27 Απριλίου 2025

Η πολιτική κατοικίας γίνεται σταδιακά συνεκτικότερη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 27 Απριλίου 2025).


Σχεδόν ανεπαίσθητα, το ελληνικό κράτος φαίνεται να αποκτά μια πολιτική για την κατοικία. Η αρχή έγινε το 2019, με τη θεσμοθέτηση επιδόματος στέγασης από την προηγούμενη κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί, από το 2017, το Πρόγραμμα Στέγασης για Αιτούντες Άσυλο του Δήμου Αθηναίων, με χρηματοδότηση από τον ΟΗΕ και την ΕΕ. Το πρόγραμμα ήταν μικρής εμβέλειας: κάλυπτε μόλις 1.550 ωφελούμενους σε 280 μισθωμένα διαμερίσματα. Όμως ο σχεδιασμός του ήταν ιδιοφυής: η δημοτική αρχή καθησύχαζε τους καχύποπτους ιδιοκτήτες εγγυώμενη την καλή κατάσταση του ακινήτου και την τακτική πληρωμή του ενοικίου για λογαριασμό των προσφύγων-ενοικιαστών.

Η καλή αυτή πρακτική μεταφέρθηκε από την κεντρική κυβέρνηση στο πρόγραμμα «Κάλυψη», το οποίο από το 2024 λειτουργεί με την μίσθωση από το κράτος ιδιωτικών κατοικιών και την παραχώρησή τους σε 2.500 δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ηλικίας 25-39 ετών, ώστε να κατοικήσουν σε αυτές με δωρεάν ενοίκιο για τρία χρόνια.

Μεσολάβησε το πρόγραμμα «Σπίτι μου», που επιδοτεί το επιτόκιο του στεγαστικού δανείου για νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Ο πρώτος κύκλος ξεκίνησε το 2022, απευθυνόταν σε νέους ηλικίας 25-39 ετών, και στόχευε στην κάλυψη 10.000 δικαιούχων με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης ύψους 1 δις ευρώ. Μέχρι τώρα έχει απορροφηθεί μόλις το 60% του ποσού. Ο δεύτερος κύκλος, που βρίσκεται από πέρυσι σε εξέλιξη, έχει διπλάσιο προϋπολογισμό (2 δις ευρώ), διευρυμένα εισοδηματικά κριτήρια, ενώ απευθύνεται σε 30.000 δικαιούχους έως 50 ετών.

Πριν δύο μήνες ανακοινώθηκε κυβερνητική πρωτοβουλία για την κοινωνική αντιπαροχή, και πάλι με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάπτυξης, που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες αρχικά 100-150 διαμερισμάτων σε οικόπεδα του Δημοσίου. Τα ανεγερθέντα διαμερίσματα θα παραχωρηθούν στο κράτος, ώστε στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η πρόσφατη θεαματική εξαγγελία του πρωθυπουργού για την επιστροφή από το κράτος ενός μηνιαίου ενοικίου ετησίως σε σχεδόν 1 εκατομμύριο νοικοκυριά συμπληρώνει την εικόνα, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την στεγαστική πολιτική. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να καταγραφεί ως θετικό από όσους νοιάζονται για την πολιτική κατοικίας στη χώρα.

Όμως τα μέτρα της κυβέρνησης δεν αρκούν για να γίνει πιο προσιτή η κατοικία. Τα περισσότερα ενισχύουν τη ζήτηση, άρα κινδυνεύουν να αυξήσουν και άλλο τις τιμές και τα ενοίκια. Η (δύσκολη λύση) θα πρέπει να αναζητηθεί στην αύξηση της προσφοράς.

Εδώ, παρά το δηλητηριασμένο πολιτικό κλίμα, τα περιθώρια συγκλίσεων είναι μεγάλα. Άλλωστε, μόνο οι συγκλίσεις, έστω σιωπηρές, μπορούν να εγγυηθούν ότι το ενδιαφέρον των πολιτικών θα παραμένει συνεχώς ζωντανό, οι καλές πρακτικές θα αξιοποιούνται, τα λάθη θα διορθώνονται.

Κάποια λάθη έχουν ήδη διορθωθεί, εν μέρει: αφενός σταμάτησαν να εκδίδονται άδειες για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε «βεβαρυμένες» περιοχές, αφετέρου αυστηροποιήθηκαν τα κριτήρια για τη χορήγηση χρυσής βίζας. Και τα δύο λάθη ήταν σοβαρά. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πρέπει να επιτρέπονται μόνο σε ιδιοκτήτες με 1-2 ακίνητα, για 2-3 μήνες το χρόνο, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που δεινοπαθούν από τον υπερτουρισμό. Η χρυσή βίζα πρέπει να καταργηθεί εντελώς, το συντομότερο.

