19 Μαΐου 2001

Μύθοι και αλήθειες για τις συντάξεις

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Σάββατο 19 Μαΐου 2001)

Διάφοροι μύθοι υπολανθάνουν στη συζήτηση για τις συντάξεις, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται πάντα ρητά σε αυτή. Όπως όλοι οι μύθοι, έχουν και αυτοί μια δόση αλήθειας. Η ανασκευή τους ίσως συμβάλλει στην αναζήτηση λύσεων για τα υπαρκτά (όχι φανταστικά) προβλήματα, καθώς και στην ανάδειξη των όψεων παθογένειας του σημερινού συστήματος συντάξεων που συχνά λησμονούνται.

1. «Έχουμε ένα φτωχό και μίζερο σύστημα συντάξεων»

Η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις έχει ξεπεράσει το 12% του ΑΕΠ. Εάν το συγκρίνουμε με άλλες χώρες της Ε.Ε. θα δούμε ότι είναι μάλλον πολύ. Στη Σουηδία είναι χαμηλότερο παρότι εκεί το ποσοστό ηλικιωμένων στον πληθυσμό είναι υψηλότερο από το δικό μας.

Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Και δεν μπορεί να αυξηθεί και άλλο;» Μέχρι ενός σημείου ναι, αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να μειώσουμε κάτι άλλο: την ιδιωτική κατανάλωση (αν και το φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια), αλλά και την υπόλοιπη δημόσια δαπάνη, για άμυνα αλλά και για εκπαίδευση, για υγεία, για πρόνοια, για προώθηση της απασχόλησης, για κοινωνική κατοικία, για παιδικούς σταθμούς κτλ. Υπάρχουν, πάντως, όρια: καμιά οικονομία δεν αντέχει μια δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις της τάξης του 25% (το 2025) ή του 40% (το 2045).

2. «Η κρατική χρηματοδότηση είναι χαμηλή»

Η αλήθεια είναι ότι το κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των ταμείων με ένα ποσό της τάξης του 1,3 τρις (3,2% του ΑΕΠ), που εκτιμάται ότι θα φτάσει το 7,4% το 2025 και το 14,1% το 2050. Σε αυτό δεν περιλαμβάνεται η δαπάνη για τις συντάξεις των εργαζομένων στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ που έχει αναλάβει (κατά κανόνα, με μεγάλη γενναιοδωρία) ο κρατικός προϋπολογισμός.

Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το κράτος υποχρέωνε τα ταμεία να δεσμεύουν τα αποθεματικά τους σε καταθέσεις αρνητικού πραγματικού επιτοκίου, όπως και ότι πιο πρόσφατα αθέτησε τις δεσμεύσεις περί τριμερούς χρηματοδότησης που απορρέουν από το νόμο Σιούφα (αν και έχει ήδη συμφωνηθεί διαδικασία εξόφλησης της οφειλής). Όμως, ενώ αυτά συμβάλλουν στη γενική σύγχυση, δεν μεταβάλλουν την εικόνα για την έκταση της κρατικής χρηματοδότησης.

3. «Το σύστημα έχει ελλείμματα λόγω κακής διαχείρισης»

Η διαχείριση δεν μπορεί να είναι κακή σε ένα σύστημα με εκατοντάδες ταμεία που απασχολούν το 1% του συνόλου των εργαζομένων. Όμως, τα ελλείμματα οφείλονται σε κάτι άλλο: το σύστημα δίνει σε μεγάλο αριθμό συνταξιούχων υπερβολικά υψηλές συντάξεις σε σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη του. Πολύ υψηλότερες από τη σύνταξη που θα χορηγούσε έναντι ισόποσων εισφορών μια ασφαλιστική εταιρεία.

4. «Τα ελλείμματα δεν είναι παρά έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»

Σίγουρα όχι όταν είναι εκτός ελέγχου, γιατί τότε εξευτελίζεται μια τουλάχιστον εκδοχή της αλληλεγγύης: η αλληλεγγύη των γενεών. Το να εμμένουμε στο σημερινό σύστημα που συσσωρεύει ελλείμματα είναι σαν να στέλνουμε απλώς το λογαριασμό στις επόμενες γενιές.

