27 Μαρτίου 2025

Οικονομία: φώτα και σκιές


Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025).

Πρώτα η φωτεινή πλευρά. Η οικονομία δείχνει σημαντικά σημάδια ζωτικότητας. Το ΑΕΠ αυξάνεται, η ανεργία πέφτει, η δανειοληπτική ικανότητα της χώρας αναγνωρίζεται από τους διεθνείς οίκους. Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο από τη βαθιά ύφεση και στη συνέχεια την παρατεταμένη στασιμότητα της προηγούμενης δεκαετίας. Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης (με το στενό μαρκάρισμα της Τρόικας) έβαλε τις βάσεις για την έξοδο από την κρίση. Το φιλελεύθερο ένστικτο και κάποιες εύστοχες κινήσεις της σημερινής κυβέρνησης έκαναν τα υπόλοιπα.

Η σκοτεινή πλευρά αφορά όσα μένουν απελπιστικά ίδια. Σε πείσμα των διακηρύξεων, το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας παραμένει προσκολλημένο σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η προσοδοθηρία παραμένει ασφαλέστερος τρόπος πλουτισμού από κάποια παραγωγική επένδυση που δημιουργεί καλές θέσεις εργασίας. Η εξάρτηση από τον τουρισμό («βαριά βιομηχανία» της χώρας) έχει αυξηθεί αντί να μειωθεί. Στα νησιά μας χτίζονται περιουσίες πάνω στη λεηλασία των φυσικών πόρων του τόπου (του ήλιου, της θάλασσας κ.ά.), με ελάχιστη ή καθόλου επένδυση που να προσθέτει αξία και χωρίς μέριμνα για τη μελλοντική βιωσιμότητα. Το εξωτερικό έλλειμμα (ένδειξη απώλειας ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές) έχει αρχίσει πάλι να διογκώνεται. Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Τα νοίκια είναι απλησίαστα.

Τι μπορεί να γίνει; Βραχυπρόθεσμα λίγα πράγματα. Η πτώχευση της χώρας καλλιέργησε τα «ζωώδη ένστικτα» της αγοράς, η κυβερνητική αλλαγή του 2019 τα απελευθέρωσε. Η κοινωνική ζήτηση για γρήγορο πλουτισμό, χωρίς πολλές ρυθμίσεις και φόρους, είναι ακατανίκητη. Και όμως, θα πρέπει να κατανικηθεί: καθηλώνει την οικονομία σε μια τροχιά χαμηλών επιδόσεων, και μεγάλων κινδύνων.

Ένα σοβαρότερο πολιτικό προσωπικό, στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, θα αναγνώριζε την ανάγκη συναίνεσης, παρά τις διαφορές προσέγγισης, πάνω σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα που θα θωράκιζε την οικονομία απέναντι σε μελλοντικές απειλές (κλιματική αλλαγή, γεωπολιτική αστάθεια, δημογραφική παρακμή). Μια δυναμική οικονομία απαιτεί επενδύσεις στις δεξιότητες, στην καινοτομία, στη βιωσιμότητα. Ιδέες και σοβαρές επεξεργασίες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η εμπιστοσύνη και η συνεργασία που θα μοιράσουν δίκαια το όφελος (και το κόστος) των απαραίτητων αλλαγών.

Αντί για αυτά, συζητάμε για ανοησίες.

2 Μαρτίου 2025

Το όνειρο της προσιτής κατοικίας παραμένει άπιαστο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 2 Μαρτίου 2025).

Η μεγάλη άνοδος των τιμών κατοικίας (+55% την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος), σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός μειώνεται και τα οικογενειακά εισοδήματα αυξάνονται αργά, φαίνεται να έχει βρει απροετοίμαστη την κυβέρνηση, όπως άλλωστε και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Πράγματι, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς διαφορετικά τις αλλεπάλληλες αστοχίες πολιτικής στον τομέα αυτό: το θεαματικό αυτογκόλ της «χρυσής βίζας», την απελπιστική ανεπάρκεια στη ρύθμιση της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων, και εσχάτως τη διοχέτευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων. Σε μια αγορά όπου η προσφορά νέων κατοικιών είναι περιορισμένη, η τόνωση της ζήτησης ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει αύξηση των τιμών, κάνοντας ακόμη πιο δυσπρόσιτο το στόχο της προσιτής κατοικίας.

