της «πίτας» σε μια χώρα με σταθερό πληθυσμό είναι καταδικασμένο να παραμένει στάσιμο. Όταν το μέγεθος της «πίτας» παραμένει στάσιμο, οι μισθοί δεν μπορούν να αυξηθούν (ή τουλάχιστον δεν μπορούν να αυξηθούν με τρόπο βιώσιμο). Ούτε μπορεί σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας να χρηματοδοτηθεί μια νέα ανάγκη χωρίς ταυτόχρονα να παραμεληθεί κάποια άλλη ανάγκη.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Ευρώπη και η Ελλάδα δημογραφικά παρακμάζουν, ενώ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα πολλαπλές ζωτικές ανάγκες: διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, θωράκιση της δημόσιας υγείας έναντι νέων πανδημιών, ενίσχυση της εθνικής άμυνας έναντι εξωτερικών εχθρών κ.ά. Άρα χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, με σταθερό ή μειούμενο μέγεθος«πίτας», θα αναγκαστούμε να επιλέξουμε με ποια υπαρξιακή απειλή θα ασχοληθούμε και ποια θα αγνοήσουμε (υποτίθεται προσωρινά, πρακτικά έως ότου είναι υπερβολικά αργά). Μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας θα μας δώσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία όλες τις απειλές ταυτόχρονα.
Όμως η παραγωγικότητα μόνο με έναν τρόπο μπορεί να αυξηθεί: με την καινοτομία, δηλ. με την επινόηση νέων προϊόντων και νέων τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, και στη συνέχεια με τη διάδοσή τους στην υπόλοιπη οικονομία. Η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης είναι οι νέες ιδέες.
Η καινοτομία και η έρευνα συμβαδίζουν. Χωρίς έρευνα δεν υπάρχει καινοτομία. Αντιστρόφως, παρότι δεν οδηγεί κάθε έρευνα σε καινοτομία, η καλή έρευνα – ακόμη και στο πιο «άσχετο» με την οικονομία πεδίο – ανεβάζει τελικά το πνευματικό επίπεδο όλων. Επί πλέον, πολλές καλές έρευνες που φαινομενικά στερούνται άμεσης εφαρμογής μπορεί κάποια στιγμή να εμπνεύσουν κάποια σημαντική καινοτομία. (Το Ozempic, το θαυματουργό φάρμακο κατά του διαβήτη - και κατά της παχυσαρκίας -, προέκυψε από βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο ενός είδους σαύρας ονόματι Gila.)
Για το λόγο αυτό, παρότι η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην οικονομία, τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου τον δίνει η βασική έρευνα, η οποία κατά κανόνα εκπονείται στα (μη κερδοσκοπικά, συνήθως δημόσια) πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.
Ενίοτε και ο ιδιωτικός τομέας συνεισφέρει. Για παράδειγμα, η DuPont προσέλαβε τον Wallace Carothers για να κάνει βασική έρευνα στον τομέα των πολυμερών. Το σκεπτικό της εταιρείας ήταν ότι οποιαδήποτε πρωτοποριακή έρευνα στη χημεία δεν μπορεί παρά να ωφελεί την DuPont. Πράγματι, ο Carothers δεν είχε κάποια πρακτική εφαρμογή κατά νου όταν ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία. Όμως η έρευνά του οδήγησε τελικά στην εφεύρεση του νάυλον.
Κατά τα άλλα, παρότι κάποιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και στη βασική έρευνα, ο ιδιωτικός τομέας ενδιαφέρεται κυρίως για την εφαρμοσμένη έρευνα (συχνά με δημόσια χρηματοδοτική στήριξη). Αυτή η προτίμηση στην εφαρμοσμένη έρευνα είναι κατανοητή (στο κάτω κάτω οι επιχειρήσεις δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα), αλλά ταυτόχρονα ατυχής – με την έννοια ότι αντιστρατεύεται όχι μόνο το μακροπρόθεσμο συμφέρον της οικονομίας συνολικά, αλλά ακόμη και το μεσοπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην έρευνα. Πράγματι, πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμοσμένη έρευνα συμβάλλει λιγότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων από ό,τι η βασική έρευνα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνώς, η ερευνητική πολιτική έχει στραφεί προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της έρευνας των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, τα τρία τέταρτα της συνολικής αύξησης των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στην ΕΕ την περίοδο 2000-2019 αφορούσε πρόσθετες δαπάνες για έρευνα που γίνεται στις επιχειρήσεις. Το ίδιο συνέβη στις ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια, το μερίδιο της βασικής έρευνας στη συνολική δαπάνη για R&D έχει υποχωρήσει διεθνώς. Όχι μόνο επειδή έχει υποχωρήσει το μερίδιο της έρευνας που γίνεται στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα προς όφελος της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις. Αλλά επί πλέον επειδή στο εσωτερικό της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις το μερίδιο της βασικής έρευνας έχει υποχωρήσει προς όφελος της εφαρμοσμένης. Οι εγκυρότεροι μελετητές των οικονομικών της έρευνας θεωρούν ότι αυτή η υπερβολική έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα σε βάρος της βασικής έρευνας έχει υπάρξει μοιραία, με την έννοια ότι έχει συντελέσει στη μείωση της συμβολής της έρευνας και ανάπτυξης στην οικονομία.