Συνεπώς, τα ελλείμματα θα πρέπει να είναι εντός ελέγχου (4% του ΑΕΠ; 5%; Είναι θέμα επιλογής, ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχουν και άλλες κοινωνικές ανάγκες, ενδεχομένως πιεστικότερες).

Υπάρχει και μια δεύτερη προϋπόθεση για να είναι η κρατική χρηματοδότηση «έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης»: ότι κατανέμεται δίκαια. Πρόκειται για ελάχιστη προϋπόθεση, η οποία όμως δεν πληρείται ούτε στο ελάχιστο: αυτός είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους μύθους για τις συντάξεις.

5. «Η κοινωνική ασφάλιση συμβάλλει στην αναδιανομή του εισοδήματος»

Η (πικρή) αλήθεια είναι ότι το σύστημα συντάξεων δεν μετριάζει τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά τις αναπαράγει (και συχνά τις εντείνει). Πράγματι, ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να ενισχύει άμεσα τον ΟΓΑ (και τις συντάξεις απόρων), το ΙΚΑ (και τις κατώτατες συντάξεις), το ΝΑΤ. Όμως, ενισχύει επίσης (παρότι πιο έμμεσα) και το ταμείο των γιατρών ΤΣΑΥ (μέχρι πρότινος με ποσοστό επί της τιμής των φαρμάκων, τώρα με το ισόποσό του), το ταμείο των μηχανικών ΤΣΜΕΔΕ (με ποσοστό επί του κόστους των δημοσίων έργων), το Ταμείο Νομικών (με το «δικόσημο»), τα ταμεία συντακτών (με το «αγγελιόσημο»). Ακόμη πιο έμμεσα, το κοινωνικό κόστος των συντάξεων στις ΔΕΚΟ καταλήγει να το πληρώνει εν μέρει ο καταναλωτής – ενώ κάτι παρόμοιο φαίνεται να ισχύει και στις τράπεζες, όπου ο συνδυασμός υψηλής κερδοφορίας και υψηλών αποδοχών (και συντάξεων) δεν μου φαίνεται άσχετος με το «άνοιγμα» μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων.

Χάρη σε αυτόν τον επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων, οι εισφορές σου «αυγαταίνουν» περισσότερο εάν είσαι δημοσιογράφος, ή γιατρός, ή μηχανικός, ή δικηγόρος, ή στρατιωτικός, ή σε κάποια ΔΕΚΟ, ή έστω στο Δημόσιο – πολύ περισσότερο από ό,τι εάν είσαι στο ΙΚΑ. Έτσι, μεταξύ δύο ασφαλισμένων ίδιας ηλικίας που πληρώνουν τις ίδιες εισφορές, ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ θα βγει στη σύνταξη έως και 10 χρόνια αργότερα από τον ασφαλισμένο του ΤΑΠ-ΟΤΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ – και όταν βγει θα παίρνει χαμηλότερη σύνταξη.

6. «Το σύστημα – τουλάχιστον – ευνοεί τις γυναίκες»

Όχι όλες! Σίγουρα όχι όσες δεν εργάζονται (κατά κανόνα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων φροντίδας παιδιών ή ηλικιωμένων συγγενών). Ούτε όσες, συχνά για παρόμοιους λόγους, κατάφεραν να εργαστούν μόνο 8, ή 10, ή 12, ή ακόμη 14 χρόνια και έτσι δεν «στοιχειοθετούν» δικαίωμα για σύνταξη.

Βέβαια, το σύστημα ευνοεί τις εργαζόμενες του «προστατευμένου» τομέα. Όσο για τις ρυθμίσεις που αφορούν τις μητέρες ανηλίκων, τις βρίσκω υπερβολικά ευνοϊκές. Ακόμη και με το σημερινό «αυστηρότερο» καθεστώς (δηλ. μετά από τη σταδιακή κατάργηση της 15ετίας), μια μητέρα ανηλίκων με 25 χρόνια δουλειά στο Δημόσιο δικαιούται πλήρη σύνταξη στα 50: δηλ. με τελευταίες αποδοχές 300.000 δρχ. το μήνα θα πάρει σύνταξη 240.000 δρχ. το μήνα. Με τόσο λίγα χρόνια ασφάλισης και τόσο πολλά χρόνια σύνταξης (μια γυναίκα 50 χρονών ζει στην Ελλάδα κατά μέσο όρο έως τα 80), μια ασφαλιστική εταιρεία είναι ζήτημα εάν θα της έδινε 40.000 δρχ. το μήνα, και αυτό μόνο εάν πλήρωνε ασφάλιστρα ίσα με τις εισφορές του ΙΚΑ.

«Ναι αλλά» θα πει κάποιος «έτσι προστατεύεται η μητρότητα». Μια μητέρα ανηλίκων 50 ετών αναγκάζεται σχεδόν να βγει στη σύνταξη προτού τα παιδιά της πάψουν να είναι ανήλικα. Εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τη μητρότητα, με πολύ λιγότερους πόρους θα μπορούσαμε να γεμίσουμε την επικράτεια με βρεφονηπιακούς σταθμούς και να πληρώνουμε σε όλες τις εργαζόμενες διετείς άδειες τοκετού με πλήρεις αποδοχές (και χωρίς επιβάρυνση του εργοδότη).

7. «Τα όρια ηλικίας είναι ήδη υψηλά και δεν μπορούν να αυξηθούν»

Τα όρια ηλικίας είναι υψηλότερα σε πλουσιότερες χώρες (όπου οι άνθρωποι μάλιστα ζουν λιγότερο από εμάς). Γενικά, καθώς ζούμε περισσότερα χρόνια και με καλύτερη υγεία, είναι λογικό να προσαρμόζουμε την πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης προς τα πάνω. Εκτός και αν προτιμάμε να παίρνουμε χαμηλότερες συντάξεις (η τρίτη λύση, η περαιτέρω αύξηση των εισφορών ως ποσοστό του μισθού, δεν προτείνεται από κανέναν).

Χαμηλή ηλικία συνταξιοδότησης σημαίνει λιγότερα χρόνια εργασίας (και άρα ασφάλισης) και ταυτόχρονα περισσότερα χρόνια στη σύνταξη – και αυτό με τη σειρά του σημαίνει μικρότερο δια βίου εισόδημα. Εκτός και εάν θέλουμε να βγαίνουμε στη σύνταξη νωρίτερα μόνο και μόνο για να μπορούμε απερίσπαστοι να συνεχίσουμε να δουλεύουμε «στη μαύρη» (όπως οι συνταξιούχοι της Εθνικής που πιάνουν δουλειά ως σύμβουλοι της Πίστεως, οι μητέρες ανηλίκων του Δημοσίου που ανοίγουν μπουτίκ κ.ο.κ.). Επί πλέον, η εξίσωση όλων των ορίων ηλικίας στα 65 ουσιαστικά «πλήττει» κυρίως τους «παλαιούς» ασφαλισμένους των «ευγενών» ταμείων. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους είναι ήδη στα 65.

Σε κάθε περίπτωση, για την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αρκεί η αύξηση των ορίων: χρειάζεται επίσης αναθεώρηση των αναπηρικών συντάξεων (πρωταθλητής στην Ελλάδα η Κρήτη, η υγιέστερη περιφέρεια στην Ευρώπη) και των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (στα οποία, ελλείψει ανθρακωρύχων, συγκαταλέγονται οι παρουσιαστές ραδιοφώνου, το προσωπικό εδάφους των αεροπορικών εταιρειών, οι κομμωτές, οι ελεγκτές των τρόλλεϋ, οι σερβιτόροι – όχι, όμως, οι βοηθοί τους …).

8. «Εάν αντιμετωπιζόταν η εισφοροδιαφυγή το πρόβλημα θα λυνόταν»

Η εισφοροδιαφυγή πολύ συχνά γίνεται με συναίνεση του εργαζομένου. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο σημερινό σύστημα η εισφοροδιαφυγή συμφέρει: μειώνει τις κρατήσεις άρα αυξάνει τις καθαρές αποδοχές του εργαζομένου, ενώ αφήνει ανεπηρέαστο το ύψος της μελλοντικής σύνταξης. Πράγματι, είτε με 15 έτη ασφάλισης είτε με 25, οι περισσότεροι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ δικαιούνται την ίδια σύνταξη. Για αυτό, άλλωστε, το 50% των νέων συνταξιούχων του ΙΚΑ εμφανίζουν λιγότερα από 6.900 ένσημα (23 χρόνια ασφάλισης) – εν έτει 2001!

Τι σημαίνει αυτό; ότι η εισφοροδιαφυγή δεν είναι μια εξωγενής μεταβλητή αλλά προϊόν της λογικής του συστήματος. Για αυτό, η εισφοροδιαφυγή δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ούτε με μηχανογράφηση, ούτε με ηθικές παραινέσεις, ούτε με αστυνομικά μέτρα – αλλά εθελοντικά, με την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας του συστήματος.


Να ανακεφαλαιώσω. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, αφού δεν αίρει τις ανισότητες που παράγει η οικονομία και η αγορά εργασίας αλλά τις αναπαράγει. Είναι πελατειακό και κατακερματισμένο. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ γενεών ασφαλισμένων και μεταξύ ταμείων. Απειλεί να υπονομεύσει τη μελλοντική ευημερία, αλλά και το “κοινωνικό συμβόλαιο” δηλ. την αλληλεγγύη των γενεών. Με λίγα λόγια: βρίσκεται σε βαθύ αδιέξοδο.

Πώς μπορούμε να βγούμε από το αδιέξοδο; Εδώ κρίνεται η ωριμότητα της κοινωνίας μας και η σοφία των πολιτικών ελίτ (δηλ. της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των εργατικών συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων και όλων των άλλων διαμορφωτών της κοινής γνώμης).

Ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές;

Θεωρώ ως δεδομένο ότι μεταρρύθμιση θα υπάρξει, παρότι δεν γνωρίζω εάν θα γίνει σε αυτή την τετραετία ή από κάποια άλλη κυβέρνηση στο μέλλον, εάν θα στοχεύει στη δίκαιη κατανομή του κόστους της αναγκαίας προσαρμογής ή απλώς στη με κάθε τίμημα επίτευξη της βιωσιμότητας. Δεν τολμώ καν να διανοηθώ το τρίτο ενδεχόμενο, του «παιγνιδιού της χειροβομβίδας»: της συνεχούς αναβολής της μεταρρύθμισης μέχρι την τελική κατάρρευση – εν μέρει γιατί είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος, εν μέρει γιατί έχω παιδιά και δεν θέλω η «χειροβομβίδα» να εκραγεί στα χέρια τους.

Δεν αποτελεί λύση η αναβολή της μεταρρύθμισης (ή αποδυνάμωσή της) στο όνομα της «συνοχής», του κυβερνώντος κόμματος ή του συνδικαλιστικού κινήματος. Η συνοχή είναι καλό πράγμα γενικώς, αλλά όχι όταν το λογαριασμό τον πληρώνουν οι «εκτός των τειχών»: οι εκτός αγοράς εργασίας, οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι, οι νέοι. Ας αποφασίσουμε, εάν θέλουμε, ότι τα ελλείμματα των συντάξεών μας θα τα πληρώσει η γενιά των παιδιών μας – ας μην υποκρινόμαστε, όμως, ότι το κάνουμε στο όνομα της αλληλεγγύης των γενεών. Κάθε αναβολή υποθηκεύει τη μελλοντική ευημερία της χώρας και καθιστά μια βιαιότερη προσαρμογή του συστήματος σε λίγα χρόνια αναπόφευκτη.

Επομένως, μένουν δύο λύσεις. Η πρώτη (ας την ονομάσουμε «φιλελεύθερη»), συνίσταται στην επικράτηση λύσεων που επιδιώκουν την «εξυγίανση» μέσω της απλής μείωσης του κόστους του συστήματος συντάξεων: ιδιωτικοποίηση μέρους του συστήματος και μετεξέλιξή του σε κεφαλαιοποιητικό, σταδιακή μετατροπή του κρατικού συστήματος σε προνοιακού τύπου πυλώνα για τους απόρους. Δεν φαίνεται να συγκεντρώνει μεγάλη συναίνεση προς το παρόν, αλλά δεν βλέπω σε τι άλλο θα στραφεί η κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα εάν όσοι επικαλούνται το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος συνεχίσουν να το υποσκάπτουν και να πλήττουν την αξιοπιστία του.