Κατά τα άλλα, το ενδιαφέρον για την κοινωνική κατοικία πρέπει να μετασχηματιστεί σε γενναία στροφή, με αξιοποίηση των πόρων του Νέου Ευρωπαϊκού Bauhaus για τη στήριξη αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών (π.χ. συνεταιριστικής κατοικίας).

Τέλος, τα εκατοντάδες χιλιάδες διαμερίσματα που παραμένουν κλειστά, λόγω κληρονομικών περιπλοκών ή κατακερματισμένης ιδιοκτησίας, πρέπει επειγόντως να έρθουν στην αγορά. Αυτό μπορεί να γίνει αξιοποιώντας τα (μεγάλα) περιθώρια του πολεοδομικού κανονισμού για προσωρινή μεταφορά τους στη δημόσια αρχή, που θα τα ανακαινίσει, θα τα ενοικιάσει σε δικαιούχους, και τελικά θα τα επιτρέψει (υπό όρους) στους ιδιοκτήτες τους.

Στον ίδιο στόχο θα συμβάλει η δραστική αύξηση του φορολογικού κόστους των κλειστών κατοικιών. Αυτό σίγουρα θα προκαλέσει τη μήνι της ΠΟΜΙΔΑ, αλλά θα κάνει αποτελεσματικότερη την προσπάθεια να γίνει προσιτή η κατοικία στη χώρα.

15 Απριλίου 2025

Η συμβολή της έρευνας στην οικονομία

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2025). Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (14 Μαρτίου 2025).

Ποια είναι τα οικονομικά οφέλη της έρευνας;

Εν συντομία: Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, το μέγεθος της «πίτας» σε μια χώρα με σταθερό πληθυσμό είναι καταδικασμένο να παραμένει στάσιμο. Όταν το μέγεθος της «πίτας» παραμένει στάσιμο, οι μισθοί δεν μπορούν να αυξηθούν (ή τουλάχιστον δεν μπορούν να αυξηθούν με τρόπο βιώσιμο). Ούτε μπορεί σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας να χρηματοδοτηθεί μια νέα ανάγκη χωρίς ταυτόχρονα να παραμεληθεί κάποια άλλη ανάγκη.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Ευρώπη και η Ελλάδα δημογραφικά παρακμάζουν, ενώ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα πολλαπλές ζωτικές ανάγκες: διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, θωράκιση της δημόσιας υγείας έναντι νέων πανδημιών, ενίσχυση της εθνικής άμυνας έναντι εξωτερικών εχθρών κ.ά. Άρα χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, με σταθερό ή μειούμενο μέγεθος«πίτας», θα αναγκαστούμε να επιλέξουμε με ποια υπαρξιακή απειλή θα ασχοληθούμε και ποια θα αγνοήσουμε (υποτίθεται προσωρινά, πρακτικά έως ότου είναι υπερβολικά αργά). Μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας θα μας δώσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία όλες τις απειλές ταυτόχρονα.

Όμως η παραγωγικότητα μόνο με έναν τρόπο μπορεί να αυξηθεί: με την καινοτομία, δηλ. με την επινόηση νέων προϊόντων και νέων τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, και στη συνέχεια με τη διάδοσή τους στην υπόλοιπη οικονομία. Η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης είναι οι νέες ιδέες.

Η καινοτομία και η έρευνα συμβαδίζουν. Χωρίς έρευνα δεν υπάρχει καινοτομία. Αντιστρόφως, παρότι δεν οδηγεί κάθε έρευνα σε καινοτομία, η καλή έρευνα – ακόμη και στο πιο «άσχετο» με την οικονομία πεδίο – ανεβάζει τελικά το πνευματικό επίπεδο όλων. Επί πλέον, πολλές καλές έρευνες που φαινομενικά στερούνται άμεσης εφαρμογής μπορεί κάποια στιγμή να εμπνεύσουν κάποια σημαντική καινοτομία. (Το Ozempic, το θαυματουργό φάρμακο κατά του διαβήτη - και κατά της παχυσαρκίας -, προέκυψε από βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο ενός είδους σαύρας ονόματι Gila.)