Επί πλέον, πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι τα οριζόντια κίνητρα για την τόνωση της ιδιωτικής έρευνας μέσω δημόσιας χρηματοδότησης συχνά αστοχούν. Για παράδειγμα, η γαλλική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το 2008 την απαλλαγή από τη φορολογία του 30% των δαπανών των επιχειρήσεων για R&D. Το κόστος του μέτρου αυτού είναι σημαντικό: €5 δις ετησίως. Το όφελος έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Είτε επειδή άσχετες δαπάνες βαπτίστηκαν ως R&D, είτε επειδή κάποιες από τις επιλέξιμες για φοροαπαλλαγή δαπάνες R&D θα γίνονταν ούτως ή άλλως, είτε επειδή η φοροαπαλλαγή οδήγησε σε επανάληψη των ίδιων επενδύσεων σε R&D από περισσότερες επιχειρήσεις σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – έχει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα οφέλη διαχέονται: οι πάντες, όλες οι επιχειρήσεις μπορούν να ωφεληθούν από την καινοτόμα εφαρμογή μιας νέας ιδέας. Η διάχυση της καινοτομίας είναι το ίδιο σημαντική με την επινόησή της – για αυτό η διάρκεια των ευρεσιτεχνιών δεν πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη. Δεύτερον, η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – συνιστά ριψοκίνδυνη δραστηριότητα. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα ευρήματα κάποιου ερευνητικού εγχειρήματος θα φέρουν οφέλη. Όμως τα οφέλη, όταν (αν) έλθουν, μπορεί να είναι θεαματικά. Ακόμη και αν μεσολαβήσουν πολλά χρόνια. Η βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο της σαύρας έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι κλινικές δοκιμές που τελικά οδήγησαν στο Ozempic ξεκίνησαν το 2016 - ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα. Το περιοδικό Science ανακήρυξε το Ozempic «breakthrough of the year» το 2023.
Συνεπώς, το κεφάλαιο που στηρίζει τη βασική έρευνα πρέπει να είναι «υπομονετικό». Για αυτό, η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσια. Αντίθετα, ο χρονικός ορίζοντας των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) είναι αρκετά στενός - πολύ στενότερος από το τέταρτο του αιώνα. Επιχειρηματικά συγκροτήματα που δραστηριοποιούνται σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους μπορούν ίσως να επιτρέψουν στον εαυτό τους την «πολυτέλεια» της υπομονετικής υποστήριξης ενός εργαστηρίου (και) βασικής έρευνας, υπό τον όρο ότι διαθέτουν την απαραίτητη διορατικότητα. Αλλιώς, δεν θα το κάνουν.
Σύμφωνα με το European innovation scoreboard 2024, η Ελλάδα υστερεί απελπιστικά τόσο στην ιδιωτική δαπάνη για έρευνα & ανάπτυξη, όσο και στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση σε τεχνολογίες πληροφορίας & επικοινωνίας. (Και στα δύο η επίδοση μας είναι στο 48% - δηλαδή κάτω από το μισό - του κοινοτικού μέσου όρου.)
