Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 15 Μαΐου 2016).
Η διαφαινόμενη συμφωνία Ελλάδας-ΕΕ στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup (Τρίτη 24 Μαΐου), εάν τελικά επιτευχθεί, μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής για τη χώρα. Οι όροι της, στο βαθμό που τα δημοσιεύματα των διεθνών και ελληνικών μέσων ενημέρωσης επιβεβαιωθούν τελικά, φαίνεται να λύνουν δύο εκκρεμμότητες που έκαναν τεράστια ζημιά στην ελληνική οικονομία (και όχι μόνο).
Η πρώτη εκκρεμμότητα ήταν διεθνής. Αφορά όσους από τους Ευρωπαίους εταίρους μας υιοθέτησαν την άποψη ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είναι ίσως η προτιμότερη λύση για όλους. Η αμφιβολία για το εάν η Ελλάδα μπορεί (και θέλει) να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης άρχισε να αιωρείται στις αρχές του 2010, φτάνοντας στο απόγειό της τον Ιούλιο 2015 με την δημόσια κατάθεση της πρότασης Schäuble για προσωρινή έξοδο της χώρας από το ευρώ. Είχε προηγηθεί η ασυνάρτητη διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης του κ. Τσίπρα, η οποία πύκνωσε τις γραμμές και ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των υποστηρικτών του Grexit. Η συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης αμέσως μετά απέτρεψε τα χειρότερα. Αλλά το φάσμα της εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ συνέχισε να αιωρείται.
Η συγκατάθεση του Γερμανού υπουργού
οικονομικών (Δευτέρα 9 Μαΐου) στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους μπορεί κάλλιστα να
είναι απρόθυμη, ή να οφείλεται σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς (δημοψήφισμα στη
Βρετανία, προσφυγικό). Επίσης, η ρύθμιση που θα επιλεγεί πιθανότατα θα
συγκεκριμενοποιεί απλώς την υπόσχεση του Eurogroup προς τον κ. Στουρνάρα (27 Νοεμβρίου 2012),
δηλ. θα αντιστοιχεί σε βελτίωση των όρων εξόφλησης του χρέους (μείωση
επιτοκίων, επέκταση διάρκειας), και όχι σε «κούρεμα» της αξίας του κεφαλαίου
όπως διεκδικούσε το αντιμνημονιακό μπλοκ από το 2010 μέχρι αυτή την εβδομάδα. Τέλος,
η όποια ελάφρυνση προκύψει θα εξαρτάται από την αυστηρή τήρηση των στόχων για
το πρωτογενές πλεόνασμα. Και πάλι όμως, η συμφωνία για το χρέος θα έχει μια
κρίσιμη υλική συνέπεια: θα κλείσει – ή τουλάχιστον θα παγώσει – για το επόμενο
διάστημα τη συζήτηση περί Grexit, γεγονός που στη συνέχεια θα αποκαταστήσει εξωτερικές
συνθήκες στοιχειώδους σταθερότητας (χωρίς την οποία δεν νοείται ανάκαμψη).
Η δεύτερη εκκρεμμότητα ήταν εσωτερική. Αφορά
όσους από τους συμπολίτες μας πίστεψαν ότι υπάρχει άλλος, καλύτερος δρόμος για την
Ελλάδα από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη (και από την τήρηση των κανόνων που
απορρέουν από αυτή τη συμμετοχή). Η πεποίθησή τους αυτή ήταν εξ αρχής αβάσιμη.
Στηρίχθηκε στην πεισματική άρνηση της πραγματικότητας ότι ζούσαμε πάνω από τις
δυνατότητές μας, ότι μια χώρα που νοικιάζει ξαπλώστρες και εισάγει αυτοκίνητα
κάποια στιγμή θα έχει πρόβλημα, ότι εάν δεν μπορεί να παράγει καλύτερα και
περισσότερα θα αναγκαστεί τελικά να καταναλώνει λιγότερα. Αυτή η αυταπάτη εμπόδισε τη ψύχραιμη και συγκροτημένη αντιμετώπιση
της κρίσης. Δεν προέκυψε αυθόρμητα: πάτησε στην «ευγενή μας τύφλωση», που κάνει
πολλούς από εμάς να νομίζουν ότι είμαστε ο εκλεκτός λαός.