Για το λόγο αυτό, παρότι η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην οικονομία, τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου τον δίνει η βασική έρευνα, η οποία κατά κανόνα εκπονείται στα (μη κερδοσκοπικά, συνήθως δημόσια) πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

Ενίοτε και ο ιδιωτικός τομέας συνεισφέρει. Για παράδειγμα, η DuPont προσέλαβε τον Wallace Carothers για να κάνει βασική έρευνα στον τομέα των πολυμερών. Το σκεπτικό της εταιρείας ήταν ότι οποιαδήποτε πρωτοποριακή έρευνα στη χημεία δεν μπορεί παρά να ωφελεί την DuPont. Πράγματι, ο Carothers δεν είχε κάποια πρακτική εφαρμογή κατά νου όταν ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία. Όμως η έρευνά του οδήγησε τελικά στην εφεύρεση του νάυλον.

Κατά τα άλλα, παρότι κάποιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και στη βασική έρευνα, ο ιδιωτικός τομέας ενδιαφέρεται κυρίως για την εφαρμοσμένη έρευνα (συχνά με δημόσια χρηματοδοτική στήριξη). Αυτή η προτίμηση στην εφαρμοσμένη έρευνα είναι κατανοητή (στο κάτω κάτω οι επιχειρήσεις δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα), αλλά ταυτόχρονα ατυχής – με την έννοια ότι αντιστρατεύεται όχι μόνο το μακροπρόθεσμο συμφέρον της οικονομίας συνολικά, αλλά ακόμη και το μεσοπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην έρευνα. Πράγματι, πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμοσμένη έρευνα συμβάλλει λιγότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων από ό,τι η βασική έρευνα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνώς, η ερευνητική πολιτική έχει στραφεί προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της έρευνας των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, τα τρία τέταρτα της συνολικής αύξησης των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στην ΕΕ την περίοδο 2000-2019 αφορούσε πρόσθετες δαπάνες για έρευνα που γίνεται στις επιχειρήσεις. Το ίδιο συνέβη στις ΗΠΑ.

Κατά συνέπεια, το μερίδιο της βασικής έρευνας στη συνολική δαπάνη για R&D έχει υποχωρήσει διεθνώς. Όχι μόνο επειδή έχει υποχωρήσει το μερίδιο της έρευνας που γίνεται στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα προς όφελος της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις. Αλλά επί πλέον επειδή στο εσωτερικό της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις το μερίδιο της βασικής έρευνας έχει υποχωρήσει προς όφελος της εφαρμοσμένης. Οι εγκυρότεροι μελετητές των οικονομικών της έρευνας θεωρούν ότι αυτή η υπερβολική έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα σε βάρος της βασικής έρευνας έχει υπάρξει μοιραία, με την έννοια ότι έχει συντελέσει στη μείωση της συμβολής της έρευνας και ανάπτυξης στην οικονομία.

Επί πλέον, πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι τα οριζόντια κίνητρα για την τόνωση της ιδιωτικής έρευνας μέσω δημόσιας χρηματοδότησης συχνά αστοχούν. Για παράδειγμα, η γαλλική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το 2008 την απαλλαγή από τη φορολογία του 30% των δαπανών των επιχειρήσεων για R&D. Το κόστος του μέτρου αυτού είναι σημαντικό: €5 δις ετησίως. Το όφελος έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Είτε επειδή άσχετες δαπάνες βαπτίστηκαν ως R&D, είτε επειδή κάποιες από τις επιλέξιμες για φοροαπαλλαγή δαπάνες R&D θα γίνονταν ούτως ή άλλως, είτε επειδή η φοροαπαλλαγή οδήγησε σε επανάληψη των ίδιων επενδύσεων σε R&D από περισσότερες επιχειρήσεις σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – έχει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα οφέλη διαχέονται: οι πάντες, όλες οι επιχειρήσεις μπορούν να ωφεληθούν από την καινοτόμα εφαρμογή μιας νέας ιδέας. Η διάχυση της καινοτομίας είναι το ίδιο σημαντική με την επινόησή της – για αυτό η διάρκεια των ευρεσιτεχνιών δεν πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη. Δεύτερον, η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – συνιστά ριψοκίνδυνη δραστηριότητα. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα ευρήματα κάποιου ερευνητικού εγχειρήματος θα φέρουν οφέλη. Όμως τα οφέλη, όταν (αν) έλθουν, μπορεί να είναι θεαματικά. Ακόμη και αν μεσολαβήσουν πολλά χρόνια. Η βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο της σαύρας έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι κλινικές δοκιμές που τελικά οδήγησαν στο Ozempic ξεκίνησαν το 2016 - ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα. Το περιοδικό Science ανακήρυξε το Ozempic «breakthrough of the year» το 2023.

