Comic strip από τη σειρά Calvin and Hobbes. Μου φαίνεται διασκεδαστικό - ίσως και διαφωτιστικό, του τύπου «απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας για την κατανόηση της οικονομικής κρίσης».
20 Ιανουαρίου 2009
Calvin and Hobbes
18 Ιανουαρίου 2009
Τι διακυβεύεται στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ;
Γράφτηκε από κοινού με τον Γιώργο Παγουλάτο. Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009)
Τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μήνες, τα πανεπιστήμια έχουν καταστεί επίκεντρο της βίας που συνταράσσει την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο επειδή εξαιτίας του ασύλου προσφέρονται ως ορμητήρια ομάδων σε διαρκή πόλεμο με την αστυνομία. Αλλά και επειδή μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αποδειχθεί ανίκανη να κατανοήσει ότι χωρίς ελευθερία έκφρασης και χωρίς δημοκρατική λειτουργία δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Ο κατάλογος των κρουσμάτων βίας είναι μακρύς. Φοιτητικές παρατάξεις λύνουν τις διαφορές τους με γροθιές, καρεκλοπόδαρα και σιδερένιους λοστούς. Ομάδες φοιτητών εισβάλλουν σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, τις διαλύουν για να αποτρέψουν αποφάσεις που δεν είναι του γούστου τους, και κρατούν τους καθηγητές ομήρους μέχρι να τα καταφέρουν. Φοιτητές αρπάζουν κάλπες για να εμποδίσουν την εκλογή πρυτανικών αρχών. Συνεργεία φοιτητών-οικοδόμων χτίζουν τις πόρτες σε γραφεία καθηγητών. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι προπηλακίζονται, με αποτέλεσμα τη διακομιδή των πιο άτυχων στο νοσοκομείο. Εκδηλώσεις διαλύονται από αγανακτισμένους «αντιεξουσιαστές», που ενίοτε φτάνουν έως τον άγριο ξυλοδαρμό των ομιλητών. Να προσθέσουμε και τη συστηματική καταστροφή της πανεπιστημιακής περιουσίας, με βανδαλισμούς σε εργαστήρια, γραφεία καθηγητών, αίθουσες διδασκαλίας και γραμματείες, με το ανεμπόδιστο πλιάτσικο σε εργαλεία και εξοπλισμό. Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για την κατάλυση στην πράξη του πανεπιστημιακού ασύλου – το οποίο, θυμίζουμε, θεσμοθετήθηκε για να προάγει ακριβώς την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο.
Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Κατ’ αρχήν, προφανώς, οι φυσικοί αυτουργοί των επεισοδίων αυτών. Όχι, όμως, μόνο αυτοί. Μεγάλο μέρος της ευθύνης βαρύνει επίσης όσους από τυχοδιωκτισμό ή ανευθυνότητα προσφέρουν πολιτική κάλυψη στα φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στα πανεπιστήμια. Ανάμεσα στους τελευταίους, πρώτη φιγουράρει η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Αντί να προστατεύσει τα μέλη της (όπως είναι η στοιχειώδης υποχρέωση κάθε συνδικάτου), έχει επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές κρεσέντο «επαναστατικής» δημαγωγίας και πολιτικής ανευθυνότητας. Τα ανακλαστικά της (ταχύτατα όταν πρόκειται π.χ. για την αστυνομική βία ή το μεσανατολικό) γίνονται κατατονικά όποτε πρέπει να καταδικάσει το πολλοστό κρούσμα βιαιοπραγίας στα πανεπιστήμια. Όμως, η ανοχή στη βία είναι συνενοχή.
Η «μπλαζέ» στάση της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ μπροστά στους τραμπουκισμούς των ακραίων ομάδων (με θύματα μέλη της!) ή στις καταστροφές στα πανεπιστήμια είναι το θλιβερό προϊόν μιας πολιτικής επιλογής που έγινε εδώ και αρκετό καιρό και έκτοτε εφαρμόζεται με συνέπεια: από τη μια στείρα άρνηση και συνεχής σύγκρουση, από την άλλη συμμαχία με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Η ΠΟΣΔΕΠ έχει περιέλθει στον έλεγχο μιας ακραίας μειοψηφίας διότι η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δεν συμμετέχει στις συλλογικές διαδικασίες. Κατανοητό, καθώς η εικόνα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης του κλάδου απογοητεύει και εξοργίζει. Οι περισσότεροι σοβαροί πανεπιστημιακοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την ΠΟΣΔΕΠ. Όμως στην αποχή των πολλών μετριοπαθών βασίζεται και η επικράτηση των λίγων ακραίων που σήμερα διαφεντεύουν την ΠΟΣΔΕΠ. Η αποχή της μεγάλης πλειονότητας των πανεπιστημιακών δεν είναι λύση, αντιθέτως είναι η ρίζα του προβλήματος. Το κενό που αφήνει η απουσία των καλύτερων σπεύδουν πάντα να το καλύψουν οι χειρότεροι. Για τους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει φυγή από την κατάντια του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπάρχει μόνο συμμετοχή για να αντιστρέψουμε την πορεία απαξίωσης.
