Ομιλία στην εκδήλωση του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» με θέμα «Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι» (Αθήνα 23 Μαΐου 2019).
Μια ομάδα ερευνητών από την Τσεχία ανέλυσε πρόσφατα τις πλημμύρες των τελευταίων 900 ετών και τις επιπτώσεις τους σε 1.300 πόλεις και χωριά στην κοιλάδα του Μολδάβα. Το ερώτημα που τους απασχόλησε ήταν σε τι υψόμετρο πάνω από την κανονική στάθμη του ποταμού έχτιζαν οι κάτοικοι της κοιλάδας αμέσως μετά από κάθε μια από τις επτά καταστροφικές πλημμύρες (ροή νερού πάνω από 4.000 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο) που σημειώθηκαν από το έτος 1118 έως το 1845.
Οι ερευνητές υπέθεταν ότι μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα τα νέα κτίρια θα χτίζονταν σε σημαντικά υψηλότερο σημείο (παρότι, εάν δεν υπήρχαν οι πλημμύρες, τα πιο περιζήτητα οικόπεδα είναι χαμηλότερα, στην κοίτη του ποταμού). Επί πλέον, περίμεναν ότι η μνήμη της καταστροφής – και η συνετή επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια – σταδιακά θα εξασθενούσε, και ότι μετά από κάποιο διάστημα (ίσως έναν αιώνα) οι κάτοικοι θα λησμονούσαν τα διδάγματα του παρελθόντος και θα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά.
Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την πρώτη υπόθεση: οι κάτοικοι της κοιλάδας του Μολδάβα όντως μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα έχτιζαν ψηλά. Αλλά δεν επιβεβαίωσαν την δεύτερη υπόθεση: κάθε φορά, η σύνεση στην επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια κρατούσε μόνο μια γενιά (περίπου 25 χρόνια). Ήδη οι εγγονοί όσων είχαν ζήσει κάποια καταστροφική πλημμύρα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά στην κοίτη του ποταμού.
Νομίζω ότι αυτό που παρατηρούμε γύρω μας εν όψει των εκλογών της Κυριακής, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε πολλές άλλες χώρες, η επιθετική και γενικευμένη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι απόρροια αυτού του ίδιου φαινομένου ελαττωματικής λειτουργίας της ιστορικής μνήμης.
Πριν από τρία τέταρτα του αιώνα (Ιανουάριος 1944), ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν ακόμη, δύο νεαροί αντιφασίστες, ο Αλτιέρο Σπινέλλι και ο Ερνέστο Ρόσσι, έγραφαν το Μανιφέστο της Βεντοτένε («Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη»), από το ομώνυμο ξερονήσι στο οποίο είχαν εξοριστεί από το καθεστώς του Μουσσολίνι, για λογαριασμό του Ιταλικού Κινήματος για μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Το Μανιφέστο ισχυριζόταν ότι «Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα προοδευτικά και στα αντιδραστικά κόμματα δεν είναι εκείνη που χωρίζει όσους υποστηρίζουν περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία, ή περισσότερο ή λιγότερο σοσιαλισμό, αλλά όσους θεωρούν σκοπό της πολιτικής πάλης την κατάκτηση της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο […] και εκείνους που θεωρούν κεντρικό καθήκον τους τη δημιουργία ενός ρωμαλέου υπερεθνικού κράτους, που θα στρέψουν προς αυτό τον σκοπό τις λαϊκές μάζες, και που όταν κατακτήσουν την εθνική εξουσία θα την χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο για να πραγματοποιήσουν την διεθνή ενότητα.» Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό, η δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».
Η ενωμένη Ευρώπη που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του πολέμου ήταν πολύ λιγότερο υψιπετής, και πολύ περισσότερο επιρρεπής στην εξισορρόπηση των εθνικών ανταγωνισμών και στην αξιοποίηση των ρωγμών ανάμεσα τους που επέτρεπαν την κίνηση προς τα εμπρός. Όπως άλλωστε ήταν αναπόφευκτο. Όμως, η θεμελιώδης φιλοδοξία του Μανιφέστου της Βεντοτέν, ο τερματισμός του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου (1914-1945), με ρίζες που πήγαιναν πίσω άλλα τρία τέταρτα του αιώνα (τουλάχιστον στον γαλλοπρωσσικό πόλεμο του 1871), πραγματοποιήθηκε. Γάλλοι και Γερμανοί (και Ισπανοί, και Πολωνοί, και όλοι οι υπόλοιποι) δεν συγκρούονται για αμφισβητούμενα εδάφη παρατάσσοντας στρατεύματα, αλλά για το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού αντιπαραθέτοντας επιχειρήματα.