Συνεπώς, το κεφάλαιο που στηρίζει τη βασική έρευνα πρέπει να είναι «υπομονετικό». Για αυτό, η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσια. Αντίθετα, ο χρονικός ορίζοντας των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) είναι αρκετά στενός - πολύ στενότερος από το τέταρτο του αιώνα. Επιχειρηματικά συγκροτήματα που δραστηριοποιούνται σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους μπορούν ίσως να επιτρέψουν στον εαυτό τους την «πολυτέλεια» της υπομονετικής υποστήριξης ενός εργαστηρίου (και) βασικής έρευνας, υπό τον όρο ότι διαθέτουν την απαραίτητη διορατικότητα. Αλλιώς, δεν θα το κάνουν.

Σύμφωνα με το European innovation scoreboard 2024, η Ελλάδα υστερεί απελπιστικά τόσο στην ιδιωτική δαπάνη για έρευνα & ανάπτυξη, όσο και στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση σε τεχνολογίες πληροφορίας & επικοινωνίας. (Και στα δύο η επίδοση μας είναι στο 48% - δηλαδή κάτω από το μισό - του κοινοτικού μέσου όρου.)

Και οι δύο αυτοί δείκτες μετράνε τις εισροές. Στις εκροές καινοτομίας (των επιχειρήσεων), η χώρα μας υστερεί ακόμη περισσότερο: στις εξαγωγές προϊόντων μέσης-υψηλής τεχνολογίας είμαστε στο 23% του μέσου όρου της ΕΕ, στις αιτήσεις ευρεσιτεχνίας στο 43%. Ένας ακόμη χρησιμότερος δείκτης μέτρησης εκροών αφορά όχι γενικά τις ευρεσιτεχνίες αλλά ειδικά τις λεγόμενες «τριαδικές», δηλ. εκείνες που έχουν κατατεθεί σε τρεις διαφορετικούς αρμόδιους φορείς στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, και στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η αναλογία των «τριαδικών» ευρεσιτεχνιών στον πληθυσμό είναι 150 ανά εκατομμύριο κατοίκους στην Ιαπωνία, 25 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά <2 στην Ελλάδα (<8% του μέσου όρου της ΕΕ).

Γιατί υστερούμε τόσο;

Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αιτίες του χαμηλού δείκτη καινοτομίας στην ελληνική οικονομία θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην πλευρά της ασθενικής «ζήτησης για έρευνα και καινοτομία» εκ μέρους των επιχειρήσεων (και εκ μέρους της κυβέρνησης).

Καταρχάς ας διευκρινιστεί ότι δεν είναι θέμα DNA: διορατικοί, υπομονετικοί, επιτυχημένοι επιχειρηματίες που επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία (και στο ανθρώπινο δυναμικό των επιχειρήσεων τους) έχουν υπάρξει και στη χώρα μας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την περίπτωση του Κώστα Αποστολίδη (1948-2024), ιδρυτή της Raycap, που σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και μετά στο Harvard και στο McGill, και όταν γύρισε στην Ελλάδα δημιούργησε (το 1987) μια εταιρεία με αρχικά τρεις υπαλλήλους πάνω σε μια ιδέα (και την αντίστοιχη ευρεσιτεχνία) για τη σταθεροποίηση της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Σήμερα η Raycap απασχολεί εκατοντάδες εργαζομένους στις εγκαταστάσεις της σε οκτώ χώρες: στις ΗΠΑ (σε τρεις τοποθεσίες), στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Σλοβενία, στη Ρουμανία, στην Κύπρο, και φυσικά στην Ελλάδα (στο Μαρούσι και στη Δράμα). Αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστό το κοινωνικό έργο του Κώστα Αποστολίδη στην γενέτειρά του, η αγάπη του για το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η συνεργασία του με το Μουσείο Μπενάκη, η αποκατάσταση του εμβληματικού Σαντιρβάν Τζαμί, η ανάθεση μελέτης ανάπλασης της κεντρικής πλατείας στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Norman Foster κ.ά. Ο θάνατος του πέρυσι ήταν μεγάλη απώλεια.