Είτε τους γυρίσουμε την πλάτη είτε όχι, οι εκπρόσωποι της ΠΟΣΔΕΠ θα συνεχίσουν να μιλάνε στο όνομά μας και για λογαριασμό μας. Τα ΜΜΕ θα συνεχίσουν να αναμεταδίδουν τις ακραίες θέσεις τους ως τάχα θέσεις «των πανεπιστημιακών», και η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάλυψη στην κουλτούρα της βίας και δυσανεξίας που έχει για τα καλά εγκατασταθεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η πορεία ανάταξης του δημόσιου πανεπιστημίου ξεκινά από την ανάδειξη εκπροσώπων που θα αντιπροσωπεύουν πραγματικά το πανεπιστήμιο. Η αρχή έγινε πρόπερσι με την κίνηση των «χιλίων» πανεπιστημιακών. Παράλληλα, στην ΠΟΣΔΕΠ υπάρχει και μειοψηφία, που αντιτάσσεται σθεναρά στην πολιτική της κυρίαρχης ομάδας.
Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ξεκινώντας 20 Ιανουαρίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι ανά σχολή σύλλογοι θα στείλουν εκπροσώπους στο συνέδριο που τον Μάρτιο θα αναδείξει τη νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Οι περίπου δέκα χιλιάδες πανεπιστημιακοί της χώρας πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα ερώτημα: θα εξακολουθήσουμε να επιτρέπουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ να μας εκπροσωπεί; Αν η απάντηση είναι όχι, τότε μας μένει μία επιλογή. Να συμμετέχουμε μαζικά στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που απορρίπτουν τη στείρα σύγκρουση και τη βία και υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μήνες, τα πανεπιστήμια έχουν καταστεί επίκεντρο της βίας που συνταράσσει την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο επειδή εξαιτίας του ασύλου προσφέρονται ως ορμητήρια ομάδων σε διαρκή πόλεμο με την αστυνομία. Αλλά και επειδή μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αποδειχθεί ανίκανη να κατανοήσει ότι χωρίς ελευθερία έκφρασης και χωρίς δημοκρατική λειτουργία δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Ο κατάλογος των κρουσμάτων βίας είναι μακρύς. Φοιτητικές παρατάξεις λύνουν τις διαφορές τους με γροθιές, καρεκλοπόδαρα και σιδερένιους λοστούς. Ομάδες φοιτητών εισβάλλουν σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, τις διαλύουν για να αποτρέψουν αποφάσεις που δεν είναι του γούστου τους, και κρατούν τους καθηγητές ομήρους μέχρι να τα καταφέρουν. Φοιτητές αρπάζουν κάλπες για να εμποδίσουν την εκλογή πρυτανικών αρχών. Συνεργεία φοιτητών-οικοδόμων χτίζουν τις πόρτες σε γραφεία καθηγητών. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι προπηλακίζονται, με αποτέλεσμα τη διακομιδή των πιο άτυχων στο νοσοκομείο. Εκδηλώσεις διαλύονται από αγανακτισμένους «αντιεξουσιαστές», που ενίοτε φτάνουν έως τον άγριο ξυλοδαρμό των ομιλητών. Να προσθέσουμε και τη συστηματική καταστροφή της πανεπιστημιακής περιουσίας, με βανδαλισμούς σε εργαστήρια, γραφεία καθηγητών, αίθουσες διδασκαλίας και γραμματείες, με το ανεμπόδιστο πλιάτσικο σε εργαλεία και εξοπλισμό. Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για την κατάλυση στην πράξη του πανεπιστημιακού ασύλου – το οποίο, θυμίζουμε, θεσμοθετήθηκε για να προάγει ακριβώς την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο.
Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Κατ’ αρχήν, προφανώς, οι φυσικοί αυτουργοί των επεισοδίων αυτών. Όχι, όμως, μόνο αυτοί. Μεγάλο μέρος της ευθύνης βαρύνει επίσης όσους από τυχοδιωκτισμό ή ανευθυνότητα προσφέρουν πολιτική κάλυψη στα φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στα πανεπιστήμια. Ανάμεσα στους τελευταίους, πρώτη φιγουράρει η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Αντί να προστατεύσει τα μέλη της (όπως είναι η στοιχειώδης υποχρέωση κάθε συνδικάτου), έχει επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές κρεσέντο «επαναστατικής» δημαγωγίας και πολιτικής ανευθυνότητας. Τα ανακλαστικά της (ταχύτατα όταν πρόκειται π.χ. για την αστυνομική βία ή το μεσανατολικό) γίνονται κατατονικά όποτε πρέπει να καταδικάσει το πολλοστό κρούσμα βιαιοπραγίας στα πανεπιστήμια. Όμως, η ανοχή στη βία είναι συνενοχή.
Η «μπλαζέ» στάση της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ μπροστά στους τραμπουκισμούς των ακραίων ομάδων (με θύματα μέλη της!) ή στις καταστροφές στα πανεπιστήμια είναι το θλιβερό προϊόν μιας πολιτικής επιλογής που έγινε εδώ και αρκετό καιρό και έκτοτε εφαρμόζεται με συνέπεια: από τη μια στείρα άρνηση και συνεχής σύγκρουση, από την άλλη συμμαχία με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Η ΠΟΣΔΕΠ έχει περιέλθει στον έλεγχο μιας ακραίας μειοψηφίας διότι η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δεν συμμετέχει στις συλλογικές διαδικασίες. Κατανοητό, καθώς η εικόνα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης του κλάδου απογοητεύει και εξοργίζει. Οι περισσότεροι σοβαροί πανεπιστημιακοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την ΠΟΣΔΕΠ. Όμως στην αποχή των πολλών μετριοπαθών βασίζεται και η επικράτηση των λίγων ακραίων που σήμερα διαφεντεύουν την ΠΟΣΔΕΠ. Η αποχή της μεγάλης πλειονότητας των πανεπιστημιακών δεν είναι λύση, αντιθέτως είναι η ρίζα του προβλήματος. Το κενό που αφήνει η απουσία των καλύτερων σπεύδουν πάντα να το καλύψουν οι χειρότεροι. Για τους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει φυγή από την κατάντια του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπάρχει μόνο συμμετοχή για να αντιστρέψουμε την πορεία απαξίωσης.
Είτε τους γυρίσουμε την πλάτη είτε όχι, οι εκπρόσωποι της ΠΟΣΔΕΠ θα συνεχίσουν να μιλάνε στο όνομά μας και για λογαριασμό μας. Τα ΜΜΕ θα συνεχίσουν να αναμεταδίδουν τις ακραίες θέσεις τους ως τάχα θέσεις «των πανεπιστημιακών», και η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάλυψη στην κουλτούρα της βίας και δυσανεξίας που έχει για τα καλά εγκατασταθεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η πορεία ανάταξης του δημόσιου πανεπιστημίου ξεκινά από την ανάδειξη εκπροσώπων που θα αντιπροσωπεύουν πραγματικά το πανεπιστήμιο. Η αρχή έγινε πρόπερσι με την κίνηση των «χιλίων» πανεπιστημιακών. Παράλληλα, στην ΠΟΣΔΕΠ υπάρχει και μειοψηφία, που αντιτάσσεται σθεναρά στην πολιτική της κυρίαρχης ομάδας.
Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ξεκινώντας 20 Ιανουαρίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι ανά σχολή σύλλογοι θα στείλουν εκπροσώπους στο συνέδριο που τον Μάρτιο θα αναδείξει τη νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Οι περίπου δέκα χιλιάδες πανεπιστημιακοί της χώρας πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα ερώτημα: θα εξακολουθήσουμε να επιτρέπουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ να μας εκπροσωπεί; Αν η απάντηση είναι όχι, τότε μας μένει μία επιλογή. Να συμμετέχουμε μαζικά στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που απορρίπτουν τη στείρα σύγκρουση και τη βία και υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
1 Ιανουαρίου 2009
Il caldo inverno greco
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Ιανουάριος 2009)
Anche se è ancora troppo presto per stabilire che cosa ha causato la “ribellione” dei giovani, proviamo a riordinare le nostre idee.
Un agente della polizia che usa la sua arma per uccidere (a quanto pare, a sangue freddo) un 15enne perchè lo ha insultato è ovviamente un caso eccezionale. Il senso d’impunità dei nostri poliziotti e la loro percezione di stare al di sopra della legge è invece la regola. Non tutti sono assassini, certo. Ma è vero che la polizia agisce troppo spesso con brutalità gratuita (per esempio nei confronti degli immigrati), è vero che nei suoi ranghi la corruzione è troppo diffusa, e soppratutto è vero che i poliziotti violenti e/o corrotti possono sempre contare sulla complicità di colleghi e superiori, e sulla “comprensione” dei giudici. La faccenda si complica assai quando c’è un morto (e così giovane poi) – ma, come è successo prima, un modo per trasformare una sentenza di ergastolo di primo grado in appena tre anni di reclusione, e poi la libertà, si trova sempre. Perchè pensare che questa volta andrà diversamente?
