Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009)
Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας – ήττα βαριά, που δείχνει να εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο οδυνηρής ενδοσκόπησης – δεν είναι μόνο πολιτική. Αντανακλά μια πιο μακροπρόθεσμη κρίση με πολλές, αλληλοσυνδεόμενες πτυχές. Θα ήθελα να αναφερθώ σε μια μόνο από αυτές, που μου φαίνεται ότι δεν έχει σχολιαστεί επαρκώς. Πρόκειται για αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «κρίση αξιών».
Η κρίση αυτή αφορά πρώτα-πρώτα το πολιτικό προσωπικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προφανώς, το κόμμα αυτό δεν διαθέτει πλέον «εθνάρχες» ούτε ευπατρίδηδες της πολιτικής. Λιγότερο προφανώς, εάν κάτι έδειξαν τα 5½ χρόνια στην εξουσία είναι ότι η ΝΔ στερείται μιας ηγετικής ομάδας στελεχών ικανών να συνδυάζουν τη (μέχρις ενός ορίου θεμιτή) φιλοδοξία με μια ορισμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως φυσικά οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Δεν παραβλέπω τις εξαιρέσεις, αλλά η γενική εικόνα που εκπέμπει η ΝΔ είναι ότι στελεχώνεται από πολιτικούς χαμηλής ποιότητας και αμφίβολης ακεραιότητας.
Αυτό από μόνο του είναι σοβαρό πρόβλημα – κατ’ αρχήν για την ίδια τη ΝΔ. Γίνεται ακόμη σοβαρότερο εάν αναλογιστεί κανείς ότι εδώ δεν παρατηρούμε τόσο ένα πρόβλημα στρεβλής αντιπροσώπευσης (ότι δηλ. η πολιτική έχει πάψει να προσελκύει υγιή κύτταρα του κοινωνικού ιστού, πράγμα που ισχύει), όσο μια βαθιά κρίση αξιών του ίδιου του κοινωνικού ιστού – στην περίπτωση αυτή των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων τα οποία τροφοδοτούν το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ.
Πράγματι, η άποψη ότι απέναντι στην διεφθαρμένη «πολιτική κοινωνία» βρίσκεται μια ενάρετη κοινωνία των πολιτών, παρότι ευρέως διαδεδομένη, δεν πείθει επί του προκειμένου. Υπό μια έννοια, η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων εκ μέρους των υπουργών της ΝΔ σαν να επρόκειτο για ιδιωτική περιουσία τους είναι απλή προέκταση της παραβατικότητας της κοινωνικής τάξης από την οποία οι ίδιοι προέρχονται. Μια παραβατικότητα εκτεταμένη, χωρίς αναστολές, η οποία εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία: από τη φοροδιαφυγή έως την παράνομη ανέγερση μαιζονετών, από την παραβίαση των λεωφορειολωρίδων έως την αγορά των θεμάτων του international baccalaureate. Και όλα αυτά χωρίς το άγχος της κοινωνικής απόρριψης (ιδίως από ανθρώπους της τάξης τους), σαν μια τέτοια συμπεριφορά να ήταν εντελώς αυτονόητη και συνεπώς ανάξια σχολιασμού: così fan tutte.
