Αρκετές από τις ομιλίες που ακούσαμε σήμερα και χθες φαίνεται να αγνοούν ένα κρίσιμο ζήτημα: ότι η χώρα μας έχει ουσιαστικά χρεωκοπήσει. Αυτό που τη χωρίζει από την τυπική χρεωκοπία είναι ο μηχανισμός στήριξης, δηλ. η διεθνής οικονομική βοήθεια.
Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε το πώς και το γιατί φτάσαμε έως εδώ. Είναι όμως αφέλεια (συχνά, ιδιοτελής αφέλεια) να υποκρινόμαστε ότι για την ουσιαστική χρεωκοπία της χώρας μας φταίει μόνο η Siemens, το Βατοπαίδι, οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις (όσες από τις οποίες δεν έχουν φύγει προ πολλού από τη χώρα μας αποχωρούν τώρα).
Αυτό που έχει αποτύχει είναι ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης, καθώς και το μεταπολιτευτικό μοντέλο πολιτικής: το αφόρητο μείγμα λαϊκισμού και κοινωνικού εγωϊσμού, στοχοπροσηλωμένου στην ιδιοποίηση δημόσιων πόρων από ιδιωτικά συμφέροντα, μικρά και μεγάλα, που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα μείγμα διανθισμένο με αγωνιστική ρητορεία, ακόμη και όταν προέρχεται από τον Σαμαρά ή τον Γκλέτσο.
Άκουσα με προσοχή τον εισηγητή της Συσπείρωσης – δεν συγκράτησα το όνομά του – στη συζήτηση για τον απολογισμό. Δεν σας κρύβω ότι ο μετρημένος τόνος του και η ηπιότητα του λόγου του μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση. Η ήττα του (ας μου επιτραπεί η έκφραση) υστερικού αριστερισμού στο προηγούμενο συνέδριο είχε ευεργετικές επιδράσεις, οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατές. Αυτό είναι πολύ θετικό.
Είπε κάτι, λοιπόν, ο συνάδελφος της Συσπείρωσης που αξίζει να μας απασχολήσει: ότι η απερχόμενη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (δεν θυμάμαι την ακριβή διατύπωση) είναι αποκομμένη από τα προβλήματα των εργαζομένων, επειδή δεν ανέλαβε αγωνιστικές πρωτοβουλίες (δηλ. δεν έκλεισε το πανεπιστήμιο για μισό εξάμηνο ανά εξάμηνο, όπως συνέβαινε παλαιότερα).
Σοβαρά; Αναρωτιέμαι τι είδους εργαζόμενους συναναστρέφεται η «αριστερή» μας αντιπολίτευση εκτός πανεπιστημίου: επαγγελματίες επαναστάτες; συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ; Οι δικοί μου φίλοι εργάζονται σχεδόν όλοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, αρκετοί με χαμηλές αμοιβές, κάποιοι ζουν με το φόβο μήπως μείνουν άνεργοι. Από εμάς δεν περιμένουν να ενώσουμε τις δυνάμεις μας με τις συντεχνίες που παραλύουν τη χώρα για να μην περάσει το πλαφόν των 4.000 ευρώ το μήνα. Ούτε μπορούν να καταλάβουν γιατί οι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πληρώνουν για να είναι το πανεπιστήμιο ξέφραγο αμπέλι. Όπου όποιος θέλει δουλεύει, όποιος δεν θέλει όχι. Όπου όποια ομάδα θέλει (με ή χωρίς πολιτική ταμπέλα) μπαίνει μέσα, καταστρέφει τα κτίρια, κλέβει τον εξοπλισμό - και κανείς δεν κάνει τίποτε. Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, και ποιος μπορεί να τους αδικήσει.
Για να κερδίσουμε το δικαίωμα να αντικρύζουμε τους απλούς εργαζόμενους στα μάτια, ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Να δουλεύουμε καλύτερα και περισσότερο. Να διδάξουμε στους φοιτητές μας μια ακέραια στάση ζωής. Να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί για να γίνει το πανεπιστήμιο ένα υγιές κύτταρο σε μια αρρωστημένη κοινωνία: χώρος μελέτης και δημιουργίας, ανήσυχης αναζήτησης, εργαστήρι παραγωγής ιδεών.
Αυτό θα πρέπει να είναι το πρόγραμμα δράσης της ΠΟΣΔΕΠ τα επόμενα χρόνια. Παρότι οι αμοιβές μας είναι καθηλωμένες εδώ και πολλά χρόνια σε χαμηλά επίπεδα. Παρότι ο εξοπλισμός των πανεπιστημίων δεν είναι αυτός που θα έπρεπε. Μπορούμε και πάλι να τα καταφέρουμε.
Αυτό το χρωστάμε στους απρόσμενα πολλούς συναδέλφους μας που αυτό κάνουν ήδη. Που πηγαίνουν κάθε μέρα στο γραφείο τους, σε ένα συνήθως άθλιο περιβάλλον, για να δώσουν στο μάθημα τον καλύτερο εαυτό τους. Που ντρέπονται να δείξουν στους τυχερότερους συναδέλφους τους των άλλων χωρών σε ποιες ακριβώς συνθήκες κάνουν έρευνα, και παρόλα αυτά καταφέρνουν και στέκονται με αξιώσεις στα διεθνή συνέδρια. Εμείς αυτούς πρέπει να εκπροσωπήσουμε – είτε ψηφίζουν εμάς, είτε εσάς, είτε δεν ψηφίζουν καθόλου.
Προτείνω να εφαρμόσουμε αυτό το πρόγραμμα δράσης γιατί μου φαίνεται σωστό. Είναι όμως επίσης η σοφότερη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σε όσους γενικεύουν υπαρκτά προβλήματα (στη δημιουργία των οποίων φυσικά πρωταγωνίστησαν οι ίδιοι), προβάλλοντας μια εικόνα που μας αδικεί και μας εξοργίζει. Είναι τέλος ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται, και που έχει ανάγκη από θετικά πρότυπα.