Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016).
Ο ανταποκριτής σας βρέθηκε στο Παρίσι για λίγες μέρες, όπου δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την έκθεση της συλλογής Σούκιν στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Λουί Βουιτόν στα περίχωρα της πόλης στο Νεϊγύ.
Ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς Σούκιν (στα ρωσικά: Серге́й Ива́нович Щу́кин) ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εκπροσώπους της φιλελεύθερης αστικής τάξης της Μόσχας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου – με άλλα λόγια, μιας κοινωνικής ομάδας ολιγάριθμης, αδύναμης πολιτικά, και όπως έμελλε να αποδειχθεί καταδικασμένης από την ιστορία. Ο πατέρας του, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, φτάνει να διευθύνει ένα μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό όμιλο. Ο Σεργκέι αναλαμβάνει νωρίς τη διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης, παρότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος γιος. Παράλληλα, όπως και δύο από τα αδέλφια του, αρχίζει να συλλέγει έργα τέχνης. Το 1898 ταξιδεύει στο Παρίσι και αγοράζει έναν πίνακα του Μονέ. Μέχρι το 1914 συγκεντρώνει την εντυπωσιακότερη συλλογή σύγχρονης τέχνης στον κόσμο: 275 έργα του Γκωγκέν, του Σεζάν, του Ντεραίν, του Ανρί Ρουσώ, του Μονέ, του Ρενουάρ, του Μανέ, του Βαν Γκογκ, του Πικάσσο, και ιδίως του Ματίς, ο οποίος θα ζωγραφίσει μετά από παραγγελία του Σούκιν το θρυλικό «Ο χορός» (1909) και θα επισκεφθεί τη Μόσχα για να ζωγραφίσει στο Μέγαρο Τρουμπετσκόυ που στεγάζει τη συλλογή. Ο θάνατος του γιου του (1905) και της συζύγου του (1907) μεταβάλλει τη σχέση του Σούκιν με την τέχνη: από κοσμικός συλλέκτης γίνεται παθιασμένος υποστηρικτής των μοντέρνων ζωγράφων. Το 1908 ανοίγει τη συλλογή του στο φιλότεχνο κοινό της Μόσχας. Ο Μάλεβιτς, ο Ροντσένκο, ο Λαριόνωφ, ο Τάτλιν και άλλοι εκπρόσωποι της ρωσικής πρωτοπορίας έρχονται σε επαφή με τα έργα των Γάλλων (κυρίως) ομότεχνών τους, που τους κάνουν μεγάλη εντύπωση και επηρεάζουν την εξέλιξή τους.
Εν τω μεταξύ, η μεγάλη Ιστορία παρεμβάλλεται στις ιστορίες των ανθρώπων και τις παρασέρνει, όπως η τρικυμία τα καρυδότσουφλα. Ο παγκόσμιος πόλεμος απομονώνει τον συλλέκτη από τους ζωγράφους του. Η επανάσταση επικηρύσσει την τάξη του, απαλλοτριώνει την περιουσία του, εθνικοποιεί τη συλλογή του (με διάταγμα που υπογράφει ο ίδιος ο Λένιν). Ο Σούκιν διαφεύγει στη Γαλλία, όπου ζει μια αποτραβηγμένη ζωή μέχρι το θάνατό του το 1936. Το 1948, με διάταγμα του Στάλιν, η συλλογή Σούκιν χαρακτηρίζεται «μπουρζουάδικη, κοσμοπολίτικη, και λάθος προσανατολισμένη», χωρίζεται στα δύο (ένα μέρος στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, ένα άλλο στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ), και παύει να εκτίθεται ή ακόμη και να αναφέρεται καν στους καταλόγους. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Ιλία Έρενμπουργκ διοργανώνει την έκθεση «Πικάσσο» (1956). Με τη μεσολάβηση του ίδιου του ζωγράφου, η συλλογή Σούκιν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Το 1970, η έκθεση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ματίς στο Πούσκιν και στο Ερμιτάζ μεταφέρεται στο Γκραν Παλαί και δίνει την ευκαιρία στο κοινό του Παρισιού να δει τον «Χορό» για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια. Άλλες εκθέσεις, ιδίως η ρετροσπεκτίβα «Ανρί Ματίς, 1904-1917» στο Κέντρο Πομπιντού (1993), φέρνει και άλλους πίνακες στο Παρίσι. Όμως η τωρινή έκθεση στο Ίδρυμα Λουί Βουιτόν καλύπτει 130 από τα 275 έργα της συλλογής Σούκιν, συγκεντρώνοντάς τα κάτω από την ίδια στέγη για πρώτη φορά μετά από εκατό χρόνια. Πρόκειται για σπουδαίο και μοναδικό γεγονός, οπότε δικαιολογημένη η κοσμοσυρροή.