Ίσως λοιπόν το ερώτημα θα έπρεπε να αναδιατυπωθεί ως εξής: Γιατί σπανίζουν τόσο στη χώρα μας επιχειρηματίες σαν τον Κώστα Αποστολίδη; Γιατί δεν έχουμε περισσότερες επιχειρήσεις που κατακτούν τις διεθνείς αγορές ακριβώς επειδή επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία;

Θα έλεγα επιγραμματικά για λόγους δομής και για λόγους κουλτούρας.

Ως προς τη δομή: Στη χώρα μας το 49% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολείται σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ατομικές ή με 1-9 υπαλλήλους), ενώ ένα πρόσθετο 24% σε μικρές (με 10-49 υπαλλήλους). Στο σύνολο της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 30% και 20%. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έρευνα και καινοτομία δεν μπορεί να γίνει ακόμη και σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ας θυμηθούμε τη Raycap το 1987), οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν. Το πρόβλημα είναι ότι στη χώρα μας λίγες επιχειρήσεις μεγαλώνουν: οι περισσότερες παραμένουν μικρές. Η διαχρονική ανοχή στη φοροδιαφυγή και λοιπή επιχειρηματική παραβατικότητα, και η επίσης διαχρονική σκανδαλώδης εύνοια στην αυτοαπασχόληση (στην οποία πολλές κυβερνήσεις – και η σημερινή - έχουν διακριθεί), συνιστούν κίνητρα για εγκλωβισμό στο μικρό μέγεθος, άρα αντικίνητρα για έρευνα και για καινοτομία.

Ως προς την κουλτούρα: Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Έρευνας Διοίκησης Επιχειρήσεων (World Management Survey) δείχνουν ότι οι manager μεταποιητικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχουν κατά μέσο όρο χαμηλότερες δεξιότητες από τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Οι δικοί μας δεν υστερούν μόνο σε σύγκριση με τη Γερμανία και με τη Γαλλία. Υστερούν σε σύγκριση με την Ινδία, με τη Βραζιλία, με την Κίνα, με την Αργεντινή, με τη Χιλή, και με όλες τις άλλες χώρες της έρευνας. Μια επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας ανέφερε το εξής διασκεδαστικό: «Ο μέσος Έλληνας manager δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του management της επιχείρησής του.»  

Πώς να ευδοκιμήσει η έρευνα και η καινοτομία σε ένα τέτοιο επιχειρηματικό περιβάλλον; Πώς να μην θεωρεί ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας ότι η επένδυση στην καινοτομία και στην έρευνα, ή στην επιμόρφωση του προσωπικού, ή σε ο,τιδήποτε άλλο μακροπρόθεσμο και «υπομονετικό» μπορούμε να σκεφτούμε εμείς εδώ, είναι «πεταμένα λεφτά»; Πώς να πειστεί ότι η έρευνα και η καινοτομία θα τον ωφελήσει περισσότερο από την προσοδοθηρία;

Εάν η πλευρά της ζήτησης για έρευνα και καινοτομία είναι στη χώρα μας βαθιά προβληματική, η πλευρά της προσφοράς δείχνει σημάδια ζωτικότητας. Όλα τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι η προσφορά έρευνας εκ μέρους των πανεπιστημιακών και των ερευνητών στην Ελλάδα έχει πλέον συγκλίνει με τον κοινοτικό μέσο όρο (ή τον έχει υπερβεί). Παρά την επίσημη αδιαφορία για την έρευνα (που ενίοτε εκτρέπεται σε καχυποψία, ή σε ανοιχτή εχθρότητα), παρά την υποχρηματοδότηση, παρά τον κατακερματισμό, και παρά τη γραφειοκρατία, το επιστημονικό δυναμικό της χώρας καταγράφει αξιοσημείωτες επιδόσεις: Η χώρα βρίσκεται κοντά το μέσο όρο της ΕΕ ως προς τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, και ως προς τις κορυφαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις (με τις περισσότερες παραπομπές), ενώ τοποθετείται στην 7η θέση μεταξύ 27 κρατών μελών ως προς τις συμμετοχές στο πρόγραμμα Horizon και ως προς το μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού του Horizon που έρχεται στη χώρα.

Συνοπτικά, τα στοιχεςία δείχνουν ότι η επίδοση των ερευνητών και των ερευνητριών στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα της χώρας δεν έχει να ζηλέψει πολλά από την επίδοση των καλύτερα αμειβόμενων συναδέλφων τους στα καλύτερα χρηματοδοτούμενα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα των περισσότερων χωρών στην Ευρώπη και αλλού.

