13 Οκτωβρίου 2001

Πληρέστερη απασχόληση με ευελιξία στην εργασία και κοινωνική προστασία για όλους

Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» (Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2001)

1. “Αγορά εργασίας” δεν υπάρχει – αγορές εργασίες ναι. Η ίδια η λέξη “εργασία” έχει διαφορετικό νόημα για έναν υπάλληλο της ΔΕΗ, διαφορετικό για μια μοδίστρα που δουλεύει φασόν. Οι γενικεύσεις παραπλανούν. Αντιστρόφως, το υποχρεωτικό σημείο εκκίνησης κάθε σοβαρής ανάλυσης είναι η αναγνώριση της πόλωσης, του “δυϊσμού” της αγοράς εργασίας.

2. Στη μια όχθη βρίσκεται ο υπάλληλος της ΔΕΗ (ή της Εθνικής Τράπεζας, ή του Υπουργείου κ.ο.κ.): έχει σταθερή απασχόληση (αν όχι μονιμότητα), η αμοιβή που διεκδικεί (και συχνά κατακτά) είναι επιπέδου “οικογενειακού” μισθού, απολαμβάνει ικανοποιητικές κοινωνικές παροχές, συνταξιοδοτείται νωρίτερα και με καλύτερη σύνταξη από τους άλλους, συνήθως είναι συνδικαλισμένος. Στην άλλη όχθη βρίσκεται η μοδίστρα με φασόν (ή ο πιτσαδόρος, ή ο ωρομίσθιος κ.ο.κ.): δουλεύει κατά παραγγελία, αμείβεται με μισθούς πείνας, τα ένσημα πότε γράφονται και πότε όχι, για άδειες τοκετού ή ασθενείας ούτε λόγος, ο συνδικαλισμός είναι άγνωστος. Πρόκειται για δύο κόσμους, μεταξύ των οποίων υπάρχει χάσμα.

3. Στην “επίσημη” αγορά εργασίας συχνά βασιλεύει η πλήρης ακαμψία. Το ωράριο τηρείται με ευλάβεια (εάν δεν παραβιάζεται υπέρ του εργαζομένου), οι μισθοί καθορίζονται ανεξαρτήτως παραγωγικότητας με πολιτικά κριτήρια, τα καθήκοντα όλων περιγράφονται λεπτομερώς, οι απολύσεις είναι σπάνιες ή τελείως αδύνατες. Η εικόνα του υπαλλήλου που αρνείται να παραλάβει τον ασθενή που χαροπαλεύει αφού “εγώ δεν είμαι τραυματιοφορέας, εγώ είμαι νοσοκόμος” προέρχεται από ιταλική ταινία και τοποθετείται στη Νάπολι – θα μπορούσε κάλλιστα, όμως, να περιγράφει μια πραγματική σκηνή σε κάποιο νοσοκομείο του ΕΣΥ.

4. Αντίθετα, η “απορυθμισμένη” αγορά εργασίας είναι ελαστική όσο στα βιβλία οικονομικής θεωρίας πρώτου έτους (στα επόμενα έτη κάπως βελτιώνεται η κατάσταση). Προσλήψεις και απολύσεις κατά βούληση (του εργοδότη), μισθός με το κομμάτι, κατά συρροή παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Για κινηματογραφικές εικόνες υπομονή μέχρι να προβληθεί η ταινία του Ken Loach που συμμετείχε στο φεστιβάλ της Βενετίας.

5. Οι δύο αυτοί κόσμοι είναι ξένοι: δεν συναντώνται στους χώρους δουλειάς, δεν συναντώνται ούτε στα συνδικάτα. Η εκπροσώπηση των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασυνήθιστα ετεροβαρής στη χώρα μας: τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και των τραπεζών κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ, ενώ ισχυρή είναι και η ΑΔΕΔΥ (το συνδικάτο των υπαλλήλων του Δημοσίου). Η εκπροσώπηση όσων εργάζονται στις χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλή ή ανύπαρκτη. Αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο. Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική των συνδικάτων συχνά αντιπροσωπεύει όχι τόσο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά μόνο των (σχετικά ευνοημένων) τμημάτων της από όπου προέρχεται η πλειοψηφία των μελών τους.

6. Παραδόξως, οι δύο κόσμοι μπορεί να συναντώνται στο … σπίτι. Η ανεργία μεταξύ “αρχηγών νοικοκυριών” (ανδρών 30-55) είναι σχεδόν αμελητέα, ενώ πλήττει δυσανάλογα τους νέους και τις γυναίκες (ιδίως τις νέες γυναίκες). Με άλλα λόγια, η ακαμψία της επίσημης αγοράς εργασίας προστατεύει τις αμοιβές και τη θέση εργασίας του πατέρα. Δικαίως, θα μπορούσε να πει κανείς. Το πρόβλημα είναι η άλλη όψη του νομίσματος: η ακαμψία ανεβάζει τόσο πολύ το κόστος εργασίας (και μειώνει την παραγωγικότητα), ώστε τελικά ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες κανονικής απασχόλησης της μητέρας και των παιδιών τους.

Ακριβές θέσεις εργασίας + χαμηλή παραγωγικότητα = έλλειψη νέων θέσεων, δηλ. ανεργία.

7. Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του 35ωρου αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Από τη μια, η μείωση του χρόνου εργασίας είναι μια μακρόχρονη τάση που ξεκίνησε την επαύριο της βιομηχανικής επανάστασης και μάλλον θα συνεχιστεί ακόμη για πολύ καιρό. Συνεπώς, η κινδυνολογία για τις καταστροφικές συνέπειες του μέτρου είναι υπερβολική. Αλλού είναι το θέμα: ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, τυχόν εφαρμογή του 35ωρου θα επηρεάσει μόνο τις ΔΕΚΟ, το Δημόσιο, και τις τράπεζες. Ούτε οι μοδίστρες φασόν, ούτε οι πιτσαδόροι, ούτε και οι ωρομίσθιοι δεν πρόκειται να καταλάβουν καμία διαφορά: για αυτούς δεν ισχύει ο νόμος του κράτους (ισχύει μόνο ο νόμος της εργατικής δύναμης ως εμπόρευμα). Το 35ωρο απλώς θα επέτεινε τη διαίρεση μεταξύ προνομιούχων εργαζομένων και μη, ενώ θα δυσκόλευε και άλλο την αναγκαία επέκταση της απασχόλησης στην επίσημη οικονομία.

8. Για την εκσυγχρονιστική αριστερά η διέξοδος βρίσκεται στην ταυτόχρονη μεταρρύθμιση τόσο της αγοράς εργασίας όσο και του κοινωνικού κράτους: μερική (και ελεγχόμενη) ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και αναπροσανατολισμός των θεσμών κοινωνικής προστασίας, με στόχο υψηλά επίπεδα απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλειας στις νέες συνθήκες. Πρόκειται για μια στρατηγική επίπονη και γεμάτη κινδύνους: υπόσχεται, όμως, ταυτόχρονες βελτιώσεις στα πεδία της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

9. Αυτή, άλλωστε, είναι η στρατηγική της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστεράς: στη Γαλλία (όπου το 35ωρο συνδυάστηκε με μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας), στη Γερμανία (όπου η Volkswagen και IG Metal συμφώνησαν για 5.000 προσλήψεις με αντάλλαγμα τον υπολογισμό του 35ωρου σε ετήσια βάση, από 28 έως 42 ώρες τη βδομάδα), στην Ολλανδία και στη Δανία (όπου τα συνδικάτα συμφώνησαν στη χαλάρωση της προστασίας κατά των απολύσεων που απολάμβαναν οι εργαζόμενοι του “προστατευμένου” τομέα, με αντάλλαγμα την επέκταση της εργασιακής και κοινωνικής προστασίας σε όλους τους εργαζομένους).

10. Η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ισότητα και προστασία σε τελευταία ανάλυση εξαρτάται από τη σοφία των εντεύθεν της κεντροδεξιάς πολιτικών ελίτ. Για μια κυβέρνηση που θέλει να είναι και εκσυγχρονιστική και σοσιαλιστική, ο συνδυασμός μεταρρυθμιστικής τόλμης και εμμονής στη συναίνεση δια της πειθούς είναι υποχρεωτική. Από την πλευρά της, η συνδικαλιστική ηγεσία πρέπει να αποδείξει ότι εκπροσωπεί τους εργάτες της χώρας, όλους: εργαζομένους και άνεργους, με μονιμότητα ή χωρίς, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ασφαλισμένους και ανασφάλιστους, νόμιμους και παράνομους.

2 Ιουνίου 2001

ΓΣΕΕ-Κυβέρνηση: η μάχη των μελετών;

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 2 Ιουνίου 2001)

Παρότι η ειδησεογραφία των τελευταίων εβδομάδων φαίνεται να πείθει για το αντίθετο, η πρόσφατη δημοσίευση από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ «Αναλογιστικής μελέτης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα» προσφέρει μοναδική ευκαιρία για την κατανόηση του τι ακριβώς διακυβεύεται στην υπόθεση της μεταρρύθμισης των συντάξεων. Εάν αυτό πράγματι συμβεί, θα είναι αληθινή καινοτομία: για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία του ζητήματος – και με καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον ετών, από τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου – θα διαπιστωθεί ουσιαστική σύμπτωση απόψεων για το μέγεθος του προβλήματος εκ μέρους όλων των πλευρών. Το ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε υγιείς βάσεις τη συζήτηση είναι μάλλον αυτονόητο: όσο αυτονόητο είναι ότι το πολιτικό κλίμα σήμερα θα ήταν λιγότερο δηλητηριασμένο, εάν η επιδίωξη της σύμπτωσης για το πρόβλημα είχε προηγηθεί των κυβερνητικών προτάσεων για την επίλυσή του – αντί να τις ακολουθήσει.

Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας. Η μελέτη του ΙΝΕ παρουσιάστηκε (από σύσσωμη την ηγεσία της ΓΣΕΕ) ως ανασκευή των εκτιμήσεων της αντίστοιχης έκθεσης των Βρετανών αναλογιστών και ως τεκμηρίωση της κρίσιμης διεκδίκησης των συνδικάτων για μεγάλη αύξηση της κρατικής συμμετοχής στη δαπάνη συντάξεων. Η επικοινωνιακή πλευρά του πράγματος δεν διέφυγε της προσοχής κανενός: σε έναν ακόμη σημειολογικό «ρούμπο» της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η παρουσίαση της έκδοσης έβαλε άλλη μια πινελιά στο πορτραίτο της ΓΣΕΕ ως συνδικάτου που (με όρους αθλητικού ρεπορτάζ) «παίζει σκληρά αλλά όχι αντιαθλητικά», που δηλ. εκτός από το να διαδηλώνει γνωρίζει και γράμματα.