Questa sfiducia nella capacità della polizia e dei suoi vertici di punire i colpevoli e di sradicare quello che è marcio al suo interno si colloca in un contesto di sfiducia generale nei confronti delle istituzioni – tutte. Basta sfogliare i titoli dei quotidiani negli ultimi due o tre anni: giudici che proteggono i criminali; monaci che vanno in giro in elicottero (“per fare più in fretta”) e hanno offshore accounts milionari; e, ovviamente, ministri che usano le risorse dello stato come se fosse loro proprietà privata. Un degrado morale mai visto prima, durante il regno di un primo ministro cha aveva promesso di sconfiggere i poteri forti (o, testualmente, con eleganza tipica, di “abbattere i ruffiani”).
In questo cocktail già poco promettente si deve aggiungere il fatto che la quotidianità attuale e le prospettive future dei giovani sono piuttosto cupe. Come mostrano gli studi internazionali, i nostri liceali studiano più e imparano meno di tanti altri europei loro coetanei. Le università migliori lavorano bene, ma escono sconfitte dalla burocrazia statale e lo scombussolamento provocato dalla contestazione endemica e cieca da parte di una minoranza dei loro studenti. Il livello di disoccupazione dei giovani è paragonabile solo al sud d’Italia. Anche chi lavora deve fare i conti con stipendi bassissimi e contratti precari. E, in sottofondo, la presenza soffocante di una famiglia iperprottettiva che non crede più al lavoro come valore ma coltiva invece aspettative alte e infondate.
Tutto questo aiuta a capire l’intensità della reazione di tanti adolescenti all’uccisione del loro coetaneo. Ma per spiegare la violenza, i danni alle banche e ai negozi, e la distruzione delle università statali, delle bibliotecche pubbliche, dei teatri nazionali, ci vuole ben altro. Bisogna andare oltre la repulsione dei borghesi, che sicuramente sembrerebbe meno inverosimile se non fossero così abituati ad evadere le tasse e ad ignorare le regole quando gli fa comodo. Bisogna anche mettere da parte le analisi (auto-)assolutorie dei nostri rivoluzionari finti che battezzano “rivolta sociale” (e dunque, si intende, degna di rispetto) ogni violenza cieca e indiscriminata nei confronti delle università, delle biblioteche, dei teatri – tutte istituzioni pubbliche e, guarda caso, tutte indifese.
Per capire la violenza di un numero elevato di giovani, e la complicità alla violenza di un numero ancora più elevato di giovani e meno giovani, bisogna invece affrontare temi e argomenti piuttosto scomodi. Come l’indifferenza profonda – se non il compiacimento aperto – di una stragrande maggioranza dei greci nei confronti delle varie azioni dei terroristi del gruppo “17 novembre”. Come la solidarietà spontanea di una maggioranza altrettanto ampia ai regimi e ai leader più sanguinosi del nostro tempo (Milosevich, Saddam e altri) per il solo merito del loro antiamericanismo. Come il silenzio dei sindacati e la scarsa attenzione del pubblico alle decine di vittime (tutti immigrati) della corsa pazza per completare in tempo gli stadi e le altre strutture dell’olimpiade di Atene. Come la tacita accettazione e, spesso, entusiasta partecipazione al crollo delle più elementari regole di convivenza civile che è il caos del traffico quotidiano. Come la rassegnazione di tutti davanti agli scontri settimanali e perfettamente organizzati fra tifoserie rivali.
Certo, la cultura della violenza non è del tutto sconosciuta nell’Europa occidentale: era abbastanza diffusa nel medioevo, durante le grandi guerre, negli anni di piombo. Né è del tutto sconosciuta nel mondo di oggi: è abbastanza diffusa in quello che una volta veniva chiamato il Terzo Mondo. Forse noi greci, eredi della culla della civiltà, abbiamo solo sbagliato secolo – o continente.
Anche se è ancora troppo presto per stabilire che cosa ha causato la “ribellione” dei giovani, proviamo a riordinare le nostre idee.