Τα συμπεράσματα για τη δημόσια πολιτική για την έρευνα στην Ελλάδα προκύπτουν αβίαστα από τα παραπάνω. Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας δεν γίνεται χωρίς υποστήριξη της έρευνας. Η (κρατική) επιδότηση της ιδιωτικής έρευνας χρειάζεται προσοχή στο σχεδιασμό. Οι οριζόντιες φοροαπαλλαγές είναι ατελέσφορες. Υποστήριξη της έρευνας σημαίνει πρωτίστως προστασία και φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος της έρευνας, που είναι τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Η παραμέληση της βασικής έρευνας στο όνομά της οικονομίας βλάπτει σοβαρά και την έρευνα και την οικονομία.

Η κοινωνία έχει δικαίωμα – και η κυβέρνηση έχει υποχρέωση – να απαιτούν υψηλές επιδόσεις από τους ερευνητές και τις ερευνήτριες που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο. Όμως καλό είναι η κοινωνία και η κυβέρνηση να έχουν υπόψη τους ότι οι επιδόσεις των ερευνητών και των ερευνητριών της χώρας είναι ήδη αρκετά υψηλές, και οπωσδήποτε υψηλότερες από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση το επίπεδο της χρηματοδότησης. Οι επιδόσεις της χώρας στην έρευνα - και, ακόμη περισσότερο, στην καινοτομία – μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν. Η πύκνωση των δεσμών της δημόσιας έρευνας με την υγιή επιχειρηματικότητα έχει ζωτική σημασία, και θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές, συμβάλλοντας στον αμοιβαίο σεβασμό της διαφορετικής «κουλτούρας» τους. Η βασιλική οδός προς την αριστεία παραμένει το άνοιγμα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων στην κοινωνία και στις αντιφάσεις της.

13 Απριλίου 2025

Η ξενοφοβία βλάπτει σοβαρά την οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 13 Απριλίου 2025).

Η ανάθεση στον Μάκη Βορίδη του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του πρόσφατου κυβερνητικού ανασχηματισμού. Ο νέος υπουργός έχει ήδη παρουσιάσει αξιόλογο έργο στο πεδίο της (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής από άλλο πόστο: ως Υπουργός Εσωτερικών (2021-2023), όπου μεταξύ άλλων είχε την πολιτική ευθύνη για τη διαδικασία απονομής ελληνικής ιθαγένειας. Οι υποψήφιοι στις σχετικές εξετάσεις ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία μεταναστών: ζουν και εργάζονται εδώ και χρόνια στη χώρα μας, έχουν κάνει οικογένεια, τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο, έχουν μάθει ελληνικά, θέλουν να είναι Έλληνες πολίτες. Οποιαδήποτε κυβέρνηση οποιασδήποτε νορμάλ χώρας, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού, θα έπρεπε να τους βλέπει με συμπάθεια, ή τουλάχιστον να τους φέρεται ακριβοδίκαια.

Όχι η δική μας: χάρη στην παρακαταθήκη (και) του Μάκη Βορίδη, οι υποψήφιοι πρέπει να απαντήσουν σε ερωτήσεις όπως: «Ποια είναι η πιο γνωστή παλαιολιθική θέση της Ελλάδας, όπου βρέθηκε το παλαιότερο ανθρώπινο λείψανο;» ή «Στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου στον Μυστρά στέφτηκε αυτοκράτορας στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος – σωστό ή λάθος;» Τι και αν με την ίδια λογική θα έπρεπε να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια από το 95% του πληθυσμού; Ο στόχος επετεύχθη: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».

Από το σημερινό πόστο του ο νέος Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου θα δείξει πώς αντιλαμβάνεται τη «διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης» και αν αυτή θα συνεχίσει να βασίζεται στην απώθηση λεμβών με γυναικόπαιδα από σκάφη του Λιμενικού, με μανούβρες που ενίοτε καταλήγουν στη βύθισή τους. Ο άνεμος ξενοφοβίας που φυσάει διεθνώς φαίνεται να δικαιώνει την εγχώρια ξενοφοβία. Όσο για το γεγονός ότι η χώρα μας έχει ήδη κριθεί ένοχη για «συστηματικές απωθήσεις» από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τόσο το χειρότερο για το Δικαστήριο.

