Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Ιούνιος 2010)
Πολύ μελάνι χύθηκε για τις κραυγαλέες αναντιστοιχίες μεταξύ του μνημονίου συνεννόησης που συμφωνήθηκε με την ΕΕ και το ΔΝΤ (και ψηφίστηκε από την Βουλή) στις 3 Μαΐου, και του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε από το υπουργείο εργασίας λίγες μόνο μέρες αργότερα. Και δικαίως: οι χειρισμοί της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου δεν μπορούν παρά να προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες για το εάν η κυβέρνηση διαθέτει τη στοιχειώδη επάρκεια και την ελάχιστη σοβαρότητα που απαιτούνται ώστε να έχουμε μια (μικρή, έστω) ελπίδα ότι μπορεί τελικά η χώρα να τα καταφέρει ...
Φυσικά, όπως συνήθως, το ζήτημα παρουσιάστηκε ως απέλπιδα απόπειρα διάσωσης του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού μπροστά στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας που μας έχει επιβάλει η διεθνής επιτήρηση. Σοσιαλιστική ευαισθησία έναντι νεοφιλελεύθερης αναλγησίας, η μεγάλη αναμέτρηση. Μόνο που ενώ τις προηγούμενες φορές (Έκθεση Σπράου, νομοσχέδιο Γιαννίτση κ.ά) οι ανυπότακτοι Γαλάτες βγήκαν νικητές, αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι βρίσκονται προ των πυλών. Ένα γλυκερό παραμύθι που μας νανουρίζει, μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, και μας εμποδίζει να καταπιαστούμε με τα προβλήματά μας.
Εάν το κάναμε, θα έπρεπε να παραδεχθούμε ότι το ασφαλιστικό που υπερασπίζεται (ακόμη και τώρα!) η ηγεσία του υπουργείου εργασίας είναι το πιο άδικο και πιο χρεωκοπημένο της Ευρώπης. Ότι τα μέτρα που πρότεινε η τρόικα (και υποτίθεται ότι υιοθέτησε η κυβέρνηση) είναι παραλλαγές των μέτρων που προτείνουν εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες όσοι σοβαροί άνθρωποι μπήκαν στον κόπο να ρίξουν μια ματιά στην εν Ελλάδι ζούγκλα των συντάξεων. Ότι με ιστορικούς όρους, τα μέτρα του μνημονίου φέρνουν το ασφαλιστικό από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Και ότι με πολιτικούς όρους, τα μέτρα του ΔΝΤ είναι πιο αριστερά από το ισχύον ασφαλιστικό (και από την απέλπιδα απόπειρα των Λοβέρδου-Κουτρουμάνη να διασώσουν το πνεύμα του). Εκτός και αν αριστερά σημαίνει πελατειακές εξυπηρετήσεις προς εγωιστικές συντεχνίες που κάνουν φασαρία, αντί για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.
Υποθέτοντας ότι με τα παραπάνω ξεμπερδεύουμε (προσωρινά έστω) με τις θλιβερές ανοησίες που περνιούνται για δημόσια συζήτηση στη δύσμοιρη χώρα μας, ας δούμε πού βρισκόμαστε τώρα, και τι μπορεί να γίνει για να μην χαθεί (και) αυτή η ευκαιρία.
Όπως έχει γραφτεί στον Τύπο, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις του μνημονίου για πλήρη σύνταξη στα 65, ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, ούτε εκείνες για την ταχύτητα μετάβασης από το σημερινό στο νέο σύστημα. Πέραν αυτών των πολύ σημαντικών, η αρχιτεκτονική του κατά Λοβέρδο-Κουτρουμάνη νέου ασφαλιστικού έχει σοβαρά δομικά προβλήματα – κυρίως τα εξής τρία:
Πρώτον, αντί να πάμε σε ένα σύστημα τριών ταμείων (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι «ανεξάρτητοι επαγγελματίες» (δηλ. ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί) θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς.
Δεύτερον, παρότι η διεθνής εμπειρία και η απλή λογική λένε ότι η Βασική Σύνταξη, ακριβώς επειδή χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ο κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί να την παίρνει όποτε ο ίδιος αποφασίσει να βγει στη σύνταξη.
