Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009)
Οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών θα κληθούν από τη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (συμμαχία του ΚΚΕ με τη νεοκομμουνιστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ) να υπερψηφίσουν στο συνέδριο τον απολογισμό των δύο τελευταίων ετών. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ψήφο εμπιστοσύνης. Προτού λοιπόν χαρίσουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ το δικαίωμα να μας εκπροσωπεί για άλλα δύο χρόνια, είτε εκλέγοντας υποστηρικτές της στους συλλόγους, είτε (συνηθέστερα) απέχοντας από την εκλογική διαδικασία, ας το σκεφτούμε καλά.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση (με διαφορετικό κάθε φορά πρόσχημα) και τη συμπόρευση με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού. Η πολιτική αυτή υποσκάπτει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι συνεχείς απεργίες αποδεκατίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι συνεχείς διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχουν όλο και λιγότεροι πανεπιστημιακοί, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι συνεχείς καταλήψεις, τις οποίες η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ ανοιχτά ενθαρρύνει, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε κατάλυση των ελευθεριών και εκτεταμένες καταστροφές.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ απορρίπτει κάθε συζήτηση για μεταρρύθμιση, προτού καν ακούσει ποια είναι η πρόταση. Προκειμένου να ξορκίσει τις αλλαγές που χρειάζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο, δεν διστάζει να γίνει απολογητής των πιο εκφυλιστικών όψεων της σημερινής λειτουργίας του (π.χ. του νεποτισμού σε ορισμένα Τμήματα). Εν τω μεταξύ, μεταχειρίζεται τα μισθολογικά και άλλα αιτήματα ως πρόσχημα για να συντηρεί την αναταραχή για την αναταραχή.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει οδηγήσει το δημόσιο πανεπιστήμιο σε παρακμή, τους πανεπιστημιακούς σε ανυποληψία, τους συλλόγους σε αποξένωση από το κοινό αίσθημα των μελών τους.
Για πόσο ακόμη θα επιτρέπουμε σε αυτή την ηγεσία να μας εκπροσωπεί; Όσοι θέλουμε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο, που προάγει την επιστήμη και την έρευνα, και διδάσκει την ανεκτικότητα και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμμετέχουμε στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
18 Φεβρουαρίου 2009
4 Φεβρουαρίου 2009
Το Ελληνικό «κοινωνικό μοντέλο»: εξασφαλισμένη ανελαστικότητα και άναρχη ευελιξία
Ομιλία σε ημερίδα του τομέα γυναικών του ΠΑΣΟΚ με θέμα «Αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση – στηρίζουμε τη γυναίκα» (Αθήνα 4 Φεβρουαρίου 2009)
Η γυναικεία απασχόληση είναι υπερβολικά χαμηλή στην Ελλάδα. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες (συνήθως νέες) ψάχνουν για δουλειά, άλλες τόσες (πολλές μητέρες) τα έχουν παρατήσει και τώρα πια δεν καταγράφονται καν ως άνεργες. Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης είναι προϋπόθεση για μια δυναμικότερη οικονομία, καθώς και για μια πιο σύγχρονη και πιο ανοιχτή κοινωνία. Επί πλέον, είναι προϋπόθεση για περισσότερη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων και μια δικαιότερη κατανομή των ρόλων και των υποχρεώσεων στην εργασία και στην οικογένεια.
Η απορρόφηση των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που θα ήθελαν να εργαστούν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, καθώς και η ύπαρξη χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, αποτελούν δομικά εμπόδια. Η κρίση κάνει προφανώς τα πράγματα δυσκολότερα. Αυτό που όμως συχνά υποτιμάται είναι η αρνητική συμβολή του Ελληνικού «κοινωνικού μοντέλου», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική προστασία και ασφάλιση αλληλεπιδρά με την αγορά εργασίας και την οικογένεια.
Είναι σημαντικό ότι η σημερινή ημερίδα καλύπτει και την κοινωνική προστασία, και την αγορά εργασίας και την οικογένεια. Συχνά παρατηρείται η αντίθετη τάση: να εξετάζεται η καθεμιά συνιστώσα του κοινωνικού μοντέλου χωριστά, αγνοώντας την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες δύο. Η τάση αυτή είναι κατανοητή και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη – οδηγεί, όμως, σε συγκεχυμένες αναλύσεις και αντιφατικές πολιτικές.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα η επίσημη αγορά εργασίας είναι υπερβολικά ανελαστική, ενώ ταυτόχρονα η ανεπίσημη είναι υπερβολικά ελαστική.
Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες (αν και εκεί όλο και λιγότερο) κατά κανόνα έχουμε μονιμότητα ή συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι αμοιβές είναι σχετικά ικανοποιητικές, οι κοινωνικές παροχές είναι συγκριτικά ευνοϊκότερες, τα ωράρια γενικά τηρούνται.
Στην υπόλοιπη αγορά εργασίας οι αμοιβές είναι συνήθως χαμηλές, οι υπερωρίες συχνά δεν πληρώνονται, τα ένσημα δεν γράφονται πάντοτε, οι κοινωνικές παροχές είναι χαμηλότερου επιπέδου, οι συμβάσεις είναι ορισμένου χρόνου, ή έργου, ή εμφανίζονται ως «συνεργασίες» με υπαλλήλους μεταμφιεσμένους σε ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο δυϊσμός αυτός της αγοράς εργασίας είναι καταστροφικός. Η ανελαστικότητα του προστατευμένου τομέα – σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα – κάνει απαγορευτικό το κόστος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η επέκταση της απασχόλησης δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον απροστάτευτο τομέα, ο οποίος κατάφερε να απορροφήσει μισό εκατομμύριο περίπου ξένους εργάτες στη δεκαετία του ’90.
Με τι τίμημα όμως: τις χαμηλές αμοιβές και τη συστηματική καταστρατήγηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Το τρομερό συμβάν της κτηνώδους επίθεσης εναντίον μιας θαρραλέας γυναίκας, της Κωνσταντίνας Κούνεβα, φανέρωσε σε μια ανυποψίαστη (;) κοινωνία μέχρι πού ακριβώς μπορεί να φτάσει η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων (συχνά γένους θηλυκού) σε αυτό το άναρχα ευέλικτο τμήμα της αγοράς εργασίας.
Σε τελευταία ανάλυση έχουμε ένα κλασσικό πρόβλημα «πολιτικής οικονομίας». Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελίτ, ακόμη και στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, τροφοδοτούνται κυρίως από το προστατευμένο τμήμα της αγοράς εργασίας. Τα μέλη και κυρίως τα στελέχη τους προέρχονται από το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ ή τις Τράπεζες – όταν δεν είναι γιατροί, δικηγόροι ή μηχανικοί. Όμως, ο κορμός της απασχόλησης (και ειδικά της γυναικείας απασχόλησης) δουλεύει στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, συνήθως σε κακοπληρωμένες δουλειές, συχνά δουλειές του ποδαριού, με λίγα ή καθόλου ένσημα, με ανεπαρκή ή καθόλου ασφάλιση για ασθένεια, μητρότητα κτλ.
Αυτή η ασυμμετρία εκπροσώπησης είναι – μέχρι ενός σημείου – αναπόφευκτη. Όταν, όμως, η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από την πολιτική agenda των εργασιακών σχέσεων στον πιο προστατευμένο τομέα της αγοράς εργασίας, αγνοώντας τα απείρως οξύτερα προβλήματα εκεί που ο «εργασιακός μεσαίωνας» έχει επικρατήσει στα αλήθεια, τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί σε τι χρησιμεύουν τα κόμματα και τα συνδικάτα της ευρύτερης αριστεράς.
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο συμβαίνει στη χώρα μας. Πρέπει να αλλάξουμε ρότα, και εύχομαι η σημερινή εκδήλωση να συμβάλλει σε αυτό.
Η γυναικεία απασχόληση είναι υπερβολικά χαμηλή στην Ελλάδα. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες (συνήθως νέες) ψάχνουν για δουλειά, άλλες τόσες (πολλές μητέρες) τα έχουν παρατήσει και τώρα πια δεν καταγράφονται καν ως άνεργες. Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης είναι προϋπόθεση για μια δυναμικότερη οικονομία, καθώς και για μια πιο σύγχρονη και πιο ανοιχτή κοινωνία. Επί πλέον, είναι προϋπόθεση για περισσότερη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων και μια δικαιότερη κατανομή των ρόλων και των υποχρεώσεων στην εργασία και στην οικογένεια.