Η με κάθε μέσο απόρριψη της μετανάστευσης δεν πλήττει μόνο το κύρος της χώρας μας ως κράτους δικαίου. Βλάπτει επίσης την οικονομία, και μάλιστα σοβαρά. Η πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού για την ανάγκη «περιορισμού της παράνομης μετανάστευσης και οργάνωσης της νόμιμης μετανάστευσης» ακούγεται λογική. Το πρόβλημα είναι ότι σε μια χώρα που δεν έχει φροντίσει να δημιουργήσει διαφανείς και ασφαλείς διαύλους νόμιμης μετανάστευσης, όλοι οι μετανάστες είναι παράνομοι. Σήμερα το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει δύο μόνο εξαιρέσεις: τους εποχικούς μετανάστες (κατά κανόνα στον αγροτικό τομέα), που μπορούν να μείνουν νόμιμα στη χώρα μέχρι 9 μήνες, και τα στελέχη επιχειρήσεων ή τους επενδυτές με Χρυσή Βίζα (σχεδόν πάντα αγοραστές ακινήτων), που μπορούν να μείνουν στη χώρα όσο θέλουν.

Αρκούν οι δύο αυτές κατηγορίες για να καλύψουν «πραγματικές και διαπιστωμένες ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό»; Και μάλιστα σε μια οικονομία που υποτίθεται ότι πασχίζει να ξεφύγει από τις χαμηλές επιδόσεις στις οποίες την καθηλώνει η εξάρτηση από τον τουρισμό και την κερδοσκοπία πάνω στη γη; Σε μια χώρα που χάνει πληθυσμό – ασφαλής ένδειξη ότι πολλοί νέοι άνθρωποι δεν είναι πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον;

Ελάχιστοι από τους πρόσφυγες που την προηγούμενη δεκαετία βρέθηκαν στην Ελλάδα έμειναν εδώ. Οι συντριπτικά περισσότεροι, αφού υπέστησαν τη σκληρότητα των κρατικών αρχών, διέσχισαν τα σύνορα, πέρασαν διάφορες δοκιμασίες, και τελικά βρέθηκαν σε κάποια χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Κάποιοι από αυτούς – λίγοι - έγιναν επιστήμονες, εφευρέτες, ακόμη και Ολυμπιονίκες με τα χρώματα της νέας τους πατρίδας. Πολλοί άλλοι άνοιξαν μαγαζιά, δημιούργησαν θέσεις εργασίας, πληρώνουν φόρους. Δεν τους θέλουμε ούτε αυτούς;

Στη χώρα μας οι πολιτικοί προτιμούν να επιδίδονται σε κορώνες για μετανάστες που «δεν σέβονται τις αξίες μας και την ταυτότητά μας» παρά να στρωθούν στη δουλειά για να σχεδιάσουν εκείνες τις πολιτικές ενσωμάτωσης που θα καλλιεργήσουν τον σεβασμό σε αυτές τις αξίες (ακόμα καλύτερα: στις ευγενέστερες από αυτές τις αξίες).

Για μια ακόμη φορά, ο εθνικισμός προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες στο έθνος.


7 Απριλίου 2025

Defence or welfare? Europe can afford both, and must

Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή πλατφόρμα «Social Europe» (Δευτέρα 7 Απριλίου 2025).

President Trump’s reshaping of the United States’ global role has made it undeniably clear that European societies must strengthen their collective defences to deter potential aggressors. While the prospect of increased military spending is hardly welcomed by most Europeans, it is widely seen as an inevitable and indeed necessary step to safeguard fundamental values: democracy, liberties, and the rule of law.

However, the implications for another deeply cherished European principle, the welfare state, are less clear. A growing sentiment, particularly in some circles, suggests that greater investment in defence will inevitably necessitate cuts to public spending on vital services such as schools, hospitals, and pensions.

Those who subscribe to this view are divided into two opposing camps. On one side are those who prioritise social protection over military expenditure. Some adopt a pacifist stance, expressing concerns that military escalation could lead to armed conflict. Yet, they often struggle to provide a convincing alternative for self-protection should Europe face adversaries less inclined towards peace than they might assume. Others openly admire President Putin, opportunistically aligning themselves with pacifists by professing a newfound support for the welfare state and “peace”.

Conversely, the other side argues for increased defence spending, advocating that it should be financed by reducing expenditure on social protection. Most present cuts to the welfare budget as an unfortunate but unavoidable consequence of the need for fiscal space. Some, however, appear to view these cuts as desirable in themselves, a long-overdue correction to what they perceive as an excessively generous welfare state that has weakened European societies. They would welcome a reduction in its size, aiming to end what they see as European exceptionalism and make Europe more akin to the United States.