Το πρόβλημα είναι ότι αντί να έχουμε μια μόνο μελέτη (για την εκπόνηση της οποίας να συνεργάστηκαν όλες οι πλευρές, έτσι ώστε τώρα η βασιμότητα των εκτιμήσεών της να αναγνωρίζεται από όλους), έχουμε δύο – και δεν έχουμε ακόμη τελειώσει (η ΑΔΕΔΥ δεν θα καταθέσει αναλογιστική μελέτη;). Κατά συνέπεια, εάν θέλουμε να αποφύγουμε έναν ακόμη διάλογο κουφών, οι δύο μελέτες θα πρέπει κάπως να «μεταφραστούν», όχι μόνο για να μπορεί ο καλλιεργημένος αλλά μη ειδήμων πολίτης να παρακολουθήσει το θέμα, αλλά και για να αποσαφηνιστούν τα σημεία που συμφωνούν και διαφωνούν μεταξύ τους. Το ότι η ανάγκη αυτή έχει διαπιστωθεί από παρατηρητές που πρόσκεινται και στις δύο πλευρές είναι ένα ακόμη δείγμα ότι η λογική αρχίζει δειλά-δειλά να κάνει την εμφάνισή της.

Ο έλεγχος της συγκρισιμότητας μεταξύ των δύο αναλογιστικών μελετών δεν είναι απλή υπόθεση: πρόκειται για δουλειά επαρκώς περίπλοκη ώστε να κρατά απασχολημένα για αρκετό καιρό τα μέλη της υπό συγκρότηση «μεικτής επιτροπής εμπειρογνώμων». Εν τω μεταξύ, μπορούμε να προεξοφλήσουμε ορισμένα κρίσιμα σημεία.

1. Η έκθεση των Βρετανών θεωρεί εξ αρχής το σύστημα μη βιώσιμο και εξετάζει λύσεις που αφορούν είτε «παραμετρικές» αλλαγές των όρων συνταξιοδότησης (π.χ. ποσοστό αναπλήρωσης, όρια ηλικίας), είτε «ριζικές» αλλαγές (σύνταξη ανάλογη των διά βίου εισφορών, μερική κεφαλαιοποίηση κτλ.). Η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προβάλλει στο μέλλον τις τάσεις εξέλιξης του συστήματος όπως είναι σήμερα και εκτιμά το ύψος της κρατικής δαπάνης που απαιτείται ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματά του. Με αυτή τη «λογιστική» προσέγγιση επιχειρεί να μεταθέσει τη συζήτηση από τις μεγάλες ανισότητες μεταξύ γενεών και μεταξύ ταμείων στο ποσό της κρατικής συμμετοχής. Δυστυχώς, η μεταφορά των ελλειμμάτων των ταμείων στα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού δεν λύνει το πρόβλημα αλλά απλώς το μεταμφιέζει.

2. Η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται σε μέρος μόνο του συστήματος συντάξεων, όχι στο σύνολο. Η εξαίρεση του ΟΓΑ και του Δημοσίου (του ΝΑΤ, όμως, λιγότερο) έχει κάποια λογική: η ΓΣΕΕ δεν εκπροσωπεί ούτε αγρότες ούτε δημοσίους υπαλλήλους. Όμως, η κοινή γνώμη πρέπει να τεθεί αντιμέτωπη με το σύνολο του προβλήματος, ώστε η δημόσια συζήτηση να καταλήξει σε λύσεις κοινής εφαρμογής. Άρα, το θέμα απαιτεί ενιαία εξέταση.

3. Το εν λόγω «στρατήγημα» επιτρέπει στη ΓΣΕΕ να υπολογίζει σε μόνο 2% το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής στο σύνολο της δαπάνης για συντάξεις. Όπως δείχνει μια προσεκτική ματιά στα ψιλά γράμματα, το νούμερο αυτό δεν συμπεριλαμβάνει την κάλυψη των ελλειμμάτων, ούτε τα έσοδα από «κοινωνικούς πόρους» υπέρ κάποιων ταμείων. Αυτά ανεβάζουν σε 30% το μερίδιο του κράτους στη χρηματοδότηση και έτσι θέτουν το ερώτημα όχι τόσο του ύψους της αλλά και της κατανομής της μεταξύ ταμείων. Το ότι η κρατική δαπάνη σήμερα κατανέμεται επιλεκτικά, αδιαφανώς και άνισα είναι κομβικό σημείο, ακόμη και εάν η ΓΣΕΕ προτιμά να μην το συζητήσει.

4. Παρότι το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ δίνει (ορθώς) μεγάλη έμφαση στο πρόβλημα της εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής, οι προβολές του για το μέλλον υποθέτουν 100% «εισπραξιμότητα εισφορών». Η υπόθεση μηδενικής εισφοροδιαφυγής είναι συνεπής με τον ισχυρισμό ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα (και τυχόν «επαχθή» μέτρα λιγότερο αναγκαία) αν το πρόβλημα δεν υπήρχε. Όμως ο συλλογισμός πάσχει. Αφενός εισφοροδιαφυγή υπάρχει, άρα καλά θα κάνουμε να την λάβουμε υπόψη μας. Αφετέρου, για να είναι αποτελεσματική η πάταξή της, χρειάζεται όχι μόνο τήρηση των νόμων αλλά αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης ώστε να πάψει να «συμφέρει» τόσο πολλούς ασφαλισμένους που σήμερα αρκούνται στα ένσημα της κατώτατης σύνταξης.

5. Η επόμενη πηγή φαινομενικής απόκλισης των δύο μελετών είναι πιο απρόσμενη: ενώ η έκθεση των Βρετανών αναλογιστών υποθέτει ότι οι συντάξεις θα αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 1% σε πραγματικές τιμές, η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ δείχνει λιγότερο γενναιόδωρη, αφού υποθέτει αυξήσεις συντάξεων απλώς ίσες με τον πληθωρισμό.

6. Τέλος, υπάρχει το θέμα της μετανάστευσης: Η έκθεση των Βρετανών αναλογιστών χρησιμοποιεί τα (σαφώς υποτιμημένα) επίσημα στοιχεία για την καταγεγραμμένη συμμετοχή των μεταναστών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, και αυτά προβάλλει στο μέλλον. Η μελέτη της ΓΣΕΕ υποθέτει 500.000 αδήλωτους μετανάστες που στο πιο αισιόδοξο από τα τρία υποδείγματα απορροφώνται σταδιακά – όπως άλλωστε προβλέπεται (σε όλα τα σενάρια) και για τους 500.000 ανασφάλιστους Έλληνες.

Από εκεί και πέρα οι δύο μελέτες εξετάζουν διάφορα σενάρια, από όπου συμπεραίνεται ότι η πιο «ευνοϊκή» δημογραφική εξέλιξη (δηλ. αυτή που περιορίζει περισσότερο τα μελλοντικά ελλείμματα) είναι η αύξηση της γονιμότητας και η μείωση της διάρκειας ζωής. Αυτό το ελαφρώς μακάβριο εύρημα περιέχει μια χρήσιμη υπενθύμιση: ότι δηλ. το «δημογραφικό» δεν είναι κατάρα αλλά ευλογία – και εάν θέλουμε να το «λύσουμε» θα πρέπει να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’50, τότε που κάναμε ένα σωρό παιδιά και πεθαίναμε νωρίς. Άλλο είναι το θέμα: ακριβώς για να μην μετατραπεί σε πρόβλημα, το συνταξιοδοτικό σύστημα θα πρέπει να παρακολουθεί τις δημογραφικές εξελίξεις και να προσαρμόζεται σε αυτές.

Υπό αυτή την έννοια, η πιο ενδιαφέρουσα (και πολιτικά φορτισμένη) «παραλλαγή» στις υποθέσεις που ενσωματώνουν τα αναλογιστικά υποδείγματα αφορά την απασχόληση. Η έκθεση των Βρετανών δοκιμάζει διάφορα ποσοστά προτού οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της απασχόλησης θα αυξήσει τα ελλείμματα των συστήματος συντάξεων σε δις. δραχμές, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ θα τα μειώσει λίγο (αυξημένη απασχόληση ίσον υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης).

Η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εκτιμά σε 176,74% του ΑΕΠ το αναλογιστικό έλλειμμα που αντιστοιχεί σε ποσοστό απασχόλησης 62% (ταμεία εκτός ΝΑΤ-ΟΓΑ-Δημοσίου, «τεχνικό επιτόκιο» 3%, σύνταξη 80% του μισθού, χωρίς συμμετοχή του κράτους). Με αύξηση της απασχόλησης κατά 20 ολόκληρες μονάδες (82%), το έλλειμμα αυξάνεται σε 177%, επαληθεύοντας την εκτίμηση των Βρετανών αναλογιστών. Εναλλακτικές παραδοχές για τις άλλες παραμέτρους δίνουν διαφορετικά νούμερα, όμως σε όλα τα σενάρια η αύξηση της απασχόλησης έχει αμελητέα επίδραση στα ελλείμματα του συστήματος συντάξεων.

Συμπέρασμα: οι δύο μελέτες μοιάζουν πολύ περισσότερο από όσο δείχνουν εκ πρώτης όψεως. Η αύξηση της απασχόλησης (κύριος στόχος δημόσιας πολιτικής, και δικαίως) δεν θα λύσει το πρόβλημα των συντάξεων: σε ένα σύστημα που παράγει ελλείμματα, η αύξηση των ασφαλισμένων σήμερα συνεπάγεται αύξηση των ελλειμμάτων αύριο. Αλλά και η αύξηση της μετανάστευσης είναι ατελέσφορη ως λύση του ασφαλιστικού (εκτός αν πάρουμε τις εισφορές των μεταναστών για να τους αρνηθούμε μετά τη σύνταξη που θα δικαιούνται). Η αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης είναι «λύση» λογιστική: είτε λέγεται έλλειμμα ταμείων είτε έλλειμμα προϋπολογισμού, πάλι εμείς ως κοινωνία θα πρέπει να πληρώσουμε το λογαριασμό.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν εξωγενείς λύσεις που να μας επιτρέπουν να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως σήμερα. Η μεταρρύθμιση (δηλ. η αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας του συστήματος) μπορεί να είναι δυσάρεστη για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών ελίτ της χώρας, παραμένει όμως αναγκαία. Και σε αυτό (ασχέτως του εάν το ομολογούν ή όχι) δείχνουν πλέον να συμπίπτουν οι μελέτες και των δύο πλευρών.