Ένας ιστορικός θα παρατηρούσε ότι κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε μια χώρα όπου οι διορατικοί επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν κινδύνους και παράγουν καινοτόμα προϊόντα που να τα ζητά η αγορά είναι σπανίζουν όλο και περισσότερο – και όπου αντίθετα ευδοκιμεί η συνομοταξία των «επιχειρηματιών» που επιδιώκουν το γρήγορο και εύκολο κέρδος, αξιοποιώντας τις γνωριμίες τους για να κάνουν μπίζνες με το κράτος, αδιαφορώντας (προφανώς!) για την ποιότητα του προϊόντος που παράγουν, και συμπιέζοντας (εξίσου προφανώς!) το εργατικό κόστος κάτω από τα νόμιμα όρια. Όταν η επιχειρηματικότητα έχει φτάσει να θεωρείται συνώνυμη της «αρπαχτής», γιατί να μας εντυπωσιάζει η διαφθορά των πολιτικών – ή η διολίσθηση της Ελλάδας πίσω από τη συμπαθή Μποτσουάνα στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας;
Το πρόβλημα της ΝΔ, δηλ. η επικράτηση «αξιών» που – πέραν της ηθικής πλευράς του θέματος – έχουν πάψει από καιρό να αποδίδουν, είναι πρόβλημα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης. Και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ – όπως άλλωστε αποδείχθηκε επί διακυβέρνησης του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού – είναι ότι οι «αξίες» της τάξης αυτής, των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων, είναι ηγεμονικές: δίνουν τον τόνο σε ολόκληρη την κοινωνία.
Χρειαζόμαστε ένα νέο δημόσιο ήθος, εργατικότητας και σοβαρότητας, ολιγάρκειας και ακεραιότητας. Και, φυσικά, δεν θα το αποκτήσουμε ποτέ – ούτε καν θα νομιμοποιούμαστε να το απαιτούμε από τους πολιτικούς μας – εάν δεν αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε εμείς οι ίδιοι.
10 Οκτωβρίου 2009
7 Οκτωβρίου 2009
Η ΠΟΣΔΕΠ, τα κολέγια και ο «ανταγωνισμός»
Επιστολή στην «Καθημερινή» (δεν δημοσιεύτηκε ποτέ)
Ο αγαπητός κ. Γουσέτης νομίζω ότι αυτή τη φορά αστόχησε («Ο φόβος του ανταγωνισμού», Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2009). Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν «φοβούνται τον ανταγωνισμό» με κολέγια που μετονομάζονται σε πανεπιστήμια από τη μια μέρα στην άλλη. Διαμαρτύρονται για τον αθέμιτο ανταγωνισμό – και νομίζω δικαιούνται να το κάνουν.
Τα περισσότερα κολέγια δεν παρέχουν γνώσεις, πουλάνε πτυχία. Τα πτυχία αυτά, παρά τη σφραγίδα του ξένου πανεπιστημίου (συνήθως όχι πρώτης γραμμής) δεν έχουν σήμερα σοβαρό αντίκρυσμα στην αγορά. Μια μεγάλη επιχείρηση θα προτιμήσει έναν απόφοιτο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (στο οποίο διδάσκω) από έναν απόφοιτου του κολεγίου x που συνεργάζεται με το y ξένο πανεπιστήμιο. Η στάση των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει εάν τα κολέγια εξισωθούν τυπικά με τα πανεπιστήμια, ούτε επηρεαζόταν μέχρι τώρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Η εξίσωση των κολεγίων με τα πανεπιστήμια αφορά το όνειρο χιλιάδων νέων και των οικογενειών τους για μια θέση στο Δημόσιο. Τα περισσότερα κολέγια προσφέρουν την ευκαιρία μιας εύκολης και χωρίς κόπο (και χωρίς γνώσεις) αποφοίτησης. Ο πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν προσπαθεί καν να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, να αναδείξει κάποια κολέγια τα οποία λέγεται ότι κάνουν πιο σοβαρή δουλειά και να αποκλείσει τα υπόλοιπα. Θέτει προϋποθέσεις άσχετες με την ποιότητα των σπουδών – ακόμη και αυτές ο απερχόμενες υπουργός Παιδείας τις αγνόησε.
Η ΠΟΣΔΕΠ αντιτιθέμενη στο νόμο για τα κολέγια δεν υπερασπίζεται τα στενά συμφέροντα μιας συντεχνίας αλλά το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ΠΟΣΔΕΠ είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων πανεπιστημίων και υπέρ της αναζήτησης ενός τρόπου συμμόρφωσης με τη κοινοτική νομοθεσία που να μην ευτελίζει το περιεχόμενο των σπουδών και την αξία του πτυχίου.