Αλλά καλλιεργήθηκε συστηματικά
και αδίστακτα από μέχρι τότε περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις που είδαν την
ευκαιρία να αναρριχηθούν στην εξουσία. Η αποδοχή από τις ίδιες αυτές δυνάμεις, και
από κυβερνητικές θέσεις πλέον, της μόνιμης διεθνούς επιτήρησης της χώρας για
τις επόμενες δεκαετίες συνιστά την πληρέστερη ομολογία ότι η αναζήτηση κάποιου φανταστικού
«άλλου δρόμου» έχει εγκαταληφθεί από τους εμπνευστές της – αφού βέβαια προηγουμένως
έσπειρε χάος. Λίγη σημασία έχει ότι κάποιοι, όπως έδειξαν οι κινητοποιήσεις της
περασμένης Κυριακής, εξακολουθούν να πιστεύουν στο «σκίσιμο των Μνημονίων με
ένα νόμο και ένα άρθρο». Η ικανοποίηση του κ. Τσακαλώτου για τη θεσμοθέτηση
αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών ή αύξησης φόρων κάθε φορά που το πρωτογενές
πλεόνασμα πέφτει κατά 0,25% του ΑΕΠ (!) από το στόχο συμβολίζει το οριστικό και
αμετάκλητο τέλος της αντιμνημονιακής (αυτ)απάτης.
Επιστροφή στην ομαλότητα λοιπόν; Όχι ακριβώς.
Σίγουρα όχι ακόμη. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την έντιμη αναγνώριση εκ μέρους των
πρώην αντιμνημονιακών ότι η στρατηγική που τους οδήγησε στην εξουσία (αφού προηγουμένως
διέλυσε την οικονομία και δίχασε την κοινωνία) στηρίχθηκε σε ένα χονδροειδές
ψέμα, για το οποίο μας οφείλουν ταπεινά συγγνώμη. Γνωρίζοντας τους ανθρώπους
που μας κυβερνούν, θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς κάτι εντιμότερο από τις υποκριτικές
και μέχρι ναυτίας γλυκερές δηλώσεις τύπου «αγγίξαμε το όνειρο, μας ψαλίδισαν τα
φτερά» κτλ. Το αντίθετο είναι πιθανότερο: π.χ. μια τεχνητή όξυνση που θα
επιχειρήσει να συγκαλύψει επικοινωνιακά την έμπρακτη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη
«μνημονιακή» κανονικότητα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιο
ανενδοίαστοι από τους προπαγανδιστές της σημερινής κυβέρνησης θα δοκιμάσουν
κάθε τέχνασμα για να αναζωπυρώσουν το διχασμό των τελευταίων ετών: ήδη αυτό
κάνουν. Όμως ο χρόνος κυλά αντίστροφα. Στην επόμενη περίοδο, ανεπαίσθητα αλλά αναντίστρεπτα,
η πολιτική διαμάχη θα αλλάζει θεματολογία. Η τοξική δημαγωγία για το ποιος
είναι περισσότερο «πατριώτης» (στην οποία οι πρώην αντιμνημονιακοί διέπρεψαν)
δύσκολα θα συνεχίσει να συγκινεί τα πλήθη. Στις πιο υπεύθυνες από τις πολιτικές
δυνάμεις δίνεται η ευκαιρία να επιβάλλουν στη θέση της μια άλλη, λιγότερο άγονη
διαμάχη: π.χ. για το πώς θα βρουν δουλειά ένα εκατομμύριο άνεργοι, ανάμεσά τους
εκατοντάδες χιλιάδες νέοι.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ίσως
δικαιούμαστε να ελπίζουμε.