19 Μαΐου 2001

Μύθοι και αλήθειες για τις συντάξεις

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 19 Μαΐου 2001)

Διάφοροι μύθοι υπολανθάνουν στη συζήτηση για τις συντάξεις, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται πάντα ρητά σε αυτή. Όπως όλοι οι μύθοι, έχουν και αυτοί μια δόση αλήθειας. Η ανασκευή τους ίσως συμβάλλει στην αναζήτηση λύσεων για τα υπαρκτά (όχι φανταστικά) προβλήματα, καθώς και στην ανάδειξη των όψεων παθογένειας του σημερινού συστήματος συντάξεων που συχνά λησμονούνται.

1. «Έχουμε ένα φτωχό και μίζερο σύστημα συντάξεων»

Η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις έχει ξεπεράσει το 12% του ΑΕΠ. Εάν το συγκρίνουμε με άλλες χώρες της Ε.Ε. θα δούμε ότι είναι μάλλον πολύ. Στη Σουηδία είναι χαμηλότερο παρότι εκεί το ποσοστό ηλικιωμένων στον πληθυσμό είναι υψηλότερο από το δικό μας.

Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Και δεν μπορεί να αυξηθεί και άλλο;» Μέχρι ενός σημείου ναι, αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να μειώσουμε κάτι άλλο: την ιδιωτική κατανάλωση (αν και το φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια), αλλά και την υπόλοιπη δημόσια δαπάνη, για άμυνα αλλά και για εκπαίδευση, για υγεία, για πρόνοια, για προώθηση της απασχόλησης, για κοινωνική κατοικία, για παιδικούς σταθμούς κτλ. Υπάρχουν, πάντως, όρια: καμιά οικονομία δεν αντέχει μια δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις της τάξης του 25% (το 2025) ή του 40% (το 2045).

2. «Η κρατική χρηματοδότηση είναι χαμηλή»

Η αλήθεια είναι ότι το κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των ταμείων με ένα ποσό της τάξης του 1,3 τρις (3,2% του ΑΕΠ), που εκτιμάται ότι θα φτάσει το 7,4% το 2025 και το 14,1% το 2050. Σε αυτό δεν περιλαμβάνεται η δαπάνη για τις συντάξεις των εργαζομένων στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ που έχει αναλάβει (κατά κανόνα, με μεγάλη γενναιοδωρία) ο κρατικός προϋπολογισμός.

Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το κράτος υποχρέωνε τα ταμεία να δεσμεύουν τα αποθεματικά τους σε καταθέσεις αρνητικού πραγματικού επιτοκίου, όπως και ότι πιο πρόσφατα αθέτησε τις δεσμεύσεις περί τριμερούς χρηματοδότησης που απορρέουν από το νόμο Σιούφα (αν και έχει ήδη συμφωνηθεί διαδικασία εξόφλησης της οφειλής). Όμως, ενώ αυτά συμβάλλουν στη γενική σύγχυση, δεν μεταβάλλουν την εικόνα για την έκταση της κρατικής χρηματοδότησης.

3. «Το σύστημα έχει ελλείμματα λόγω κακής διαχείρισης»

Η διαχείριση δεν μπορεί να είναι κακή σε ένα σύστημα με εκατοντάδες ταμεία που απασχολούν το 1% του συνόλου των εργαζομένων. Όμως, τα ελλείμματα οφείλονται σε κάτι άλλο: το σύστημα δίνει σε μεγάλο αριθμό συνταξιούχων υπερβολικά υψηλές συντάξεις σε σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη του. Πολύ υψηλότερες από τη σύνταξη που θα χορηγούσε έναντι ισόποσων εισφορών μια ασφαλιστική εταιρεία.

4. «Τα ελλείμματα δεν είναι παρά έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»

Σίγουρα όχι όταν είναι εκτός ελέγχου, γιατί τότε εξευτελίζεται μια τουλάχιστον εκδοχή της αλληλεγγύης: η αλληλεγγύη των γενεών. Το να εμμένουμε στο σημερινό σύστημα που συσσωρεύει ελλείμματα είναι σαν να στέλνουμε απλώς το λογαριασμό στις επόμενες γενιές.

Συνεπώς, τα ελλείμματα θα πρέπει να είναι εντός ελέγχου (4% του ΑΕΠ; 5%; Είναι θέμα επιλογής, ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχουν και άλλες κοινωνικές ανάγκες, ενδεχομένως πιεστικότερες).

Υπάρχει και μια δεύτερη προϋπόθεση για να είναι η κρατική χρηματοδότηση «έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»: ότι κατανέμεται δίκαια. Πρόκειται για ελάχιστη προϋπόθεση, η οποία όμως δεν πληρείται ούτε στο ελάχιστο: αυτός είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους μύθους για τις συντάξεις.

5. «Η κοινωνική ασφάλιση συμβάλλει στην αναδιανομή του εισοδήματος»

Η (πικρή) αλήθεια είναι ότι το σύστημα συντάξεων δεν μετριάζει τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά τις αναπαράγει (και συχνά τις εντείνει). Πράγματι, ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να ενισχύει άμεσα τον ΟΓΑ (και τις συντάξεις απόρων), το ΙΚΑ (και τις κατώτατες συντάξεις), το ΝΑΤ. Όμως, ενισχύει επίσης (παρότι πιο έμμεσα) και το ταμείο των γιατρών ΤΣΑΥ (μέχρι πρότινος με ποσοστό επί της τιμής των φαρμάκων, τώρα με το ισόποσό του), το ταμείο των μηχανικών ΤΣΜΕΔΕ (με ποσοστό επί του κόστους των δημοσίων έργων), το Ταμείο Νομικών (με το «δικόσημο»), τα ταμεία συντακτών (με το «αγγελιόσημο»). Ακόμη πιο έμμεσα, το κοινωνικό κόστος των συντάξεων στις ΔΕΚΟ καταλήγει να το πληρώνει εν μέρει ο καταναλωτής – ενώ κάτι παρόμοιο φαίνεται να ισχύει και στις τράπεζες, όπου ο συνδυασμός υψηλής κερδοφορίας και υψηλών αποδοχών (και συντάξεων) δεν μου φαίνεται άσχετος με το «άνοιγμα» μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων.

Χάρη σε αυτόν τον επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων, οι εισφορές σου «αυγαταίνουν» περισσότερο εάν είσαι δημοσιογράφος, ή γιατρός, ή μηχανικός, ή δικηγόρος, ή στρατιωτικός, ή σε κάποια ΔΕΚΟ, ή έστω στο Δημόσιο – πολύ περισσότερο από ό,τι εάν είσαι στο ΙΚΑ. Έτσι, μεταξύ δύο ασφαλισμένων ίδιας ηλικίας που πληρώνουν τις ίδιες εισφορές, ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ θα βγει στη σύνταξη έως και 10 χρόνια αργότερα από τον ασφαλισμένο του ΤΑΠ-ΟΤΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ – και όταν βγει θα παίρνει χαμηλότερη σύνταξη.

6. «Το σύστημα – τουλάχιστον – ευνοεί τις γυναίκες»

Όχι όλες! Σίγουρα όχι όσες δεν εργάζονται (κατά κανόνα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων φροντίδας παιδιών ή ηλικιωμένων συγγενών). Ούτε όσες, συχνά για παρόμοιους λόγους, κατάφεραν να εργαστούν μόνο 8, ή 10, ή 12, ή ακόμη 14 χρόνια και έτσι δεν «στοιχειοθετούν» δικαίωμα για σύνταξη.

Βέβαια, το σύστημα ευνοεί τις εργαζόμενες του «προστατευμένου» τομέα. Όσο για τις ρυθμίσεις που αφορούν τις μητέρες ανηλίκων, τις βρίσκω υπερβολικά ευνοϊκές. Ακόμη και με το σημερινό «αυστηρότερο» καθεστώς (δηλ. μετά από τη σταδιακή κατάργηση της 15ετίας), μια μητέρα ανηλίκων με 25 χρόνια δουλειά στο Δημόσιο δικαιούται πλήρη σύνταξη στα 50: δηλ. με τελευταίες αποδοχές 300.000 δρχ. το μήνα θα πάρει σύνταξη 240.000 δρχ. το μήνα. Με τόσο λίγα χρόνια ασφάλισης και τόσο πολλά χρόνια σύνταξης (μια γυναίκα 50 χρονών ζει στην Ελλάδα κατά μέσο όρο έως τα 80), μια ασφαλιστική εταιρεία είναι ζήτημα εάν θα της έδινε 40.000 δρχ. το μήνα, και αυτό μόνο εάν πλήρωνε ασφάλιστρα ίσα με τις εισφορές του ΙΚΑ.

«Ναι αλλά» θα πει κάποιος «έτσι προστατεύεται η μητρότητα». Μια μητέρα ανηλίκων 50 ετών αναγκάζεται σχεδόν να βγει στη σύνταξη προτού τα παιδιά της πάψουν να είναι ανήλικα. Εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τη μητρότητα, με πολύ λιγότερους πόρους θα μπορούσαμε να γεμίσουμε την επικράτεια με βρεφονηπιακούς σταθμούς και να πληρώνουμε σε όλες τις εργαζόμενες διετείς άδειες τοκετού με πλήρεις αποδοχές (και χωρίς επιβάρυνση του εργοδότη).

7. «Τα όρια ηλικίας είναι ήδη υψηλά και δεν μπορούν να αυξηθούν»

Τα όρια ηλικίας είναι υψηλότερα σε πλουσιότερες χώρες (όπου οι άνθρωποι μάλιστα ζουν λιγότερο από εμάς). Γενικά, καθώς ζούμε περισσότερα χρόνια και με καλύτερη υγεία, είναι λογικό να προσαρμόζουμε την πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης προς τα πάνω. Εκτός και αν προτιμάμε να παίρνουμε χαμηλότερες συντάξεις (η τρίτη λύση, η περαιτέρω αύξηση των εισφορών ως ποσοστό του μισθού, δεν προτείνεται από κανέναν).