Όσο για τους ομότιμους καθηγητές που έσπευσαν να θέσουν υπό την προστασία τους τα νέα κολέγια, εμείς ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να τους «καθαιρέσουμε» - πολύ περισσότερο να τους «ατιμώσουμε». Δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να τους θυμίσουμε ότι είναι άκομψο να χρησιμοποιεί κανείς το κύρος ενός τιμητικού τίτλου του δημόσιου πανεπιστημίου για να υπηρετεί τον (αθέμιτο) ανταγωνισμό – για αυτό άλλωστε τους προτείναμε να αρκεστούν στον τίτλο του πρώην καθηγητή. Θελήσαμε επίσης να θυμίσουμε στις αρχές των πανεπιστημίων ότι ο τίτλος του ομότιμου είναι τιμητικός, και θα πρέπει να απονέμεται με φειδώ και προσοχή.
Τα υπόλοιπα περί Ντρέυφους, Τρότσκι και Μοχάμεντ Άλι (Κάσσους Κλαίυ τότε;) μάλλον οφείλονται σε παρεξήγηση.
Ο αγαπητός κ. Γουσέτης νομίζω ότι αυτή τη φορά αστόχησε («Ο φόβος του ανταγωνισμού», Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2009). Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν «φοβούνται τον ανταγωνισμό» με κολέγια που μετονομάζονται σε πανεπιστήμια από τη μια μέρα στην άλλη. Διαμαρτύρονται για τον αθέμιτο ανταγωνισμό – και νομίζω δικαιούνται να το κάνουν.
Τα περισσότερα κολέγια δεν παρέχουν γνώσεις, πουλάνε πτυχία. Τα πτυχία αυτά, παρά τη σφραγίδα του ξένου πανεπιστημίου (συνήθως όχι πρώτης γραμμής) δεν έχουν σήμερα σοβαρό αντίκρυσμα στην αγορά. Μια μεγάλη επιχείρηση θα προτιμήσει έναν απόφοιτο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (στο οποίο διδάσκω) από έναν απόφοιτου του κολεγίου x που συνεργάζεται με το y ξένο πανεπιστήμιο. Η στάση των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει εάν τα κολέγια εξισωθούν τυπικά με τα πανεπιστήμια, ούτε επηρεαζόταν μέχρι τώρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Η εξίσωση των κολεγίων με τα πανεπιστήμια αφορά το όνειρο χιλιάδων νέων και των οικογενειών τους για μια θέση στο Δημόσιο. Τα περισσότερα κολέγια προσφέρουν την ευκαιρία μιας εύκολης και χωρίς κόπο (και χωρίς γνώσεις) αποφοίτησης. Ο πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν προσπαθεί καν να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, να αναδείξει κάποια κολέγια τα οποία λέγεται ότι κάνουν πιο σοβαρή δουλειά και να αποκλείσει τα υπόλοιπα. Θέτει προϋποθέσεις άσχετες με την ποιότητα των σπουδών – ακόμη και αυτές ο απερχόμενες υπουργός Παιδείας τις αγνόησε.
Η ΠΟΣΔΕΠ αντιτιθέμενη στο νόμο για τα κολέγια δεν υπερασπίζεται τα στενά συμφέροντα μιας συντεχνίας αλλά το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ΠΟΣΔΕΠ είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων πανεπιστημίων και υπέρ της αναζήτησης ενός τρόπου συμμόρφωσης με τη κοινοτική νομοθεσία που να μην ευτελίζει το περιεχόμενο των σπουδών και την αξία του πτυχίου.
