22 Ιουνίου 2025

Τα ιδιωτικά ΑΕΙ και η ελληνική οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Ιουνίου 2025).

Έχει βάση ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα έχει «πολλαπλά οφέλη για τους φοιτητές, τις οικογένειές τους, και την ελληνική οικονομία»;

Φαίνεται ότι η πελατεία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι βασικά εκείνη των πρώην κολλεγίων: νέοι που δεν τα πήγαν αρκετά καλά στις πανελλήνιες για να εισαχθούν στο (δημόσιο) πανεπιστημιακό τμήμα της επιλογής τους, από οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική άνεση να τους στείλουν στο εξωτερικό. Υπό μια έννοια, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η αναγνώριση «επαγγελματικών δικαιωμάτων» στους αποφοίτους τους, θα εκτρέψει προς αυτά ροές φοιτητών προς κάποια λιγότερο ελκυστικά πανεπιστήμια της επαρχίας ή ακόμη και του εξωτερικού.

Οφέλη για τους ίδιους τους φοιτητές δεν βλέπω. Η φοίτηση ακόμη και σε ένα μέτριο πανεπιστήμιο μακριά από το πατρικό σπίτι βοηθά στην ωρίμανση και στην εξοικείωση με την πραγματική ζωή, η δε επαφή με το πώς σκέφτονται, φέρονται, και εργάζονται οι άνθρωποι σε μια προηγμένη χώρα βοηθά στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων. Αντιστρόφως, η φοίτηση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, σε κάποιο βολικό σημείο κοντά στο πατρικό σπίτι, αναβάλλει την ανεξαρτητοποίηση, που με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα και αναπαράγει τον επαρχιωτισμό. Όσο για τα υποτιθέμενα οφέλη για την οικογένεια, ας μην επεκταθώ άλλο. Το είδος της οικογένειας που ωφελεί η λειτουργία κάποιων ιδιωτικών πανεπιστημίων βλάπτει τα μέλη της, και βέβαια τη χώρα.

Και τα οφέλη για την ελληνική οικονομία; Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ήδη επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει αυξηθεί από 24,8% το 2004 σε 44,5% το 2024, και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (44,1% το 2024). Όμως, σύμφωνα με τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες των ενηλίκων (PIAAC), 19% των πτυχιούχων ηλικίας έως 34 ετών στην Ελλάδα ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι, δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, ή να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς. Σε καμιά άλλη χώρα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Το πρόβλημα είναι τεράστιο όσο και παραγνωρισμένο, εντοπίζεται κυρίως στη δευτεροβάθμια (και στην πρωτοβάθμια) εκπαίδευση, αλλά φυσικά αφορά και τα δημόσια πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εφαρμόζουν κανόνες που να αποτρέπουν τη χορήγηση πτυχίων σε λειτουργικά αναλφάβητους. Δεν έχουμε καμμία ένδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας, αντίθετα έχουμε πολλές ενδείξεις μεγαλύτερης χαλαρότητας. Ελπίζω να διαψευστώ, αλλά το βλέπω δύσκολο.

Πράγματι, η νομιμοποίηση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν μια περιττή εκκρεμμότητα που όφειλε να τακτοποιηθεί. Αυτό έγινε. Όμως η αναγκαία συζήτηση για τη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, δεν έχει καν αρχίσει.

Ακόμη και αν οι απόφοιτοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εγγράμματοι, η συμβολή τους στην ελληνική οικονομία θα είναι αμφίβολη αν συγκεντρώνονται σε ήδη κορεσμένους κλάδους. Αλήθεια χρειαζόμαστε περισσότερους συμβούλους επιχειρήσεων, ψυχολόγους, γιατρούς, δικηγόρους; Εάν όχι, οι νέοι απόφοιτοι στην καλύτερη περίπτωση θα εκτοπίσουν απλώς κάποιους άλλους υποψήφιους για την ίδια θέση. Εάν το επίπεδο των δεξιοτήτων που κατέχουν είναι χαμηλότερο, το όφελος θα είναι αρνητικό.

Παραμένει το ερώτημα της συμβολής στην οικονομία των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Εδώ το αναξιοποίητο κεφάλαιο είναι κυρίως η έρευνα. Είναι όμως επίσης μεγάλες οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων φοιτητών σε θερινά σχολεία ή μεταπτυχιακά προγράμματα στα αγγλικά. Αρκετά από τα δημόσια πανεπιστήμιά μας διαθέτουν τη φήμη, τις διεθνείς διασυνδέσεις, και το διδακτικό προσωπικό που θα τα καθιστούσαν ανταγωνιστικά. Υστερούν στις υποδομές (π.χ. για τη στέγαση των φοιτητών), στις διοικητικές υπηρεσίες, καθώς και στην ασφάλεια. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη συμβολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομία, θα πρέπει να επενδύσουμε σε αυτά.

8 Ιουνίου 2025

Το χαμένο στοίχημα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 8 Ιουνίου 2025).

Είναι τόσο εξώφθαλμα και τόσο εξοργιστικά όσα έχουν έρθει τον τελευταίο καιρό στην επιφάνεια με το σκάνδαλο των παράνομων επιδοτήσεων των αγροτών που κανονικά το θέμα θα έπρεπε να είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας των συντακτών του αστυνομικού δελτίου. Οι Κρητικοί αγρότες (ή «αγρότες»), που δηλώνουν ως βοσκοτόπια ένα εκατομμύριο σχεδόν στρέμματα, ακόμη και στη Μακεδονία ή στη Θράκη, και επιδοτούνται πλουσιοπάροχα για αυτό, με χρήματα του ευρωπαίου φορολογούμενου, είναι η βιτρίνα της χειρότερης Ελλάδας – το ίδιο φυσικά και οι συνάδελφοί τους από τις άλλες περιφέρειες. Κάθε έντιμος άνθρωπος στη χώρα αυτή θα πρέπει να αγανακτεί, και να απαιτεί την τιμωρία των ενόχων, την επιστροφή των ποσών που καταχράστηκαν, την διαγραφή τους από τα μητρώα αγροτών, και την εξυγίανση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα.

Το πρόβλημα είναι ότι για σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και της πολιτικής τάξης, ανεξαρτήτως κομματικού χρώματος, η εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Εάν ήταν, οι πέντε υπουργοί αγροτικής ανάπτυξης από το 2019, ανάμεσά τους πρωτοκλασάτα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν θα έπεφταν από τα σύννεφα, λες και τώρα έμαθαν για τις καταγγελίες των ευρωπαϊκών αρχών, δεν θα επικαλούνταν αναρμοδιότητα, δεν θα έριχναν ολόκληρη την ευθύνη στους υφισταμένους τους. Θα είχαν ήδη προχωρήσει σε μέτρα εξυγίανσης από τότε που ήταν υπουργοί.

Όμως η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Μάλιστα, οι δικές της σημαντικότατες ευθύνες θα ξεχαστούν εάν προχωρήσει στην εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων με την αποφασιστικότητα που εμφανίζει τώρα. Ο λόγος για τον οποίο η αντιπολίτευση παρουσιάζει το θλιβερό θέαμα που παρουσιάζει, να επιτίθεται στην κυβέρνηση χωρίς να δυσαρεστήσει την περήφανη αγροτιά, μην τυχόν και χάσει μερικές ψήφους, είναι ότι στο παρελθόν, όταν κυβερνούσε εκείνη, έκανε ακριβώς το ίδιο: τα στραβά μάτια για το πλιάτσικο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, τη μπάλα στην εξέδρα κάθε φορά που ερχόταν μια καταγγελία των ευρωπαϊκών οργάνων, και όταν η υπόθεση τελεσιδικούσε με καταδίκη της χώρας, και καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβεβληθέντων, ρύθμιση για επιστροφή των καταχρασθέντων και πληρωμή των προστίμων με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού.

Με άλλα λόγια, η ζημιά των ευρωπαίων φορολογουμένων καλυπτόταν με ευγενική χορηγία των ελλήνων φορολογουμένων - στους οποίους ως γνωστόν δεν συγκαταλέγονται οι αγρότες, οι οποίοι από ιδρύσεως ελληνικού κράτους έχουν εξαιρεθεί της υποχρέωσης πληρωμής φόρων. Όσο για τους ίδιους τους ενόχους, δεν διαγράφονταν καν από τα μητρώα επιδοτουμένων. Πρόκειται για μια ιστορία γνωστή στους πάντες, η οποία επαναλαμβάνεται με παραλλαγές από το 1981.

Η ομερτά του συνόλου του πολιτικού φάσματος, με σιωπηρή υποστήριξη μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, είναι η μια πλευρά του προβλήματος. Έχει μακρά παράδοση η αντιμετώπιση των ευρωπαίων εταίρων της χώρας ως «κουτόφραγκων», η εξαπάτηση τους ως περίπου πατριωτικό καθήκον. Ούτε φυσικά περιορίζεται στις αγροτικές επιδοτήσεις. Ο ευγενής κλάδος π.χ. της επιδοτούμενης κατάρτισης έχει επίσης επιδείξει αξιοσημείωτες επιδόσεις στο σπορ αυτό.

Η άλλη πλευρά του προβλήματος είναι ότι οι «κουτόφραγκοι» έχουν θεσπίσει χρηματοδοτικά εργαλεία προκειμένου να επιτυγχάνονται στόχοι πολιτικής στους οποίους έχουν συμφωνήσει ομοφώνως όλα τα μέλη της ΕΕ – και η Ελλάδα. Όταν σε μια χώρα κάποιοι καταχρώνται κονδύλια, μένει πίσω η ίδια η χώρα. Παρά την απορρόφηση δισεκατομμυρίων ευρώ π.χ. για την κατάρτιση, οι δεξιότητες στην Ελλάδα παραμένουν οι χειρότερες στην Ευρώπη. Πόσο έξυπνο είναι αυτό;

Εδώ και δεκαετίες το στοίχημα για την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία είναι η απεξάρτηση από τις επιδοτήσεις, η ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού made in Greece, η επιβίωση και η προκοπή του Έλληνα αγρότη σε ένα καθεστώς μεγαλύτερης οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, η μετάβαση σε αυτό το νέο καθεστώς με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές αναταράξεις.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δείχνει ότι το στοίχημα αυτό μέχρι τώρα η χώρα το χάνει – και χωρίς εξυγίανση τώρα κινδυνεύει να το χάσει οριστικά.