Un agente della polizia che usa la sua arma per uccidere (a quanto pare, a sangue freddo) un 15enne perchè lo ha insultato è ovviamente un caso eccezionale. Il senso d’impunità dei nostri poliziotti e la loro percezione di stare al di sopra della legge è invece la regola. Non tutti sono assassini, certo. Ma è vero che la polizia agisce troppo spesso con brutalità gratuita (per esempio nei confronti degli immigrati), è vero che nei suoi ranghi la corruzione è troppo diffusa, e soppratutto è vero che i poliziotti violenti e/o corrotti possono sempre contare sulla complicità di colleghi e superiori, e sulla “comprensione” dei giudici. La faccenda si complica assai quando c’è un morto (e così giovane poi) – ma, come è successo prima, un modo per trasformare una sentenza di ergastolo di primo grado in appena tre anni di reclusione, e poi la libertà, si trova sempre. Perchè pensare che questa volta andrà diversamente?
Questa sfiducia nella capacità della polizia e dei suoi vertici di punire i colpevoli e di sradicare quello che è marcio al suo interno si colloca in un contesto di sfiducia generale nei confronti delle istituzioni – tutte. Basta sfogliare i titoli dei quotidiani negli ultimi due o tre anni: giudici che proteggono i criminali; monaci che vanno in giro in elicottero (“per fare più in fretta”) e hanno offshore accounts milionari; e, ovviamente, ministri che usano le risorse dello stato come se fosse loro proprietà privata. Un degrado morale mai visto prima, durante il regno di un primo ministro cha aveva promesso di sconfiggere i poteri forti (o, testualmente, con eleganza tipica, di “abbattere i ruffiani”).
In questo cocktail già poco promettente si deve aggiungere il fatto che la quotidianità attuale e le prospettive future dei giovani sono piuttosto cupe. Come mostrano gli studi internazionali, i nostri liceali studiano più e imparano meno di tanti altri europei loro coetanei. Le università migliori lavorano bene, ma escono sconfitte dalla burocrazia statale e lo scombussolamento provocato dalla contestazione endemica e cieca da parte di una minoranza dei loro studenti. Il livello di disoccupazione dei giovani è paragonabile solo al sud d’Italia. Anche chi lavora deve fare i conti con stipendi bassissimi e contratti precari. E, in sottofondo, la presenza soffocante di una famiglia iperprottettiva che non crede più al lavoro come valore ma coltiva invece aspettative alte e infondate.
Tutto questo aiuta a capire l’intensità della reazione di tanti adolescenti all’uccisione del loro coetaneo. Ma per spiegare la violenza, i danni alle banche e ai negozi, e la distruzione delle università statali, delle bibliotecche pubbliche, dei teatri nazionali, ci vuole ben altro. Bisogna andare oltre la repulsione dei borghesi, che sicuramente sembrerebbe meno inverosimile se non fossero così abituati ad evadere le tasse e ad ignorare le regole quando gli fa comodo. Bisogna anche mettere da parte le analisi (auto-)assolutorie dei nostri rivoluzionari finti che battezzano “rivolta sociale” (e dunque, si intende, degna di rispetto) ogni violenza cieca e indiscriminata nei confronti delle università, delle biblioteche, dei teatri – tutte istituzioni pubbliche e, guarda caso, tutte indifese.
Per capire la violenza di un numero elevato di giovani, e la complicità alla violenza di un numero ancora più elevato di giovani e meno giovani, bisogna invece affrontare temi e argomenti piuttosto scomodi. Come l’indifferenza profonda – se non il compiacimento aperto – di una stragrande maggioranza dei greci nei confronti delle varie azioni dei terroristi del gruppo “17 novembre”. Come la solidarietà spontanea di una maggioranza altrettanto ampia ai regimi e ai leader più sanguinosi del nostro tempo (Milosevich, Saddam e altri) per il solo merito del loro antiamericanismo. Come il silenzio dei sindacati e la scarsa attenzione del pubblico alle decine di vittime (tutti immigrati) della corsa pazza per completare in tempo gli stadi e le altre strutture dell’olimpiade di Atene. Come la tacita accettazione e, spesso, entusiasta partecipazione al crollo delle più elementari regole di convivenza civile che è il caos del traffico quotidiano. Come la rassegnazione di tutti davanti agli scontri settimanali e perfettamente organizzati fra tifoserie rivali.
Certo, la cultura della violenza non è del tutto sconosciuta nell’Europa occidentale: era abbastanza diffusa nel medioevo, durante le grandi guerre, negli anni di piombo. Né è del tutto sconosciuta nel mondo di oggi: è abbastanza diffusa in quello che una volta veniva chiamato il Terzo Mondo. Forse noi greci, eredi della culla della civiltà, abbiamo solo sbagliato secolo – o continente.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)