Όσο για τους ομότιμους καθηγητές που έσπευσαν να θέσουν υπό την προστασία τους τα νέα κολέγια, εμείς ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να τους «καθαιρέσουμε» - πολύ περισσότερο να τους «ατιμώσουμε». Δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να τους θυμίσουμε ότι είναι άκομψο να χρησιμοποιεί κανείς το κύρος ενός τιμητικού τίτλου του δημόσιου πανεπιστημίου για να υπηρετεί τον (αθέμιτο) ανταγωνισμό – για αυτό άλλωστε τους προτείναμε να αρκεστούν στον τίτλο του πρώην καθηγητή. Θελήσαμε επίσης να θυμίσουμε στις αρχές των πανεπιστημίων ότι ο τίτλος του ομότιμου είναι τιμητικός, και θα πρέπει να απονέμεται με φειδώ και προσοχή.
Τα υπόλοιπα περί Ντρέυφους, Τρότσκι και Μοχάμεντ Άλι (Κάσσους Κλαίυ τότε;) μάλλον οφείλονται σε παρεξήγηση.
1 Οκτωβρίου 2009
Una sconfitta preannunciata
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Οκτώβριος 2009)
Le elezioni politiche del 4 ottobre sembrano destinate a segnare la fine dell’epoca – tra l’altro piuttosto breve – di maggioranze del centrodestra, ed a riportare i socialisti al governo. Non solo perchè questo ci raccontano i vari sondaggi: ormai sono gli esponenti e gli elettori stessi del partito conservatore di Nea Democratia ad essere rassegnati alla sconfitta, e angosciati dal timore che essa possa rivelarsi schiacciante.
A mio parere, una tale sconfitta sarebbe pienamente meritata. La Grecia è sicuramente stata governata male nel passato, ed è probabile che lo sarà ancora nel futuro. Ma lo storico dovrebbe tornare parecchio indietro nel tempo per imbattersi in un governo altrettanto incompetente e corrotto. Non ha molto senso elencare qua la saga interminabile degli scandali che hanno monopolizzato per un breve periodo ciascuno l’interesse dei media e dell’opinione pubblica, per poi lasciare la scena per fare spazio a quello successivo. Invece mi pare necessario ricordare che sullo sottofondo del degrado morale abbiamo anche vissuto il declino delle istituzioni pubbliche (dalla politica alla giustizia, dalla scuola ai servizi sanitari, dalle forze dell’ordine ai vigili del fuoco). A suo turno, il declino delle istituzioni ha lasciato i cittadini indifesi di fronte a nuovi rischi e insicurezze, ha contribuito a disastri ambientali, ha abbassato il livello di qualità della vita. L’economia, in teoria la carta vincente di tutte le centrodestre, ha perso terreno sul campo cruciale della competitività, retrocessa a livelli raggiunti dai paesi meno disastrati del terzo mondo. Infine, la corruzione sfrontata di ministri e dirigenti politici ha alimentato il logoramento ulteriore di quel poco di senso civico che rimane ancora nella nostra società eufemisticamente detta civile.
Tutto ciò non era per niente scontato cinque anni fa, quando il partito di Costas Caramanlis saliva al potere. Senza dubbio, i governi guidati da Costas Simitis avevano reso la Grecia un paese più europeo, l’economia più ordinata, e la società più aperta. Allo stesso tempo, i suoi governi avevano largamente fallito le riforme necessarie di fronte alla contestazione da parte di sindacati ed altri interessi di parte, mentre l’indiscussa integrità personale del premier stonava sempre di più al confronto con la corruzione abituale di dirigenti socialisti convinti della loro permanenza eterna al potere. In questo contesto, la necessità di un cambio generazionale e la speranza che una nuova classe dirigente potesse governare meglio erano sentite anche da chi non ha votato Nea Democratia alle elezioni del 7 marzo 2004. A pari misura, la delusione con l’operato di Costas Caramanlis e dei suoi governi oggi ha contagiato anche chi cinque anni fa aveva deciso di dare il suo consenso al centrodestra, magari con mille riserve.