Τρίτον, η Αναλογική Σύνταξη του νομοσχεδίου, αντί να είναι εξίσου ανταποδοτική για όλους τους ασφαλισμένους, κλιμακώνεται δυσανάλογα με τον αριθμό των ετών ασφάλισης και με την ασφαλιστική κλάση. Με άλλα λόγια, 1 ευρώ εισφοράς δεν αποδίδει το ίδιο για όλους, αλλά πιάνει πολύ περισσότερο τόπο (α) όσο περισσότερα ένσημα και (β) όσο υψηλότερες αποδοχές έχει ένας ασφαλισμένος.
Ένας προσεκτικός αναγνώστης θα έχει ήδη καταλάβει ότι το νομοσχέδιο, αντί να περιγράφει ένα διαφανές και αμερόληπτο σύστημα συντάξεων, είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ισχύοντος συστήματος. Το νομοσχέδιο κλείνει το (αριστερό) μάτι στις συντεχνίες ότι δεν θα χάσουν τα σημερινά προνόμιά τους, και το (δεξί) μάτι στην τρόικα των επιτηρητών ότι πάνω-κάτω τηρούνται οι όροι του μνημονίου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι συντάκτες του.
Μόνο που η αναντιστοιχία μεταξύ μνημονίου και νομοσχεδίου είναι τόσο κραυγαλέα που η προσπάθεια αυτή είναι καταδικασμένη. Ευτυχώς ή δυστυχώς (κατά την ταπεινή μου γνώμη ευτυχώς), οι διεθνείς επιτηρητές έχουν μάθει από φτηνά Ελληνικά κόλπα. Ήδη γράφτηκε ότι το υπουργείο επεξεργάζεται άλλο νομοσχέδιο, περισσότερο συμβατό με τις δεσμεύσεις του μνημονίου για σύνταξη στα 65 ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, για γρήγορη μετάβαση στο νέο σύστημα κτλ. Όπως φαίνεται, το τελικό νομοσχέδιο θα διορθώνει επίσης τα δύο από τα τρία σοβαρά δομικά προβλήματα που αναφέρονται παραπάνω: τρία ταμεία αντί για έξη, βασική σύνταξη όχι πριν την ηλικία των 65.
Παραμένει το τρίτο. Όπως κατά λέξη αναφέρει το μνημόνιο, το νέο σύστημα θα πρέπει να προβλέπει «τροποποίηση του τύπου απονομής σύνταξης στο ανταποδοτικό σχήμα για την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται, με το ποσοστό συσσώρευσης να περιορίζεται σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,2%». Παρά την αδέξια μετάφραση, είναι φανερό ότι οι διεθνείς επιτηρητές νοιάζονται η Ανταποδοτική Σύνταξη να είναι βιώσιμη, δηλ. να μην υπόσχεται περισσότερα από όσα μπορεί να εξασφαλίσει, συνεπώς να μην ενσωματώνει ρυθμίσεις που μαθηματικά οδηγούν σε διαιώνιση των ελλειμμάτων. Για αυτό, αρκούνται στο να προτείνουν ένα μέσο συντελεστή απόδοσης των εισφορών 1,2%. Το εάν αυτός ο συντελεστής θα ευνοεί τα χαμηλότερα στρώματα (όπως στο σημερινό ΙΚΑ), ή θα είναι ενιαίος (όπως σε συστήματα που συνδυάζουν ανταποδοτική και βασική σύνταξη), είναι επιλογή της κυβέρνησης – αρκεί να μην ξεφεύγει ο μέσος όρος.