Λιγότερο δικαιολογημένη η συμπεριφορά του φιλοθεάμονος κοινού. Δίπλα στους αρκετούς ευγενικούς και διακριτικούς φιλότεχνους (που προσέχουν να μην εμποδίζουν τη θέα των γύρω τους, ζητούν συγγνώμη αν αναγκαστούν να περάσουν από μπροστά τους, και μένουν σε κάποια απόσταση από τα ίδια τα έργα), πολύ πιο πολυάριθμοι βιαστικοί και θορυβώδεις επισκέπτες δεν βλέπουν καν την έκθεση, αφού τους κρύβει τη θέα το smartphone με το οποίο φωτογραφίζουν ασταμάτητα. Ο εκνευρισμός μου κορυφώνεται όταν μια νεαρή από την Άπω Ανατολή στέκεται ανάμεσα σε μένα και τό εκπληκτικό «Κόκκινο δωμάτιο» του Ματίς για να γράψει μήνυμα στο κινητό της, μέχρι η επαφή της με το περιβάλλον να αποκατασταθεί στο άκουσμα του συνθηματικού ξερόβηχά μου, που στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει περισσότερο με βρυχηθμό.
Όπως με πληροφορεί η Α., η άρση της απαγόρευσης φωτογράφισης στα μουσεία έχει κάποια προϊστορία. Επί πλέον, όπως συμβαίνει συχνά στην Πατρίδα της Επανάστασης και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει υπάρξει αντικείμενο πολιτικής διαμάχης. Στο πλαίσιο εκστρατείας για την αύξηση της δημοτικότητας των μουσείων και τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στην τέχνη, το υπουργείο πολιτισμού ενθαρρύνει τους επισκέπτες να φωτογραφίζουν τα έργα τέχνης που τους αρέσουν, ακόμη και τον εαυτό τους σε selfie εάν το επιθυμούν, και στη συνέχεια να αναρτούν τις φωτογραφίες τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αρκεί να μην τις εκμεταλλεύονται εμπορικά. Το Musée d’Orsay, επικαλούμενο το δικαίωμα εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για φωτογραφίσεις να απολαμβάνουν ανενόχλητοι την επίσκεψή τους, διατηρεί σε ισχύ την απαγόρευση. Το Μάρτιο του 2015 η υπουργός πολιτισμού Φλερ Πελρέν έρχεται στο Μουσείο συνοδεία ρεπόρτερ, φωτογραφίζει επιδεικτικά με το κινητό της δύο πίνακες του Μποννάρ, και μετά ποστάρει το κατόρθωμά της στο Instagram, αντιστεκόμενη «στη Γαλλία των προνομίων». Το Μουσείο, θέλοντας και μη, συμμορφώνεται με την άρση της απαγόρευσης – παρότι το επιχείρημα περί διεύρυνσης της πρόσβασης δεν το αφορά: οποιοσδήποτε επιθυμεί να ρίξει μια ματιά στη ψηφιακή μορφή της συλλογής του μπορεί ήδη να το κάνει στο επίσημο site του Μουσείου.
Υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία κάτι που με ενοχλεί βαθιά – και όχι μόνο επειδή ανήκω στην κατηγορία όσων στα μουσεία απλώς κυττάζουν τους πίνακες αντί να τους φωτογραφίζουν. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν και αυτοί τις συγκινήσεις που χαρίζει η υψηλή τέχνη, είναι ευγενής στόχος. Προϋποθέτει επίσης κοπιαστική δουλειά εκ μέρους της Πολιτείας, με μακρόπνοες πολιτικές και συστηματικές παρεμβάσεις: στις υποβαθμισμένες γειτονιές, στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και οπουδήποτε αλλού οικοδομείται σταδιακά η κοινωνική και πολιτισμική μειονεξία των ανθρώπων ταπεινής προέλευσης.
Είναι τόσο κοπιαστική αυτή η δουλειά που φαντάζομαι ότι ο κ. Ολλάντ και η υπουργός πολιτισμού του θα σκέφτηκαν: «Πού να τρέχουμε τώρα; Δεν γυρίζουμε καλύτερα ένα σποτάκι με μια πεταχτή ξανθούλα να καλεί τους ψηφοφόρους να τρέξουν στα μουσεία με το κινητό τους;»