Χαμηλή ηλικία συνταξιοδότησης σημαίνει λιγότερα χρόνια εργασίας (και άρα ασφάλισης) και ταυτόχρονα περισσότερα χρόνια στη σύνταξη – και αυτό με τη σειρά του σημαίνει μικρότερο δια βίου εισόδημα. Εκτός και εάν θέλουμε να βγαίνουμε στη σύνταξη νωρίτερα μόνο και μόνο για να μπορούμε απερίσπαστοι να συνεχίσουμε να δουλεύουμε «στη μαύρη» (όπως οι συνταξιούχοι της Εθνικής που πιάνουν δουλειά ως σύμβουλοι της Πίστεως, οι μητέρες ανηλίκων του Δημοσίου που ανοίγουν μπουτίκ κ.ο.κ.). Επί πλέον, η εξίσωση όλων των ορίων ηλικίας στα 65 ουσιαστικά «πλήττει» κυρίως τους «παλαιούς» ασφαλισμένους των «ευγενών» ταμείων. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους είναι ήδη στα 65.

Σε κάθε περίπτωση, για την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αρκεί η αύξηση των ορίων: χρειάζεται επίσης αναθεώρηση των αναπηρικών συντάξεων (πρωταθλητής στην Ελλάδα η Κρήτη, η υγιέστερη περιφέρεια στην Ευρώπη) και των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (στα οποία, ελλείψει ανθρακωρύχων, συγκαταλέγονται οι παρουσιαστές ραδιοφώνου, το προσωπικό εδάφους των αεροπορικών εταιρειών, οι κομμωτές, οι ελεγκτές των τρόλλεϋ, οι σερβιτόροι – όχι, όμως, οι βοηθοί τους …).

8. «Εάν αντιμετωπιζόταν η εισφοροδιαφυγή το πρόβλημα θα λυνόταν»

Η εισφοροδιαφυγή πολύ συχνά γίνεται με συναίνεση του εργαζομένου. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο σημερινό σύστημα η εισφοροδιαφυγή συμφέρει: μειώνει τις κρατήσεις άρα αυξάνει τις καθαρές αποδοχές του εργαζομένου, ενώ αφήνει ανεπηρέαστο το ύψος της μελλοντικής σύνταξης. Πράγματι, είτε με 15 έτη ασφάλισης είτε με 25, οι περισσότεροι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ δικαιούνται την ίδια σύνταξη. Για αυτό, άλλωστε, το 50% των νέων συνταξιούχων του ΙΚΑ εμφανίζουν λιγότερα από 6.900 ένσημα (23 χρόνια ασφάλισης) – εν έτει 2001!

Τι σημαίνει αυτό; ότι η εισφοροδιαφυγή δεν είναι μια εξωγενής μεταβλητή αλλά προϊόν της λογικής του συστήματος. Για αυτό, η εισφοροδιαφυγή δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ούτε με μηχανογράφηση, ούτε με ηθικές παραινέσεις, ούτε με αστυνομικά μέτρα – αλλά εθελοντικά, με την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας του συστήματος.


Να ανακεφαλαιώσω. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, αφού δεν αίρει τις ανισότητες που παράγει η οικονομία και η αγορά εργασίας αλλά τις αναπαράγει. Είναι πελατειακό και κατακερματισμένο. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ γενεών ασφαλισμένων και μεταξύ ταμείων. Απειλεί να υπονομεύσει τη μελλοντική ευημερία, αλλά και το “κοινωνικό συμβόλαιο” δηλ. την αλληλεγγύη των γενεών. Με λίγα λόγια: βρίσκεται σε βαθύ αδιέξοδο.

Πώς μπορούμε να βγούμε από το αδιέξοδο; Εδώ κρίνεται η ωριμότητα της κοινωνίας μας και η σοφία των πολιτικών ελίτ (δηλ. της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των εργατικών συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων και όλων των άλλων διαμορφωτών της κοινής γνώμης).

Ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές;

Θεωρώ ως δεδομένο ότι μεταρρύθμιση θα υπάρξει, παρότι δεν γνωρίζω εάν θα γίνει σε αυτή την τετραετία ή από κάποια άλλη κυβέρνηση στο μέλλον, εάν θα στοχεύει στη δίκαιη κατανομή του κόστους της αναγκαίας προσαρμογής ή απλώς στη με κάθε τίμημα επίτευξη της βιωσιμότητας. Δεν τολμώ καν να διανοηθώ το τρίτο ενδεχόμενο, του «παιγνιδιού της χειροβομβίδας»: της συνεχούς αναβολής της μεταρρύθμισης μέχρι την τελική κατάρρευση – εν μέρει γιατί είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος, εν μέρει γιατί έχω παιδιά και δεν θέλω η «χειροβομβίδα» να εκραγεί στα χέρια τους.