Τελικά, ο συντελεστής απόδοσης των εισφορών που επέλεξε η κυβέρνηση κλιμακώνεται από 0,7% σε 3%, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές. Πιθανότατα αυτό να εξέπληξε την τρόικα. Πράγματι, αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν συνάδει με τις αρχές μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, και δεν είχε ζητηθεί από κανέναν (εκτός, ίσως, εν κρυπτώ). Σε τελευταία ανάλυση, όμως, εάν το υπουργείο εργασίας καταφέρει να πείσει την τρόικα ότι ο μέσος συντελεστής θα διαμορφωθεί κοντά στο 1,2%, η κλιμάκωση αυτή θα περάσει. Και αν η τρόικα δεν πειστεί, μπορεί να έχουμε μια νέα κλιμάκωση, λιγότερο γενναιόδωρη, αλλά και πάλι δυσανάλογα ευνοϊκή για τους υψηλόμισθους. Είπαμε, το πώς κατανέμεται ο βαθμός ανταποδοτικότητας μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων δεν ενδιαφέρει την τρόικα.
Ενδιαφέρει όμως εμάς. Εάν περάσει αυτή η ρύθμιση, η ανταποδοτικότητα των εισφορών κάτω από ένα (υψηλό) επίπεδο αποδοχών στο μέλλον θα είναι τόσο χαμηλή που εκατομμύρια ασφαλισμένοι δεν θα βλέπουν καν το λόγο να ασφαλίζονται. Και αυτό ενώ (στα λόγια) όλοι συμφωνούμε ότι η αγορά εργασίας θα είναι όλο και πιο ευέλικτη, ότι κινδυνεύει ταυτόχρονα να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, την ώρα που όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης. Αντί λοιπόν να ενισχύσει την ασφαλιστική συνείδηση, η κυβέρνηση προτείνει ένα σύστημα που θα βαθύνει (και άλλο!) το χάσμα μεταξύ εργαζομένων (προνομιούχων και μη).
Το τραγικό είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν μας το ζήτησε η τρόικα: μόνοι μας το επιλέγουμε. Εάν περάσει, δεν θα μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν – παρά μόνο τους εαυτούς μας.
4 Ιουνίου 2010
2 Ιουνίου 2010
Austerità occasione per trasformare la Grecia?
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Ιούνιος 2010)
C'è una ragione semplice per cui l'uscita dalla penosa situazione economica di questo paese non è semplice affatto. Quello che è entrato in crisi negli ultimi mesi non è solo la politica economica che ha permesso al debito di salire alle stelle: è l'intero "sistema paese", o l'intreccio della politica con l'economia e la società.
Visto che si tratta di un argomento piuttosto vasto, mi limito a sottolineare un aspetto a mio parere fondamentale della crisi: la drammatica distanza che separa le capacità produttive della nostra economia (almeno così com'è oggi) dalle aspirazioni di tenore di vita (inteso come consumi) da parte dei cittadini.
Da un lato, un modello produttivo basato su salari bassi e specializzazioni altrettanto basse, sull'applicazione limitata delle tecnologie, sulla diffidenza delle imprese verso l'innovazione, sul disprezzo delle regole fiscali, sulla quotidiana violazione del diritto lavorativo, sul trascurare degli obblighi assicurativi, sull'esaurimento delle risorse naturali. Si tratta di un modello di "sviluppo scadente", che ha da tempo raggiunto i suoi limiti.
Dall'altro lato, il livello e tipo di consumi che abbiamo adottato è paragonabile (se non addiritura ancora più costoso) a quelli di economie molto più avanzate della nostra. Allo stesso tempo, il declino dei servizi pubblici, come per esempio la scuola e la sanità, significa che l'effettivo costo di vita è molto superiore che in altri paesi dove invece questi servizi sono accessibili gratis o quasi.
In parole povere, mentre l'economia greca perde quota nei mercati internazionali perchè produce beni di bassa qualità o di alto prezzo (o di tutte e due), la domanda interna assorbe un livello alto di consumi (per lo più prodotti d'importazione), finanziati tramite l'indebitamento pubblico e privato.
Chiaramente, questa situazione non è sostenibile. Colmare la distanza fra capacità produttive e aspirazioni consumistiche non è una discutibile scelta politica, ma una semplice necessità. Non avendo voluto affrontare questo problema ai tempi delle vacche grasse, siamo costretti a farlo oggi: ai tempi delle vacche magrissime.
Costruire un altro modello produttivo, e in fretta, non è facile. Questo compito presuppone una cultura imprenditoriale che rispetta il lavoro e investe su di esso, e che mira a produrre prodotti di qualità a prezzi competitivi. Presuppone anche una "moralità di lavoro" molto più esigente da parte dei lavoratori e i loro rappresentanti. Presuppone infine riforme incisive, capaci di affrontare tutti i problemi cronici dell'economia, del mercato del lavoro, del welfare, dell'istruzione, della giustizia.
Tuttavia, per quanto velocemente si riesca a spostare il "sistema paese" in questo senso, la crisi non può non toccare i consumi. Infatti, pochi dubitano che la stagione dell'austerità inaugurata con le misure del governo sarà con noi per lungo tempo. Ovviamente, i tagli agli stipendi non avranno nessun effetto se non si pone fine all'immunità fiscale delle altre categorie, agli sprechi di risorse pubbliche, alla corruzione diffusa. Perchè abbia successo in termini economici, l'austerità deve essere equa in termini sociali. Come diceva Enrico Berlinguer più di trenta anni fa', in un contesto diverso ma non troppo, "una politica di austerità deve avere come scopo quello di instaurare giustizia, efficienza, ordine, e una moralità nuova".
Effettivamente, l'aumento sostenuto dei consumi negli ultimi anni non sembra aver reso più felici le persone. Al contrario, ha alimentato un benessere falso, fatto di cose materiali e la loro accumulazione esibizionista e superficiale. Ha aggravato le ineguaglianze, ha accentuato la criminalità e le altre patologie sociali, ha peggiorato il declino dell'infrastruttura pubblica, ha accelerato la devastazione dell'ambiente.
Chiaramente, il rapporto ricchezza/felicità tende ad essere asimmetrico: anche se l'aumento del reddito non sempre porta alla crescita sociale e non garantisce un benessere genuino, inevitabilmente una sua diminuzione provoca maggiore sofferenza, insicurezza, capovolgimento di progetti di vita.
Eppure l'austerità può diventare occasione per cambiare rotta. Per attenuare il disagio di chi ha subìto una diminuzione del reddito basterebbe invertire la tendenza della privatizzazione spontanea e quasi volontaria dei beni sociali. Basterebbe migliorare la qualità delle scuole e degli ospedali – ma anche degli spazi urbani, delle piazze, dei giardini pubblici, dei parchi nazionali, dei boschi e delle spiagge libere.
Non è difficile immaginare una quotidianità alternativa: frequentare la scuola del quartiere, visitare gratis il medico di base, favorire i mezzi pubblici, andare in bici, passeggiare su marciapiedi comodi e strade pedonali senza moto, nuotare in spiagge libere (non in quelle organizzate), fare sport nei parchi con gli amici (non in palestre private da soli), cucinare a casa in compagnia, boicottare i ristoranti alla moda spesso noiosi e quasi sempre sopravvalutati.
Sarebbe troppo paradossale sostenere che, su questa base, l'austerità (cioè la diminuzione dei redditi) equivarrebbe a un miglioramento della qualità della vita?
C'è una ragione semplice per cui l'uscita dalla penosa situazione economica di questo paese non è semplice affatto. Quello che è entrato in crisi negli ultimi mesi non è solo la politica economica che ha permesso al debito di salire alle stelle: è l'intero "sistema paese", o l'intreccio della politica con l'economia e la società.
Visto che si tratta di un argomento piuttosto vasto, mi limito a sottolineare un aspetto a mio parere fondamentale della crisi: la drammatica distanza che separa le capacità produttive della nostra economia (almeno così com'è oggi) dalle aspirazioni di tenore di vita (inteso come consumi) da parte dei cittadini.
Da un lato, un modello produttivo basato su salari bassi e specializzazioni altrettanto basse, sull'applicazione limitata delle tecnologie, sulla diffidenza delle imprese verso l'innovazione, sul disprezzo delle regole fiscali, sulla quotidiana violazione del diritto lavorativo, sul trascurare degli obblighi assicurativi, sull'esaurimento delle risorse naturali. Si tratta di un modello di "sviluppo scadente", che ha da tempo raggiunto i suoi limiti.