Si tratta di una delusione profonda, di carattere quasi esistenziale, che va ben oltre la dialettica normale dell’alternanza politica. Significa che la società politica greca non riesce a produrre, non dico statisti, ma più modestamente politici che riescano a collocare le loro ambizioni in un quadro ampio in cui c’è spazio per una certa concezione (pur inevitabilmente di parte) dell’interesse pubblico. E rivela come il personale politico del centrodestra è contaminato dalle pulsioni primitive della borghesia da cui proviene: la ricerca dell’aricchimento immediato e a qualsiasi costo, nel disprezzo più assoluto delle regole elementari della convivenza civile.
Dunque, se le riflessioni riportate sopra sono fondate, la sconfitta preannunciata di Nea Democratia è da considerarsi meritata. Ciò vuol dire che una eventuale vittoria del Pasok di Giorgio Papandreu lo sarebbe altrettanto? Personalmente non ne sarei così sicuro. Il partito socialista, per volontà del suo fondatore Andreas Papandreu, è storicamente stato più movimento che partito, più abituato a puntare sul carisma del leader che a dibattere idee e programmi, più portato a rimpiangere le glorie del suo passato che a riflettere sulle ragioni delle sue sconfitte. Questo è un fatto rilevante, che può condizionare l’operato di un governo Papandreu, nel senso che è difficile capire non solo le misure concrete che esso potrebbe varare, ma perfino la direzione generale che vorrebbe seguire. Stiamo per essere governati da un partito che rassembla in un cocktail apparentemente incongruo vecchi fedeli al populismo e al clientelismo di Andreas Papandreou, insieme a dirigenti cresciuti ai tempi sobri e laboriosi del modernista Simitis (e soppravissuti alla fine della sua epoca), con l’aggiunta di personalità nuove non ancora messe alla prova. Il suo leader può rimanere paralizzato dai contrasti e dai limiti culturali del suo partito, oppure rivelarsi capace di dare un’impronta unitaria e moderna alle sue tante anime. È tutto da vedere.
Intanto, sarà già un’impresa combattere il cinismo diffuso e restituire ai greci quel senso di ottimismo e di fiducia nella loro capacità collettiva di tracciare un futuro migliore, che in quel nostro anno mirabilis 2004 sembrava così ben radicata, per essere poi smarrita di nuovo. Come nella leggenda di Sisifo, a noi greci non resta che cercare di riprendere il nostro cammino, che è tutto in salita.
Le elezioni politiche del 4 ottobre sembrano destinate a segnare la fine dell’epoca – tra l’altro piuttosto breve – di maggioranze del centrodestra, ed a riportare i socialisti al governo. Non solo perchè questo ci raccontano i vari sondaggi: ormai sono gli esponenti e gli elettori stessi del partito conservatore di Nea Democratia ad essere rassegnati alla sconfitta, e angosciati dal timore che essa possa rivelarsi schiacciante.
A mio parere, una tale sconfitta sarebbe pienamente meritata. La Grecia è sicuramente stata governata male nel passato, ed è probabile che lo sarà ancora nel futuro. Ma lo storico dovrebbe tornare parecchio indietro nel tempo per imbattersi in un governo altrettanto incompetente e corrotto. Non ha molto senso elencare qua la saga interminabile degli scandali che hanno monopolizzato per un breve periodo ciascuno l’interesse dei media e dell’opinione pubblica, per poi lasciare la scena per fare spazio a quello successivo. Invece mi pare necessario ricordare che sullo sottofondo del degrado morale abbiamo anche vissuto il declino delle istituzioni pubbliche (dalla politica alla giustizia, dalla scuola ai servizi sanitari, dalle forze dell’ordine ai vigili del fuoco). A suo turno, il declino delle istituzioni ha lasciato i cittadini indifesi di fronte a nuovi rischi e insicurezze, ha contribuito a disastri ambientali, ha abbassato il livello di qualità della vita. L’economia, in teoria la carta vincente di tutte le centrodestre, ha perso terreno sul campo cruciale della competitività, retrocessa a livelli raggiunti dai paesi meno disastrati del terzo mondo. Infine, la corruzione sfrontata di ministri e dirigenti politici ha alimentato il logoramento ulteriore di quel poco di senso civico che rimane ancora nella nostra società eufemisticamente detta civile.