Η απορρόφηση των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που θα ήθελαν να εργαστούν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, καθώς και η ύπαρξη χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, αποτελούν δομικά εμπόδια. Η κρίση κάνει προφανώς τα πράγματα δυσκολότερα. Αυτό που όμως συχνά υποτιμάται είναι η αρνητική συμβολή του Ελληνικού «κοινωνικού μοντέλου», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική προστασία και ασφάλιση αλληλεπιδρά με την αγορά εργασίας και την οικογένεια.
Είναι σημαντικό ότι η σημερινή ημερίδα καλύπτει και την κοινωνική προστασία, και την αγορά εργασίας και την οικογένεια. Συχνά παρατηρείται η αντίθετη τάση: να εξετάζεται η καθεμιά συνιστώσα του κοινωνικού μοντέλου χωριστά, αγνοώντας την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες δύο. Η τάση αυτή είναι κατανοητή και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη – οδηγεί, όμως, σε συγκεχυμένες αναλύσεις και αντιφατικές πολιτικές.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα η επίσημη αγορά εργασίας είναι υπερβολικά ανελαστική, ενώ ταυτόχρονα η ανεπίσημη είναι υπερβολικά ελαστική.
Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες (αν και εκεί όλο και λιγότερο) κατά κανόνα έχουμε μονιμότητα ή συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι αμοιβές είναι σχετικά ικανοποιητικές, οι κοινωνικές παροχές είναι συγκριτικά ευνοϊκότερες, τα ωράρια γενικά τηρούνται.
Στην υπόλοιπη αγορά εργασίας οι αμοιβές είναι συνήθως χαμηλές, οι υπερωρίες συχνά δεν πληρώνονται, τα ένσημα δεν γράφονται πάντοτε, οι κοινωνικές παροχές είναι χαμηλότερου επιπέδου, οι συμβάσεις είναι ορισμένου χρόνου, ή έργου, ή εμφανίζονται ως «συνεργασίες» με υπαλλήλους μεταμφιεσμένους σε ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο δυϊσμός αυτός της αγοράς εργασίας είναι καταστροφικός. Η ανελαστικότητα του προστατευμένου τομέα – σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα – κάνει απαγορευτικό το κόστος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η επέκταση της απασχόλησης δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον απροστάτευτο τομέα, ο οποίος κατάφερε να απορροφήσει μισό εκατομμύριο περίπου ξένους εργάτες στη δεκαετία του ’90.
Με τι τίμημα όμως: τις χαμηλές αμοιβές και τη συστηματική καταστρατήγηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Το τρομερό συμβάν της κτηνώδους επίθεσης εναντίον μιας θαρραλέας γυναίκας, της Κωνσταντίνας Κούνεβα, φανέρωσε σε μια ανυποψίαστη (;) κοινωνία μέχρι πού ακριβώς μπορεί να φτάσει η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων (συχνά γένους θηλυκού) σε αυτό το άναρχα ευέλικτο τμήμα της αγοράς εργασίας.
Σε τελευταία ανάλυση έχουμε ένα κλασσικό πρόβλημα «πολιτικής οικονομίας». Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελίτ, ακόμη και στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, τροφοδοτούνται κυρίως από το προστατευμένο τμήμα της αγοράς εργασίας. Τα μέλη και κυρίως τα στελέχη τους προέρχονται από το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ ή τις Τράπεζες – όταν δεν είναι γιατροί, δικηγόροι ή μηχανικοί. Όμως, ο κορμός της απασχόλησης (και ειδικά της γυναικείας απασχόλησης) δουλεύει στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, συνήθως σε κακοπληρωμένες δουλειές, συχνά δουλειές του ποδαριού, με λίγα ή καθόλου ένσημα, με ανεπαρκή ή καθόλου ασφάλιση για ασθένεια, μητρότητα κτλ.
Αυτή η ασυμμετρία εκπροσώπησης είναι – μέχρι ενός σημείου – αναπόφευκτη. Όταν, όμως, η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από την πολιτική agenda των εργασιακών σχέσεων στον πιο προστατευμένο τομέα της αγοράς εργασίας, αγνοώντας τα απείρως οξύτερα προβλήματα εκεί που ο «εργασιακός μεσαίωνας» έχει επικρατήσει στα αλήθεια, τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί σε τι χρησιμεύουν τα κόμματα και τα συνδικάτα της ευρύτερης αριστεράς.
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο συμβαίνει στη χώρα μας. Πρέπει να αλλάξουμε ρότα, και εύχομαι η σημερινή εκδήλωση να συμβάλλει σε αυτό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)