Dall'altro lato, il livello e tipo di consumi che abbiamo adottato è paragonabile (se non addiritura ancora più costoso) a quelli di economie molto più avanzate della nostra. Allo stesso tempo, il declino dei servizi pubblici, come per esempio la scuola e la sanità, significa che l'effettivo costo di vita è molto superiore che in altri paesi dove invece questi servizi sono accessibili gratis o quasi.
In parole povere, mentre l'economia greca perde quota nei mercati internazionali perchè produce beni di bassa qualità o di alto prezzo (o di tutte e due), la domanda interna assorbe un livello alto di consumi (per lo più prodotti d'importazione), finanziati tramite l'indebitamento pubblico e privato.
Chiaramente, questa situazione non è sostenibile. Colmare la distanza fra capacità produttive e aspirazioni consumistiche non è una discutibile scelta politica, ma una semplice necessità. Non avendo voluto affrontare questo problema ai tempi delle vacche grasse, siamo costretti a farlo oggi: ai tempi delle vacche magrissime.
Costruire un altro modello produttivo, e in fretta, non è facile. Questo compito presuppone una cultura imprenditoriale che rispetta il lavoro e investe su di esso, e che mira a produrre prodotti di qualità a prezzi competitivi. Presuppone anche una "moralità di lavoro" molto più esigente da parte dei lavoratori e i loro rappresentanti. Presuppone infine riforme incisive, capaci di affrontare tutti i problemi cronici dell'economia, del mercato del lavoro, del welfare, dell'istruzione, della giustizia.
Tuttavia, per quanto velocemente si riesca a spostare il "sistema paese" in questo senso, la crisi non può non toccare i consumi. Infatti, pochi dubitano che la stagione dell'austerità inaugurata con le misure del governo sarà con noi per lungo tempo. Ovviamente, i tagli agli stipendi non avranno nessun effetto se non si pone fine all'immunità fiscale delle altre categorie, agli sprechi di risorse pubbliche, alla corruzione diffusa. Perchè abbia successo in termini economici, l'austerità deve essere equa in termini sociali. Come diceva Enrico Berlinguer più di trenta anni fa', in un contesto diverso ma non troppo, "una politica di austerità deve avere come scopo quello di instaurare giustizia, efficienza, ordine, e una moralità nuova".
Effettivamente, l'aumento sostenuto dei consumi negli ultimi anni non sembra aver reso più felici le persone. Al contrario, ha alimentato un benessere falso, fatto di cose materiali e la loro accumulazione esibizionista e superficiale. Ha aggravato le ineguaglianze, ha accentuato la criminalità e le altre patologie sociali, ha peggiorato il declino dell'infrastruttura pubblica, ha accelerato la devastazione dell'ambiente.
Chiaramente, il rapporto ricchezza/felicità tende ad essere asimmetrico: anche se l'aumento del reddito non sempre porta alla crescita sociale e non garantisce un benessere genuino, inevitabilmente una sua diminuzione provoca maggiore sofferenza, insicurezza, capovolgimento di progetti di vita.
Eppure l'austerità può diventare occasione per cambiare rotta. Per attenuare il disagio di chi ha subìto una diminuzione del reddito basterebbe invertire la tendenza della privatizzazione spontanea e quasi volontaria dei beni sociali. Basterebbe migliorare la qualità delle scuole e degli ospedali – ma anche degli spazi urbani, delle piazze, dei giardini pubblici, dei parchi nazionali, dei boschi e delle spiagge libere.
Non è difficile immaginare una quotidianità alternativa: frequentare la scuola del quartiere, visitare gratis il medico di base, favorire i mezzi pubblici, andare in bici, passeggiare su marciapiedi comodi e strade pedonali senza moto, nuotare in spiagge libere (non in quelle organizzate), fare sport nei parchi con gli amici (non in palestre private da soli), cucinare a casa in compagnia, boicottare i ristoranti alla moda spesso noiosi e quasi sempre sopravvalutati.
Sarebbe troppo paradossale sostenere che, su questa base, l'austerità (cioè la diminuzione dei redditi) equivarrebbe a un miglioramento della qualità della vita?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)