Despite their diametrically opposed conclusions, neither side seems to question the fundamental dilemma of welfare versus defence. Both take it for granted that a choice between the two is inescapable. We disagree. Framing welfare against defence is a politically damaging proposition. It is easy to see how this could be exploited by anti-EU populists and Europe’s adversaries. President Putin, undoubtedly, would welcome such a division. But the entire narrative that Europe faces a supposedly unavoidable choice between protecting its social model and bolstering its defences is not only politically unfortunate; it is empirically unfounded.

In our book, published last year, we contend that the welfare state is an integral component of what makes Europe such an attractive place to work, live, raise a family, pursue happiness, and enjoy freedom. These are all values worth defending. Therefore, even if the immediate need to deter aggression and protect our freedoms temporarily limits the fiscal space available for ambitious social investment reforms, in the medium to longer term the defence versus welfare trade-off ceases to apply. Far from depleting scarce resources that could be better used to address more pressing needs, a well-funded welfare state makes a crucial contribution to the resilience of liberal democracies.

Europe has navigated a challenging decade and a half. The relentless pursuit of austerity measures meant that the recovery from the global financial crisis was slower and less decisive than in the United States under President Obama. Then, of course, came the Covid-19 pandemic. Nevertheless, despite the frequent talk of European stagnation in stark contrast to American dynamism, the employment rate in the European Union stands merely one percent lower than in the United States. In Northern Europe, where the welfare state is more robust – and, admittedly, more expensive – the employment rate is significantly higher than the US average. This hardly suggests that high social spending is an obstacle to growth.

What admirers of the allegedly “cruel-to-be-kind” market society across the Atlantic conveniently overlook is the significant waste of human potential resulting from a failure to protect and support vulnerable groups. In Europe, the non-employed tend to be individuals seeking work, early retirees, and parents on parental leave. A disproportionate number of their counterparts in the United States are incarcerated, suffer from chronic illnesses, or are battling addiction to opioids and other harmful substances. In Europe, factory workers who lose their jobs due to automation or increased competition from cheaper imports will receive not only compensation but also retraining opportunities, providing them with a genuine chance to find better employment. In the United States, these workers would be fortunate to find a job in an Amazon warehouse or a grocery shop; many simply give up, leaving the workforce and becoming inactive.

This squandering of human capital, a major policy failure even in the best of times, risks becoming a fatal flaw in an era defined by immense challenges – from managing ageing populations and climate change to adapting to automation and artificial intelligence, and deterring aggression. In this context, maximising citizen employment and productivity becomes an absolute necessity. And how can we achieve this without effective lifelong learning, universal healthcare, and strong social safety nets – what we term “social investment”?

Critics fail to recognise that social spending is not solely about redistribution; it is also about preventing the loss of human capital, investing in the health and skills of both current and future workers. It is about addressing the “motherhood penalty”, ensuring that all mothers who wish to work are able to do so.

Furthermore, even redistribution, when implemented effectively, can enhance economic performance by ensuring that no one’s potential is wasted, by breaking the cycle of intergenerational poverty and deprivation, and by alleviating the constraints that force the poor to make detrimental decisions. Poverty relief is not just a hallmark of a caring society, something Europeans rightly take pride in; it also makes sound economic sense.

These are extraordinary times, which is precisely why we must remain resolute. Europe possesses significant strengths, and a robust and cherished welfare state that invests in human capital is one of them. Depriving it of tax revenue would be a gift to Europe’s enemies. Instead, we should maintain (and modernise) social assistance and pension benefits, and invest generously in childcare, parental leave, lifelong learning, health, and long-term care.

Those who believe that now is not the time to discuss social investment should reconsider. After all, the aftermath of the Second Battle of El Alamein (October-November 1942), when the outcome of World War II was still uncertain, hardly seemed like an opportune moment to discuss building a welfare state. Yet, that is precisely what British troops in North Africa and elsewhere did, at numerous improvised conferences just a few kilometres from the front lines. The Beveridge Report, fresh from the Ministry of Information press, was meticulously presented by officers and eagerly read by soldiers. Sceptics at the War Office and elsewhere had to acknowledge that fostering the realistic expectation of a fairer post-war social order actually strengthened the war effort, rather than detracting from it.

Sceptics should take note.