Αυτή η έλλειψη προετοιμασίας έχει βαθιές ρίζες. Στη χώρα μας, το ενδιαφέρον του επίσημου κράτους για τη στεγαστική πολιτική υπήρξε παραδοσιακά χαμηλό. Οι στεγαστικές ανάγκες κατά κανόνα καλύπτονταν με «αυθόρμητο» τρόπο: την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα (και του κοινού νομίσματος) από τα χαμηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων, στη μεταπολεμική περίοδο μέσω της αντιπαροχής, στο μεσοπόλεμο μέσω της αυθαίρετης δόμησης. Η εμμονή με την ιδιοκατοίκηση, και η πλήρης αποχή του κράτους από τη μέριμνα για την παροχή κοινωνικής κατοικίας με ενοίκιο, υπήρξαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αδιαφορία για τη στεγαστική πολιτική κορυφώθηκε με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ένα από τα μέτρα του πρώτου Μνημονίου), η οποία στέρησε από το κράτος το ελάχιστο προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις που διέθετε έως τότε.

Σε αυτό το περιβάλλον, ενώ π.χ. η Πορτογαλία αξιοποίησε από την αρχή τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για την χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου σχεδίου κατασκευής 26.000 κοινωνικών κατοικιών, οι οποίες αναμένεται να παραδοθούν εντός του 2026, στη χώρα μας την περασμένη Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025 – ενάμιση μόλις χρόνο πριν από την εκπνοή του Ταμείου Ανάκαμψης – η αρμόδια υπουργός παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο «σχέδιο νόμου για την πλήρη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του προγράμματος κοινωνικής αντιπαροχής». Η ελπίδα της κυβέρνησης είναι μέχρι το καλοκαίρι να κινηθούν οι διαδικασίες για τον πρώτο διαγωνισμό, που προσδοκάται ότι τελικά θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες 100-150 διαμερισμάτων, τα οποία θα παραχωρηθούν στο κράτος ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η κριτική στην κυβέρνηση για τις ατελέσφορες επιλογές, και για τα αργά ανακλαστικά, είναι επιβεβλημένη – και ταυτόχρονα εύκολη. Ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να κρατήσουμε τα θετικά, και να αναλογιστούμε πώς μπορεί η χώρα μας να αποκτήσει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική που να διευκολύνει τους νέους ανθρώπους της να πραγματοποιήσουν το άπιαστο σήμερα όνειρο της πρόσβασης σε προσιτή κατοικία.

Πρώτα τα θετικά. Έστω και την (προ)τελευταία στιγμή, η στροφή της κυβέρνησης προς την κοινωνική ενοικιαζόμενη κατοικία είναι ευπρόσδεκτη. Επίσης ευπρόσδεκτη είναι η διακηρυγμένη πρόθεσή της για τη δημιουργία κεντρικού φορέα διαχείρισης των κοινωνικών κατοικιών και επιλογής των δικαιούχων, που θα καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση του ΟΕΚ. Τέλος, η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου φαίνεται ρεαλιστική επιλογή, στο βαθμό που ούτε η κεντρική κυβέρνηση ούτε η τοπική αυτοδιοίκηση διαθέτουν την τεχνογνωσία ή το προσωπικό για να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο.

Κατά τα άλλα, η εξασφάλιση προσιτής κατοικίας απαιτεί δύσκολες επιλογές, που αναπόφευκτα θα δυσαρεστήσουν πολλούς ιδιοκτήτες. Ας αναφερθεί μόνο μια: οι εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες που είναι σήμερα ακατοίκητες, ή κατοικούνται για λίγους μόνο μήνες το χρόνο, ή από πολύ λιγότερα άτομα από όσα μπορούν να φιλοξενήσουν, δεν θα έρθουν ποτέ στην αγορά για πώληση εάν δεν αυξηθεί το (φορολογικό και άλλο) κόστος του να μένουν κενές ή να υποχρησιμοποιούνται.

Πέρα από τις πρόσφατες αστοχίες πολιτικής, τα απλησίαστα ενοίκια είναι επίσης αποτέλεσμα της χαριστικής αντιμετώπισης της ακίνητης περιουσίας από ιδρύσεως ελληνικού κράτους.