Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016).
Ο ανταποκριτής σας σχεδίαζε από καιρό να γράψει για την «ευρωπαϊκή εβδομάδα κινητικότητας» (ήταν στα μέσα του περασμένου μήνα: 16-22 Σεπτεμβρίου). Αλλά με το ένα και με το άλλο, καταλαβαίνετε.
Λοιπόν: Είχα βρεθεί στο Μιλάνο, μια Κυριακή πριν λίγα χρόνια, τη «Μέρα χωρίς αυτοκίνητο». Ο Δήμος είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία σε ένα μεγάλο δακτύλιο (όλο το ιστορικό κέντρο συν κάποιες συνοικίες). Όσοι κάτοικοι είχαν μεγάλη ανάγκη μετακίνησης - π.χ. για λόγους υγείας ή αναπηρίας – μπορούσαν να καλέσουν έναν τηλεφωνικό αριθμό και να έρθει να τους εξυπηρετήσει ένα ηλεκτρικό όχημα. Μια χαρά.
Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η πόλη άλλαξε όψη! Δεν ήταν μόνο οι χιλιάδες πεζοί και ποδηλάτες που κατέλαβαν τις λεωφόρους, τους δρόμους, τις πλατείες. Ήταν τα πατίνια, τα ρόλλερ, τα μονόκυκλα. Ήταν οι κλόουν, οι θεατρίνοι, οι πλανόδιοι μουσικοί. Ήταν οι αγώνες bocce (γαλλιστί: boules), βόλλεϋ, ποδοσφαίρου, αυτοσχέδιοι ή οργανωμένοι από τον Δήμο, οργανώσεις πολιτών, παρέες. Ήταν η αυθόρμητη έκρηξη χαράς χιλιάδων ανθρώπων που βόλταραν αμέριμνοι, με τη μεθυστική αίσθηση ότι είχαν μόλις επανακατακτήσει την πόλη τους.
Η ανακλαστική σκέψη του έλληνα επισκέπτη (που δεν εννοεί να το πάρει απόφαση να παραιτηθεί από το όνειρο ότι και η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα) ήταν προφανής: «Τι ωραία! Να το κάνουμε κι εμείς στην Αθήνα!»
Μετά θυμήθηκα ότι είχαμε ήδη δοκιμάσει να το κάνουμε κι εμείς. Και δεν είχε πάει πολύ καλά. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (τότε που νομίζαμε – ή εγώ τουλάχιστον νόμιζα – ότι το να γίνουμε κανονική χώρα ήταν ρεαλιστικός στόχος) η κυβέρνηση και ο Δήμος έπαιζαν με την ιδέα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας των ΙΧ από το κέντρο της Αθήνας. Όμως στο τέλος έκαναν πάντοτε πίσω, υπό το φόβο του «πολιτικού κόστους»: η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή μέρα χωρίς αυτοκίνητο περιοριζόταν στη δωρεάν μετακίνηση με τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Αργότερα (το 2012) ο δήμαρχος Καμίνης είχε αποπειραθεί να κλείσει το κέντρο στα ΙΧ για μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, με πενιχρά αποτελέσματα. Φέτος ο δήμαρχος Μπουτάρης έκλεισε τμήμα της Νίκης και της Τσιμισκή, για λίγες ώρες. Εν μέσω αγανακτισμένων διαμαρτυριών ΙΧήδων, ταξιτζήδων και μοτοσυκλετιστών, πάντοτε στο γνωστό στυλ: «θα μου πεις εμένα (ρε) ότι δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω»;
Το «πολιτικό κόστος» απορρέει φυσικά από την αυτόματη δυσπιστία των περισσότερων από εμάς προς οποιαδήποτε απόπειρα ρύθμισης κάποιου θέματος με τρόπο που συνεπάγεται μικρές ατομικές θυσίες (να μην κατεβούμε με το αυτοκίνητο στο κέντρο για μια μέρα, να μην οδηγούμε τη μοτοσυκλέτα μας στον πεζόδρομο, να βγαίνουμε έξω για να καπνίσουμε) έναντι κάποιου μεγαλύτερου συλλογικού οφέλους (να βολτάρουμε αμέριμνοι στο κέντρο και τους πεζόδρομους, να αναπνέουμε λιγότερο βρωμερό αέρα την ώρα που τρώμε και πίνουμε).
Απορρέει επίσης από τη δυσανεξία μας, από την απροθυμία μας να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα κάποιων μειονοτήτων (των παιδιών, των ηλικιωμένων, των πεζών, ακόμη και των αντιπαθητικών αντικαπνιστών) να απολαύσουν και εκείνοι με την ησυχία τους κάποιο δημόσιο αγαθό (τους πεζόδρομους, τον αέρα). Όλα αυτά φυσικά στο όνομα του αντιστασιακού και αδούλωτου πνεύματος που μας χαρακτηρίζει ανέκαθεν.
Ο αναρχοατομισμός αυτός ενώνει τους πάντες: από τα παιδιά των Εξαρχείων και τους μικρονοικοκυραίους των συνοικιών έως τους πάλαι ποτέ εύπορους αστούς των βορείων προαστείων. Πρόκειται για (άλλη μια) εθνική ιδιαιτερότητά μας, που εξηγεί γιατί η απαγόρευση του καπνίσματος πέτυχε π.χ. στην Τουρκία των θεριακλήδων και στη Σρι Λάνκα του εμφυλίου πολέμου, αλλά όχι στην Ελλάδα – της αστακομακαρονάδας ή των μνημονίων, αδιάφορο. Ούτε πρόκειται να πετύχει στο ορατό μέλλον. Τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα του Πολλάκη, του Σπίρτζη και του Μαρινάκη.
Είναι άσχετα όλα αυτά με τα βάσανά μας, με την πολιτική μας αφασία, με την αδυναμία μας να συνέλθουμε από την οικονομική κρίση; Νομίζω πως όχι. Η κυρίαρχη συμπεριφορά ατόμων, κομμάτων, συνδικάτων και επαγγελματικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε άνετα να συνοψιστεί ως «ο σώζων εαυτόν σωθείτω».
Μερικοί σώθηκαν πράγματι: άλλοι έγιναν υπουργοί, άλλοι διορίστηκαν στο Δημόσιο, άλλοι πήραν αυξήσεις και άλλοι κάνουν μπίζνες με τη νέα εξουσία. Πολύ περισσότεροι κυττάζουν γύρω τους και βλέπουν τα συντρίμια της ζωής τους και της χώρας.
«Και τώρα που μας τα θύμισες όλα αυτά τα θλιβερά, θα μας πεις κιόλας να μην καβαλάμε τη μοτοσυκλέτα μας στον πεζόδρομο και να μην ανάβουμε το τσιγάρο μας στο μπαρ;»
Ναι – εκεί ήθελα να καταλήξω. Με τα ίδια μυαλά δεν θα λύσουμε ποτέ τα προβλήματά μας. Και αν είναι να αλλάξουμε μυαλά, από κάπου πρέπει να κάνουμε μια αρχή. Τι θα λέγατε για «Μέρα χωρίς αυτοκίνητο»;