Και οι δύο αυτοί δείκτες μετράνε τις εισροές. Στις εκροές καινοτομίας (των επιχειρήσεων), η χώρα μας υστερεί ακόμη περισσότερο: στις εξαγωγές προϊόντων μέσης-υψηλής τεχνολογίας είμαστε στο 23% του μέσου όρου της ΕΕ, στις αιτήσεις ευρεσιτεχνίας στο 43%. Ένας ακόμη χρησιμότερος δείκτης μέτρησης εκροών αφορά όχι γενικά τις ευρεσιτεχνίες αλλά ειδικά τις λεγόμενες «τριαδικές», δηλ. εκείνες που έχουν κατατεθεί σε τρεις διαφορετικούς αρμόδιους φορείς στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, και στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η αναλογία των «τριαδικών» ευρεσιτεχνιών στον πληθυσμό είναι 150 ανά εκατομμύριο κατοίκους στην Ιαπωνία, 25 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά <2 στην Ελλάδα (<8% του μέσου όρου της ΕΕ).
Γιατί υστερούμε τόσο;
Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αιτίες του χαμηλού δείκτη καινοτομίας στην ελληνική οικονομία θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην πλευρά της ασθενικής «ζήτησης για έρευνα και καινοτομία» εκ μέρους των επιχειρήσεων (και εκ μέρους της κυβέρνησης).
Καταρχάς ας διευκρινιστεί ότι δεν είναι θέμα DNA: διορατικοί, υπομονετικοί, επιτυχημένοι επιχειρηματίες που επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία (και στο ανθρώπινο δυναμικό των επιχειρήσεων τους) έχουν υπάρξει και στη χώρα μας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την περίπτωση του Κώστα Αποστολίδη (1948-2024), ιδρυτή της Raycap, που σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και μετά στο Harvard και στο McGill, και όταν γύρισε στην Ελλάδα δημιούργησε (το 1987) μια εταιρεία με αρχικά τρεις υπαλλήλους πάνω σε μια ιδέα (και την αντίστοιχη ευρεσιτεχνία) για τη σταθεροποίηση της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Σήμερα η Raycap απασχολεί εκατοντάδες εργαζομένους στις εγκαταστάσεις της σε οκτώ χώρες: στις ΗΠΑ (σε τρεις τοποθεσίες), στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Σλοβενία, στη Ρουμανία, στην Κύπρο, και φυσικά στην Ελλάδα (στο Μαρούσι και στη Δράμα). Αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστό το κοινωνικό έργο του Κώστα Αποστολίδη στην γενέτειρά του, η αγάπη του για το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η συνεργασία του με το Μουσείο Μπενάκη, η αποκατάσταση του εμβληματικού Σαντιρβάν Τζαμί, η ανάθεση μελέτης ανάπλασης της κεντρικής πλατείας στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Norman Foster κ.ά. Ο θάνατος του πέρυσι ήταν μεγάλη απώλεια.
Ίσως λοιπόν το ερώτημα θα έπρεπε να αναδιατυπωθεί ως εξής: Γιατί σπανίζουν τόσο στη χώρα μας επιχειρηματίες σαν τον Κώστα Αποστολίδη; Γιατί δεν έχουμε περισσότερες επιχειρήσεις που κατακτούν τις διεθνείς αγορές ακριβώς επειδή επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία;
Θα έλεγα επιγραμματικά για λόγους δομής και για λόγους κουλτούρας.
Ως προς τη δομή: Στη χώρα μας το 49% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολείται σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ατομικές ή με 1-9 υπαλλήλους), ενώ ένα πρόσθετο 24% σε μικρές (με 10-49 υπαλλήλους). Στο σύνολο της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 30% και 20%. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έρευνα και καινοτομία δεν μπορεί να γίνει ακόμη και σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ας θυμηθούμε τη Raycap το 1987), οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν. Το πρόβλημα είναι ότι στη χώρα μας λίγες επιχειρήσεις μεγαλώνουν: οι περισσότερες παραμένουν μικρές. Η διαχρονική ανοχή στη φοροδιαφυγή και λοιπή επιχειρηματική παραβατικότητα, και η επίσης διαχρονική σκανδαλώδης εύνοια στην αυτοαπασχόληση (στην οποία πολλές κυβερνήσεις – και η σημερινή - έχουν διακριθεί), συνιστούν κίνητρα για εγκλωβισμό στο μικρό μέγεθος, άρα αντικίνητρα για έρευνα και για καινοτομία.
Ως προς την κουλτούρα: Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Έρευνας Διοίκησης Επιχειρήσεων (World Management Survey) δείχνουν ότι οι manager μεταποιητικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχουν κατά μέσο όρο χαμηλότερες δεξιότητες από τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Οι δικοί μας δεν υστερούν μόνο σε σύγκριση με τη Γερμανία και με τη Γαλλία. Υστερούν σε σύγκριση με την Ινδία, με τη Βραζιλία, με την Κίνα, με την Αργεντινή, με τη Χιλή, και με όλες τις άλλες χώρες της έρευνας. Μια επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας ανέφερε το εξής διασκεδαστικό: «Ο μέσος Έλληνας manager δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του management της επιχείρησής του.»
Πώς να ευδοκιμήσει η έρευνα και η καινοτομία σε ένα τέτοιο επιχειρηματικό περιβάλλον; Πώς να μην θεωρεί ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας ότι η επένδυση στην καινοτομία και στην έρευνα, ή στην επιμόρφωση του προσωπικού, ή σε ο,τιδήποτε άλλο μακροπρόθεσμο και «υπομονετικό» μπορούμε να σκεφτούμε εμείς εδώ, είναι «πεταμένα λεφτά»; Πώς να πειστεί ότι η έρευνα και η καινοτομία θα τον ωφελήσει περισσότερο από την προσοδοθηρία;
Εάν η πλευρά της ζήτησης για έρευνα και καινοτομία είναι στη χώρα μας βαθιά προβληματική, η πλευρά της προσφοράς δείχνει σημάδια ζωτικότητας. Όλα τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι η προσφορά έρευνας εκ μέρους των πανεπιστημιακών και των ερευνητών στην Ελλάδα έχει πλέον συγκλίνει με τον κοινοτικό μέσο όρο (ή τον έχει υπερβεί). Παρά την επίσημη αδιαφορία για την έρευνα (που ενίοτε εκτρέπεται σε καχυποψία, ή σε ανοιχτή εχθρότητα), παρά την υποχρηματοδότηση, παρά τον κατακερματισμό, και παρά τη γραφειοκρατία, το επιστημονικό δυναμικό της χώρας καταγράφει αξιοσημείωτες επιδόσεις: Η χώρα βρίσκεται κοντά το μέσο όρο της ΕΕ ως προς τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, και ως προς τις κορυφαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις (με τις περισσότερες παραπομπές), ενώ τοποθετείται στην 7η θέση μεταξύ 27 κρατών μελών ως προς τις συμμετοχές στο πρόγραμμα Horizon και ως προς το μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού του Horizon που έρχεται στη χώρα.
Συνοπτικά, τα στοιχεςία δείχνουν ότι η επίδοση των ερευνητών και των ερευνητριών στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα της χώρας δεν έχει να ζηλέψει πολλά από την επίδοση των καλύτερα αμειβόμενων συναδέλφων τους στα καλύτερα χρηματοδοτούμενα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα των περισσότερων χωρών στην Ευρώπη και αλλού.
Τα συμπεράσματα για τη δημόσια πολιτική για την έρευνα στην Ελλάδα προκύπτουν αβίαστα από τα παραπάνω. Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας δεν γίνεται χωρίς υποστήριξη της έρευνας. Η (κρατική) επιδότηση της ιδιωτικής έρευνας χρειάζεται προσοχή στο σχεδιασμό. Οι οριζόντιες φοροαπαλλαγές είναι ατελέσφορες. Υποστήριξη της έρευνας σημαίνει πρωτίστως προστασία και φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος της έρευνας, που είναι τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Η παραμέληση της βασικής έρευνας στο όνομά της οικονομίας βλάπτει σοβαρά και την έρευνα και την οικονομία.
Η κοινωνία έχει δικαίωμα – και η κυβέρνηση έχει υποχρέωση – να απαιτούν υψηλές επιδόσεις από τους ερευνητές και τις ερευνήτριες που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο. Όμως καλό είναι η κοινωνία και η κυβέρνηση να έχουν υπόψη τους ότι οι επιδόσεις των ερευνητών και των ερευνητριών της χώρας είναι ήδη αρκετά υψηλές, και οπωσδήποτε υψηλότερες από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση το επίπεδο της χρηματοδότησης. Οι επιδόσεις της χώρας στην έρευνα - και, ακόμη περισσότερο, στην καινοτομία – μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν. Η πύκνωση των δεσμών της δημόσιας έρευνας με την υγιή επιχειρηματικότητα έχει ζωτική σημασία, και θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές, συμβάλλοντας στον αμοιβαίο σεβασμό της διαφορετικής «κουλτούρας» τους. Η βασιλική οδός προς την αριστεία παραμένει το άνοιγμα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων στην κοινωνία και στις αντιφάσεις της.