Δεν αποτελεί λύση η αναβολή της μεταρρύθμισης (ή αποδυνάμωσή της) στο όνομα της «συνοχής», του κυβερνώντος κόμματος ή του συνδικαλιστικού κινήματος. Η συνοχή είναι καλό πράγμα γενικώς, αλλά όχι όταν το λογαριασμό τον πληρώνουν οι «εκτός των τειχών»: οι εκτός αγοράς εργασίας, οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι, οι νέοι. Ας αποφασίσουμε, εάν θέλουμε, ότι τα ελλείμματα των συντάξεών μας θα τα πληρώσει η γενιά των παιδιών μας – ας μην υποκρινόμαστε, όμως, ότι το κάνουμε στο όνομα της αλληλεγγύης των γενεών. Κάθε αναβολή υποθηκεύει τη μελλοντική ευημερία της χώρας και καθιστά μια βιαιότερη προσαρμογή του συστήματος σε λίγα χρόνια αναπόφευκτη.

Επομένως, μένουν δύο λύσεις. Η πρώτη (ας την ονομάσουμε «φιλελεύθερη»), συνίσταται στην επικράτηση λύσεων που επιδιώκουν την «εξυγίανση» μέσω της απλής μείωσης του κόστους του συστήματος συντάξεων: ιδιωτικοποίηση μέρους του συστήματος και μετεξέλιξή του σε κεφαλαιοποιητικό, σταδιακή μετατροπή του κρατικού συστήματος σε προνοιακού τύπου πυλώνα για τους απόρους. Δεν φαίνεται να συγκεντρώνει μεγάλη συναίνεση προς το παρόν, αλλά δεν βλέπω σε τι άλλο θα στραφεί η κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα εάν όσοι επικαλούνται το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος συνεχίσουν να το υποσκάπτουν και να πλήττουν την αξιοπιστία του.

Η δεύτερη λύση συνίσταται ακριβώς στην ανανέωση της εμπιστοσύνης όλων στη δυνατότητα του συστήματος να επιτυγχάνει το στόχο για τον οποίο επινοήθηκε: κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλεγγύη των γενεών. Ελάχιστη προϋπόθεση για το πρώτο είναι η αποκατάσταση της αρχής της ισονομίας των ασφαλισμένων. Ελάχιστη προϋπόθεση για το δεύτερο είναι η συγκράτηση των ελλειμμάτων.

Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που μπορεί κανείς να προσάψει κάτι στις προτάσεις Γιαννίτση είναι όχι η «αναλγησία» τους αλλά η υπερβολική μετριοπάθειά τους. Η υιοθέτησή τους, όπως αναφέρεται στο κείμενο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απλώς θα μετέθετε χρονικά την αναγκαιότητα για πιο μόνιμες λύσεις. Η τελική απόσυρση των προτάσεων Γιαννίτση ίσως διευκολύνει τη συζήτηση για τη μορφή λύσεων που και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα (άρα και την αλληλεγγύη των γενεών) εξασφαλίζουν, και τους αναδιανεμητικούς στόχους ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος επιτυγχάνουν.

Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό. Ο αριθμός των συνδυασμών αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας που είναι τεχνικά εφικτοί αφήνει άνετα περιθώρια επιλογής. Έχω εκφράσει με άλλη ευκαιρία την ιδιαίτερη προτίμησή μου σε ένα μεικτό σύστημα βασικής + ανταποδοτικής σύνταξης, το οποίο:

- διανέμει εξ ίσου την κρατική χρηματοδότηση συγκεντρώνοντάς την σε μια Σύνταξη του Πολίτη, η οποία παρέχει μια κοινή εισοδηματική βάση σε κάθε ηλικιωμένο ανεξαρτήτως εισφορών

ενώ επί πλέον:

- παρέχει Συμπληρωματική Σύνταξη ανάλογη με το ποσό των εισφορών που καταβλήθηκαν στη διάρκεια όλου του εργάσιμου βίου από τον ασφαλισμένο και τον εκάστοτε εργοδότη του, διατηρώντας άθικτη την ανταποδοτικότητα των εισφορών (προϋπόθεση για τη δραστική μείωση της «συναινετικής» εισφοροδιαφυγής).

Ας σημειωθεί ότι η στενή σχέση εισφορών-παροχών στο πλαίσιο ενός δημόσιου διανεμητικού συστήματος συντάξεων αποτελεί την ουσία του νέου Σουηδικού μοντέλου: ένα σύστημα που μιμείται το μηχανισμό του κεφαλαιοποιητικού, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους του.

Η ιδέα του συνδυασμού βασικής + ανταποδοτικής σύνταξης δεν είναι δική μου αποκλειστικότητα: μια παραλλαγή είχε υποστηριχθεί (σε ομιλία στη Βουλή το 1992) από το σημερινό Πρωθυπουργό, άλλη παραλλαγή έχει αξιολογηθεί από τους Βρετανούς αναλογιστές (περιέχεται στο κείμενο που διένειμε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων), ενώ παρόμοιες ιδέες υποστηρίζουν και σύμβουλοι της ΓΣΕΕ. Παρότι η πρόταση δεν έχει ακόμη υιοθετηθεί επισήμως από καμία πλευρά, θα μπορούσε να αποτελεί σημείο σύγκλισης του διαλόγου.

Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό μα πολιτικό: συνίσταται στη συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας που να ενώνει όσους αδικούνται από το σημερινό σύστημα με εκείνους που παρότι προσωπικά ευνοούνται από αυτό έχουν πειστεί για την ανάγκη μεταρρύθμισης. Τέτοιοι πολίτες υπάρχουν ακόμη – και απαιτούν η φωνή τους να μην χαθεί στην οχλαγωγία των ημερών.