Tutto ciò non era per niente scontato cinque anni fa, quando il partito di Costas Caramanlis saliva al potere. Senza dubbio, i governi guidati da Costas Simitis avevano reso la Grecia un paese più europeo, l’economia più ordinata, e la società più aperta. Allo stesso tempo, i suoi governi avevano largamente fallito le riforme necessarie di fronte alla contestazione da parte di sindacati ed altri interessi di parte, mentre l’indiscussa integrità personale del premier stonava sempre di più al confronto con la corruzione abituale di dirigenti socialisti convinti della loro permanenza eterna al potere. In questo contesto, la necessità di un cambio generazionale e la speranza che una nuova classe dirigente potesse governare meglio erano sentite anche da chi non ha votato Nea Democratia alle elezioni del 7 marzo 2004. A pari misura, la delusione con l’operato di Costas Caramanlis e dei suoi governi oggi ha contagiato anche chi cinque anni fa aveva deciso di dare il suo consenso al centrodestra, magari con mille riserve.
Si tratta di una delusione profonda, di carattere quasi esistenziale, che va ben oltre la dialettica normale dell’alternanza politica. Significa che la società politica greca non riesce a produrre, non dico statisti, ma più modestamente politici che riescano a collocare le loro ambizioni in un quadro ampio in cui c’è spazio per una certa concezione (pur inevitabilmente di parte) dell’interesse pubblico. E rivela come il personale politico del centrodestra è contaminato dalle pulsioni primitive della borghesia da cui proviene: la ricerca dell’aricchimento immediato e a qualsiasi costo, nel disprezzo più assoluto delle regole elementari della convivenza civile.
Dunque, se le riflessioni riportate sopra sono fondate, la sconfitta preannunciata di Nea Democratia è da considerarsi meritata. Ciò vuol dire che una eventuale vittoria del Pasok di Giorgio Papandreu lo sarebbe altrettanto? Personalmente non ne sarei così sicuro. Il partito socialista, per volontà del suo fondatore Andreas Papandreu, è storicamente stato più movimento che partito, più abituato a puntare sul carisma del leader che a dibattere idee e programmi, più portato a rimpiangere le glorie del suo passato che a riflettere sulle ragioni delle sue sconfitte. Questo è un fatto rilevante, che può condizionare l’operato di un governo Papandreu, nel senso che è difficile capire non solo le misure concrete che esso potrebbe varare, ma perfino la direzione generale che vorrebbe seguire. Stiamo per essere governati da un partito che rassembla in un cocktail apparentemente incongruo vecchi fedeli al populismo e al clientelismo di Andreas Papandreou, insieme a dirigenti cresciuti ai tempi sobri e laboriosi del modernista Simitis (e soppravissuti alla fine della sua epoca), con l’aggiunta di personalità nuove non ancora messe alla prova. Il suo leader può rimanere paralizzato dai contrasti e dai limiti culturali del suo partito, oppure rivelarsi capace di dare un’impronta unitaria e moderna alle sue tante anime. È tutto da vedere.
Intanto, sarà già un’impresa combattere il cinismo diffuso e restituire ai greci quel senso di ottimismo e di fiducia nella loro capacità collettiva di tracciare un futuro migliore, che in quel nostro anno mirabilis 2004 sembrava così ben radicata, per essere poi smarrita di nuovo. Come nella leggenda di Sisifo, a noi greci non resta che cercare di riprendere il nostro cammino, che è tutto in salita.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)