Η δεύτερη λύση συνίσταται ακριβώς στην ανανέωση της εμπιστοσύνης όλων στη δυνατότητα του συστήματος να επιτυγχάνει το στόχο για τον οποίο επινοήθηκε: κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλεγγύη των γενεών. Ελάχιστη προϋπόθεση για το πρώτο είναι η αποκατάσταση της αρχής της ισονομίας των ασφαλισμένων. Ελάχιστη προϋπόθεση για το δεύτερο είναι η συγκράτηση των ελλειμμάτων.

Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που μπορεί κανείς να προσάψει κάτι στις προτάσεις Γιαννίτση είναι όχι η «αναλγησία» τους αλλά η υπερβολική μετριοπάθειά τους. Η υιοθέτησή τους, όπως αναφέρεται στο κείμενο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απλώς θα μετέθετε χρονικά την αναγκαιότητα για πιο μόνιμες λύσεις. Η τελική απόσυρση των προτάσεων Γιαννίτση ίσως διευκολύνει τη συζήτηση για τη μορφή λύσεων που και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα (άρα και την αλληλεγγύη των γενεών) εξασφαλίζουν, και τους αναδιανεμητικούς στόχους ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος επιτυγχάνουν.

Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό. Ο αριθμός των συνδυασμών αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας που είναι τεχνικά εφικτοί αφήνει άνετα περιθώρια επιλογής. Έχω εκφράσει με άλλη ευκαιρία την ιδιαίτερη προτίμησή μου σε ένα μεικτό σύστημα βασικής + ανταποδοτικής σύνταξης, το οποίο:

- διανέμει εξ ίσου την κρατική χρηματοδότηση συγκεντρώνοντάς την σε μια Σύνταξη του Πολίτη, η οποία παρέχει μια κοινή εισοδηματική βάση σε κάθε ηλικιωμένο ανεξαρτήτως εισφορών

ενώ επί πλέον:

- παρέχει Συμπληρωματική Σύνταξη ανάλογη με το ποσό των εισφορών που καταβλήθηκαν στη διάρκεια όλου του εργάσιμου βίου από τον ασφαλισμένο και τον εκάστοτε εργοδότη του, διατηρώντας άθικτη την ανταποδοτικότητα των εισφορών (προϋπόθεση για τη δραστική μείωση της «συναινετικής» εισφοροδιαφυγής).

Ας σημειωθεί ότι η στενή σχέση εισφορών-παροχών στο πλαίσιο ενός δημόσιου διανεμητικού συστήματος συντάξεων αποτελεί την ουσία του νέου Σουηδικού μοντέλου: ένα σύστημα που μιμείται το μηχανισμό του κεφαλαιοποιητικού, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους του.

Η ιδέα του συνδυασμού βασικής + ανταποδοτικής σύνταξης δεν είναι δική μου αποκλειστικότητα: μια παραλλαγή είχε υποστηριχθεί (σε ομιλία στη Βουλή το 1992) από το σημερινό Πρωθυπουργό, άλλη παραλλαγή έχει αξιολογηθεί από τους Βρετανούς αναλογιστές (περιέχεται στο κείμενο που διένειμε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων), ενώ παρόμοιες ιδέες υποστηρίζουν και σύμβουλοι της ΓΣΕΕ. Παρότι η πρόταση δεν έχει ακόμη υιοθετηθεί επισήμως από καμία πλευρά, θα μπορούσε να αποτελεί σημείο σύγκλισης του διαλόγου.

Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό μα πολιτικό: συνίσταται στη συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας που να ενώνει όσους αδικούνται από το σημερινό σύστημα με εκείνους που παρότι προσωπικά ευνοούνται από αυτό έχουν πειστεί για την ανάγκη μεταρρύθμισης. Τέτοιοι πολίτες υπάρχουν ακόμη – και απαιτούν η φωνή τους να μην χαθεί στην οχλαγωγία των ημερών.