Όλα καλά λοιπόν; Κάθε άλλο. Η τελευταία οικονομική κρίση μεγάλωσε την ψαλίδα μεταξύ «επιτυχημένων» και «προβληματικών» χωρών, και την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει. Δεν έχει ακόμη βρεθεί (και ακόμη λιγότερο: συμφωνηθεί) εκείνο το πλαίσιο κανόνων και πολιτικών που θα επιτρέψει σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, όχι μόνο τις εξαγωγικές του Βορρά, να αναπτύσσονται ικανοποιητικά.
Αλλά οι λαϊκιστές κάθε χρώματος που διατείνονται ότι «παλιά ήταν καλύτερα» (προ ΕΕ και προ ευρώ) δεν έχουν ούτε μισό επιχείρημα να παρουσιάσουν. Ποια ευρωπαϊκή χώρα μπορεί στα σοβαρά να περιμένει ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, τις αιτίες και τις συνέπειες της μετανάστευσης, την πρόκληση της αυτοματοποίησης, τον κινεζικό συστημικό ανταγωνισμό κτλ. κτλ. πιο αποτελεσματικά μόνη της παρά μαζί με τα άλλα κράτη μέλη; Το μόνο που προτείνουν οι λαϊκιστές είναι η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν – τότε που «τα διαβατήρια ήταν μπλε, τα πρόσωπα λευκά, και ο χάρτης ροζ» (όπως είπε ο Vince Cable, ηγέτης των φιλελεύθερων δημοκρατών στη Βρετανία και υπέρμαχος της παραμονής της χώρας του στην ΕΕ), τότε που το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου, ή τότε που το limes, εξωτερικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ταυτιζόταν με το όριο του πολιτισμένου κόσμου.
Παρά την ασυναρτησία του λαϊκιστικού επιχειρήματος (ή την απουσία λαϊκιστικού επιχειρήματος), η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης προχωρά – την Κυριακή το βράδυ θα ξέρουμε πόσο. Τρέφεται από τις αποτυχίες και τις καθυστερήσεις αυτή η αμφισβήτηση. Η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει απλώς τεράστιες προκλήσεις (κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, αυτοματοποίηση, κινεζικός ανταγωνισμός), αλλά και τη δική της περιθωριοποίηση και σχετική παρακμή, καθώς άλλες περιοχές του πλανήτη αναδύονται και αναπτύσσονται ταχύτερα. Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο εκδηλώνεται η επίθεση των λαϊκιστών.
Η αντιμετώπιση της επίθεσης τους διχάζει τις δυνάμεις που στήριξαν και καθοδήγησαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τη Συνθήκη της Ρώμης μέχρι σήμερα. Η πολιτική πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας, έστω και σε αναστολή. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά): θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, ούτε (το κυριότερο) φαίνεται να έχουν ξεκαθαρίσει πώς θα αποκρουστεί η λαϊκιστική επίθεση. Η επίσημη γραμμή είναι «πλατύ μέτωπο από τον Τσίπρα έως τον Μακρόν». (Εδώ μου έρχεται στο μυαλό η απάντηση του Κάρλο Καλέντα, υπουργού βιομηχανίας στην τελευταία κυβέρνηση Ρέντσι, στην παρότρυνση του Πιέρ Μοσκοβισί προς το Δημοκρατικό Κόμμα «να συμμαχήσει με το Κίνημα 5 Αστέρων», το οποίο ο Καλέντα – και δικαίως – απεχθάνεται: «Γιατί να μην συμμαχήσει το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με τα κίτρινα γιλέκα;») Όσο για την πρόσφατη απόπειρα της Mette Frederiksen, επικεφαλής των Δανών σοσιαλδημοκρατών, να εξουδετερώσει την ξενόφοβη ακροδεξιά πλειοδοτώντας σε αντιμεταναστευτική υστερία (που φτάνει μέχρι τον εξαναγκασμό των προσφύγων να παραδίδουν τα χρυσαφικά τους στην Υπηρεσία Μετανάστευσης), πολύ φοβάμαι ότι θα βρει μιμητές ή κρυφούς θαυμαστές εντός και εκτός σοσιαλιστικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ας μην κλείσω με αυτή την κριτική νότα όμως. Άλλωστε, είμαι βέβαιος ότι κανείς από τους υποψηφίους του ΚΙΝΑΛ που βρίσκονται σε αυτό το πάνελ (Τάκης Ιωακειμίδης, Αντώνης Τριφύλλης, Γιάννης Μεϊμάρογλου) δεν συμμερίζεται αυτή την – καταδικασμένη να αποτύχει – απόπειρα σοσιαλδημοκρατικής παλινόρθωσης διά της προσχώρησης σε έναν «σωβινισμό κράτους πρόνοιας». Για αυτό άλλωστε βρισκόμαστε εδώ σήμερα, για να στηρίξουμε την προσπάθειά τους, και για να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία.